Τάκης Παπανικολάου
Στο Λυκόφως του Λαϊκισμού

Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα Ε.Ε., σελ. 104, τιμή 15,00 ευρώ

1. Δημοσιεύθηκε πρόσφατα το βιβλίο του Τάκη Παπανικολάου «Στο Λυκόφως του Λαϊκισμού», ένα πολιτικό δοκίμιο στο οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας δίνει τον υπότιτλο «Περίγραμμα μιας ιδεολογικής φυσιογνωμίας της κεντροδεξιάς παρατάξεως και του πορτραίτου ενός ιδανικού αρχηγού της».

Ο συγγραφέας (συνάδελφος στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και επί δεκαετίες στενός συνεργάτης) παρουσιάζει τις απόψεις του, με βασικό αποδέκτη, όπως ο ίδιος γράφει στον Πρόλογό του, τον έλληνα πολίτη «ο οποίος συνειδητά ενστερνίζεται τα ιδανικά που συγκροτούν την κοσμική ιδεολογία της συντηρητικής και φιλελεύθερης κεντροδεξιάς παρατάξεως». Το βιβλίο, γραμμένο συχνά με πολύ συναίσθημα, άλλοτε με πόνο για τα υπαρκτά δεινά της χώρας, άλλοτε με λογοτεχνικό οίστρο, περιέχει συγχρόνως σκέψεις που αξίζει να προσεχθούν όχι μόνο από τους κατά τον συγγραφέα βασικούς αποδέκτες του, αλλά και απ’ αυτούς που έχουν διαφορετική ιδεολογία, θα έλεγα μάλιστα ιδίως απ’ αυτούς.
2. Μένοντας στο ουσιαστικό περιεχόμενο των σκέψεων του συγγραφέα για τις αξίες της Κεντροδεξιάς (και όχι στους χαρακτηρισμούς) σταχυολογώ μερικές απ’ αυτές, από τις σημαντικότερες:
α) Πάταξη λαϊκισμού – πελατειακών σχέσεων: Δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς με τον συγγραφέα ότι είναι μείζον πρόβλημα η εκρίζωση επιτέλους της μάστιγας του λαϊκισμού (αριστερής και δεξιάς προέλευσης), που καταλήγει σε εξαπάτηση του πολίτη. Αλλά αυτό είναι θέμα πολιτικού ήθους και όχι ιδεολογίας. Παράλληλα προς τον λαϊκισμό βαίνει ένα άλλο νοσηρό φαινόμενο της πολιτικής ζωής μας που πλήττει τη δημοκρατία και την αξιοκρατία: οι πελατειακές σχέσεις. Εδώ ο συγγραφέας προχωρεί σε μια πρακτική πρόταση που μπορεί όχι να εξαφανίσει, αλλά πάντως να μειώσει το φαινόμενο αυτό, πρόταση με την οποία επίσης θα συμφωνήσουμε: οι υπουργοί να μην έχουν την ιδιότητα του βουλευτή. Δυνατότητες «ρουσφετιών» έχει κυρίως η εκτελεστική εξουσία, άρα πρωτίστως οι υπουργοί. Αυτοί όμως είναι ακριβώς εκείνοι που δεν θα έπρεπε να εξαρτώνται για την επανεκλογή τους από τους πολίτες που προσέρχονται με αιτήματα προσωπικών εξυπηρετήσεων.
β) Συλλογικότητα – Κοινό συμφέρον: Ο συγγραφέας θεωρεί ως χαρακτηριστικό στοιχείο του μοντέλου της Κεντροδεξιάς, όπως το σχεδιάζει, τη «ζωηρή αίσθηση της συλλογικότητας (κοινοτιστικότητας), που προτάσσει πάντοτε το κοινό συμφέρον, αξιολογώντας αυτό ως ηθικά υπέρτερο σε σχέση με το ατομικό ή το κομματικό». Και εδώ το τόσο σημαντικό αυτό στοιχείο υπερβαίνει τα όρια της Κεντροδεξιάς και μάλιστα η συλλογικότητα (και όχι η ατομικότητα) είναι που χαρακτηρίζει παραδοσιακά περισσότερο την αριστερή και κεντροαριστερή ιδεολογία. Αλλο ζήτημα η πρακτική της υπαρκτής Αριστεράς ή της υπαρκτής Δεξιάς.
γ) Διάκριση ρόλων Πολιτείας – Εκκλησίας: Ο συγγραφέας εντάσσει στο μοντέλο του, και πολύ σωστά, την ανάγκη «συνείδησης της διακρίσεως των ρόλων Κράτους και Εκκλησίας». Προσφυώς τονίζει επίσης (πάλι ως χαρακτηριστικό του κεντροδεξιού μοντέλου του) ότι η θρησκεία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται «ως κλειστό δογματικό σύστημα» ή «ως πηγή μιας εξ αποκαλύψεως αξίας» και «ούτε με προσήλωση στους αυστηρούς λατρευτικούς τύπους που ακολουθεί η ορθόδοξη εκκλησία», «αλλά ως εγγενή στην ανθρώπινη φύση έκφανση της ελευθερίας για μεταφυσική αναζήτηση», σκέψεις που άνετα προσυπογράφει η αριστερή ιδεολογία. Το ίδιο ακριβώς θα μπορούσε να λεχθεί με τις αξίες του χριστιανικού πολιτισμού, τις οποίες εξαίρει ο συγγραφέας, δηλαδή «αξιοπρέπεια, αγάπη, αλήθεια, ισότητα, αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη». Μπορεί να μην προχωρεί ο συγγραφέας πιο πέρα στο θέμα της διάκρισης των αρμοδιοτήτων Πολιτείας – Εκκλησίας, αλλά οι παραπάνω περικοπές δείχνουν τη σωστή κατεύθυνση που πρέπει να ενστερνιστεί και η Κεντροδεξιά, όπως πράττει τούτο από παλαιά η Αριστερά-Κεντροαριστερά.
