Μιλήστε μου για το νέο σας βιβλίο, «Ζωντανός στο Zonars» (εκδ. Οδός Πανός).«Πρόκειται για 24 καρέ από τη ζωή μου. Προσπάθησα να δημιουργήσω μια κιβωτό μνήμης, μια συλλογή ιστοριών από ανθρώπους που με επηρέασαν βαθιά».
Στις ιστορίες σας επιλέγετε να μην είστε εσείς ο πρωταγωνιστής, αλλά τα πρόσωπα τα οποία γνωρίσατε· ο Χατζιδάκις, η Μελίνα, η Αλίκη…
«Αν ήμουν πρωταγωνιστής, θα έπρεπε να είμαι τέλειος. Εγώ θέλω να αναπαριστώ την ατέλειά μου. Δεν με ενδιαφέρει δηλαδή να πω ότι έχω υπάρξει με αυτό το πρόσωπο στο ίδιο δωμάτιο, αλλά τι μου είπε αυτό το πρόσωπο. Υπάρχει μια σκηνή που ο Τσαρούχης φτιάχνει αγγέλους. “Εσύ δεν θέλεις;” με ρωτά. “Θέλω, αλλά ντρέπομαι να σας ζητήσω” απαντώ. “Oποιος δεν ζητάει, δεν λαμβάνει” ήταν η δική του απόκριση».
Μεγάλο τμήμα του βιβλίου αφιερώνεται στον Μάνο Χατζιδάκι, τον οποίο γνωρίσατε δουλεύοντας στο Τρίτο Πρόγραμμα…
«Ναι. Με τον Χατζιδάκι συνέβαινε κάτι περίεργο. Είχε μια διορατικότητα και ήταν ανοιχτός στις ιδέες. Οταν τον συνάντησα πρώτη φορά, με ρώτησε τι θέλω να γίνω. “Σκηνοθέτης” απάντησα. “Αριστούργημα. Θα κάνουμε ξανά τους ‘Oρνιθες’ στο Ηρώδειο” μου είπε. Σκέφτηκα ότι με κορόιδευε. Αυτός ήταν ο Μάνος, ήθελε να βάζει τον πήχη ψηλά».
Μου έκανε εντύπωση που γράφετε ότι χρησιμοποιούσε το Οσκαρ που είχε κερδίσει ως σφήνα στην πόρτα του δωματίου…
«Α, ναι. Κοιτάξτε, ο Χατζιδάκις δεν συνέκρινε ποτέ τον εαυτό του με κανέναν. Μόνο μια φορά θυμάμαι ότι γύρισε συγκλονισμένος από μια συναυλία του Θεοδωράκη. “Εγώ δεν θα μπορούσα να ξεσηκώσω έτσι ένα πλήθος” είπε. “Γιατί;” τον ρωτήσαμε. “Γιατί θα έπρεπε να κατεβάσω πολύ το επίπεδό μου” απάντησε, εννοώντας ότι ο Θεοδωράκης συνέδεε την πολιτική με τη μουσική του πορεία».
Γράφετε κάποια στιγμή στο βιβλίο ότι έσβησαν οι παρέες των 80s για να ζήσουμε το νεοπλουτίστικο όνειρο.
«Eκεί που λέγαμε όλον τον κόσμο “αμερικανάκια”, γίναμε εμείς. Εκεί που στο Θέατρο Τέχνης χρειάζονταν δύο σκαμνάκια για μια συγκλονιστική παράσταση, αρχίσαμε να κυνηγάμε το πλουσιοπάροχο. Ξεχάσαμε το ωφέλιμο και το ελληνικό: τώρα τρώμε περισσότερο παπάγια παρά κάνα τσαμπί σταφύλι».
Γίνατε μέρος όλου αυτού;
«Σαφέστατα, δουλεύοντας στο εμπορικό τραγούδι και στα λεγόμενα lifestyle περιοδικά. Αλλά, αν θέλετε, προτού πάμε να γράψουμε στο “ΚΛΙΚ”, εμείς είχαμε διαβάσει Παπαδιαμάντη και ξέραμε τι θα πει φελινική σκηνή. Μόνο αυτά τα έντυπα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν τότε το νέο που ερχόταν, και μάλιστα δημιούργησαν μια νέα αγορά. Δηλαδή και το τελευταίο λαμόγιο τότε δεν έβγαζε τα λεφτά του έξω, τα “έριχνε” σε μια τραγουδίστρια, και έτσι το χρήμα ανακυκλωνόταν στην Ελλάδα».
Και σήμερα;
«Είμαστε σαν την Κατερίνα Γώγου, που έκανε την υπηρέτρια στις ταινίες. Δηλαδή είμαστε μορφωμένοι σαν την Κατερίνα, αλλά αναγκαζόμαστε να παίζουμε την υπηρέτρια στο σαλονάκι της Ευρώπης».
Στον Θεό πιστεύετε;
«Πολύ. Μόνο στη διάρκεια της περιπέτειάς μου με τα ναρκωτικά αποκόπηκα, αλλά τελικά το στοιχείο της θρησκείας με έσωσε. Δεν πήρα κάποιο υποκατάστατο, αλλά το όπιο του λαού, το οποίο είναι και μασίφ».
Στο βιβλίο περιγράφετε εκείνη την εποχή, και μάλιστα αναφέρεστε και στη συνάντησή σας με τον γέροντα Παΐσιο… «Χωρίς να του πω το όνομά μου, ούτε ότι είμαι στιχουργός, μου είπε: “Αλλο το άυλον και άλλο το νάιλον, Γεώργιε, παιδί μου”. Ηταν αξιοθαύμαστος. Μην κοιτάτε τώρα, που από την ανθρώπινη βλακεία φτάσαμε να προσκυνάμε το κάστανο».
Ποια είναι τα άμεσα σχέδιά σας;
«Γράφω στίχους. Αυτό το καλοκαίρι θα δουλέψω ξανά τη μετάφραση των “Βατράχων” του Αριστοφάνη, όπως την είχαμε κάνει με τον Σπαθάρη. Πρωταγωνιστές δηλαδή δεν θα είναι ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, αλλά ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης. Υπάρχει κόσμος που θέλει να το ανεβάσει με τρέλα».