δ) Κοινωνικό Κράτος: Το μοντέλο του συγγραφέα χαρακτηρίζεται και από το «Κοινωνικό Κράτος Δικαίου», που επιτάσσει τη «σταθερή επιδίωξη μιας πρακτικής εναρμόνισης των αξιών της ελευθερίας, της ισότητας, της τάξεως και της κοινωνικής δικαιοσύνης». Για την πραγμάτωση της κοινωνικής δικαιοσύνης «ως ισότητας στην κατ’ αξίαν διαφορά», ο συγγραφέας δεν διστάζει να υιοθετήσει, προς τιμήν του, κριτήρια που παραδοσιακά κάθε άλλο παρά φιλελεύθερα θεωρούνται, όπως το κριτήριο της συμβολής του καθενός στην παραγωγή διενεμητέων αγαθών της Πολιτείας και το κριτήριο των αναγκών του κάθε πολίτη στη λήψη των αγαθών αυτών. Επίσης, μιλώντας για ισότητα, την επεκτείνει, σε αντίθεση με τη διαδεδομένη στην ελληνική κοινωνία συντηρητική ηθική, και σε ίση μεταχείριση ανεξάρτητα από σεξουαλικό προσανατολισμό.
3. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει την ένσταση για ουτοπία του μοντέλου του, το οποίο (μπορεί κάποιοι επικριτές να του αντιτάξουν ότι) περιέχει αξίες που «τελούν σε αγεφύρωτη αντίθεση μεταξύ τους», και απαντά: Το μοντέλο αυτό «δεν κινείται στον κόσμο της πολιτικής φαντασίας» αλλά, αντίθετα, «και «εκ του κόσμου τούτου είναι» και σε πρακτικό επίπεδο μπορεί να στηρίξει ικανοποιητικές προτάσεις επιλύσεως σπουδαίων κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων». Ο συγγραφέας έχει δίκιο. Η ιστορία έχει δείξει ότι παλαιές «ουτοπίες» σήμερα είναι πραγματικότητα, άρα και σημερινές «ουτοπίες» αύριο μπορεί να γίνουν πραγματικότητα.
4. Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι πολλές αξίες ή χαρακτηριστικά που ο συγγραφέας τα συνδέει με την Κεντροδεξιά, στην πραγματικότητα υπερβαίνουν την ιδεολογία της. Ανήκουν και στην άλλη πλευρά, μερικές φορές μάλιστα ιδίως στην άλλη πλευρά, η οποία όμως επίσης δεν πρέπει να τις μονοπωλεί. Το πρακτικά σπουδαιότερο όμως συμπέρασμα είναι ότι οι παραπάνω σκέψεις του συγγραφέα, επειδή ακριβώς υπερβαίνουν τα όρια μιας ιδεολογίας, μπορούν να λειτουργήσουν αντιπολωτικά. Διότι δυστυχώς σήμερα στην Ελλάδα επικρατεί (με λίγες εξαιρέσεις) η απόλυτη πεποίθηση κάθε ιδεολογικοπολιτικής πλευράς ότι το δίκαιο είναι 100% με το μέρος της και ότι οι απόψεις της άλλης ή των άλλων πλευρών φέρνουν καταστροφή στη χώρα.

Η συνέπεια είναι ακριβώς η πόλωση, η οποία εκτρέφει τον φανατισμό, την αμοιβαία εχθρότητα, την αδυναμία συναίνεσης ακόμη και στα στοιχειώδη, με παραπέρα συνέπεια να εμποδίζεται ο πολίτης σε ψύχραιμη εκτίμηση της κατάστασης και να παρασύρεται σε ανορθολογικές επιλογές. Μακάρι το βιβλίο να συμβάλει στην κατανόηση ότι οι οξείες πολιτικές αντιπαραθέσεις που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα συγκαλύπτουν την ύπαρξη πολύ περισσότερων κοινών σημείων, τα οποία δικαιολογούν (ή μάλλον επιβάλλουν) συνεννόηση, τουλάχιστον στα σημεία αυτά, προς το συμφέρον της χώρας (και μάλιστα σήμερα, στην περίοδο της κρίσης που διανύει η Ελλάδα). Σ’ αυτό συνίσταται, κατά τη γνώμη μου, η σημαντικότερη αξία του πολιτικού αυτού δοκιμίου.



Ο κ. Μιχαήλ Π. Σταθόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ακαδημαϊκός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