Μπορεί όλα τα μάτια να είναι σήμερα στραμμένα στα νέα ελληνικά ομόλογα, όμως τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών στην Κύπρο και στο Αιγαίο συνιστούν κάτι πιο σημαντικό από κάθε τι άλλο και επιβεβαιώνουν με τον πιο απόλυτο τρόπο τη διαχρονική αλήθεια ότι εκείνο που τελικά μετράει πάνω απ’ όλα και για την Κύπρο αλλά εξίσου και για την Ελλάδα είναι η σχέση τους με τη Δύση, ειδικά δε ως προς την ισορροπία τους με την Τουρκία.
Μια σχέση που, δυστυχώς, ο ελληνισμός δεν την κατανόησε επαρκώς σε βάθος χρόνου, αλλά την έθεσε ο ίδιος πολλές φορές σε αμφισβήτηση προκαλώντας μόνος του, όποτε την αμφισβήτησε, τα μύρια όσα δεινά.
Όταν όμως λέει κανείς «Δύση» πρέπει να έχει πρώτα απ’ όλα ξεκαθαρίσει την ουσία της έννοιας. Δύση ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε οι γεωπολιτικές ναυτικές δυνάμεις που έχουν ισχυρά ενδιαφέροντα στην ευρύτερη περιοχή μας.
Δεν πρόκειται για τη «Μεσευρώπη», στην οποία τείνει να εξελιχθεί η Ε.Ε. υπό την έξαρση της γερμανικής επιρροής, αλλά, ουσιαστικά, πρόκειται γι αυτό ακριβώς που βλέπουμε σήμερα: την ταύτιση των συμφερόντων του ελληνισμού με τις ναυτικές δυνάμεις πάνω στο δόγμα που ξεκινά με τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, κορυφώνεται με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Μικρασιατική Εκστρατεία – την πρώτη φάση της, πριν την τρέλα που έπιασε τη μετανοεμβριανή Ελλάδα να πάει να πάρει την Αγκυρα ενάντια στα σχέδια των συμμάχων νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ολοκληρώνεται με την προσάρτηση των Δωδεκανήσων μετά τον Δεύτερο.
Ιστορικά και χωρίς εξαίρεση, πάντοτε οι εμπλοκές της Ελλάδας με τη Γερμανία οδήγησαν σε μείζονες καταστροφές. Και αυτό δεν αλλάζει ούτε ιστορικά ούτε οργανικά, σε σχέση με τις γεωπολιτικές αιτίες του. Είναι δε απολύτως χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η (σίγουρα καλοδεχούμενη) κρίση στις σχέσεις Βερολίνου – Αγκυρας, σε τίποτα, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν επηρεάζει τη στάση του πρώτου έναντι των εις βάρος της Ελλάδας διεκδικήσεων της δεύτερης.
Μάλιστα, όταν τα γερμανικά πολεμικά αεροσκάφη άρχισαν να εγκαταλείπουν το Ιντσιρλίκ, το Βερολίνο δεν επέλεξε ούτε την Ελλάδα ούτε την Κύπρο, χώρες και οι δύο της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, αλλά την Ιορδανία για τη μετεγκατάστασή τους…
Δυτική δύναμη στη σημερινή Ε.Ε. είναι πλέον κυρίως η Γαλλία (δευτερευόντως και η Ιταλία) η οποία πρωταγωνιστεί αυτή την ώρα στις εξελίξεις, όπως το έκανε και για την Ελλάδα, μαζί με την Ιταλία, έναντι της γερμανικής επιμονής για την έξοδο από το ευρώ – ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός Ρέντσι αποκάλυψε πρόσφατα στο νέο του βιβλίο ένα από τα πολλά περιστατικά αυτής της σύγκρουσης.
Η Γερμανία πάλι, είναι απούσα σε όλα τα επίπεδα σε αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην Κύπρο, σα να μην πρόκειται για χώρα πλήρες μέλος της Ε.Ε. και της ευρωζώνης. Γιατί; Επειδή δεν έχει η ίδια άμεσο εθνικό ενδιαφέρον – και όταν δεν έχει εθνικό, δεν έχει και ευρωπαϊκό. Όταν είχε, για τις τράπεζες στην Κύπρο, ήταν εκεί…
Και, φυσικά, διεθνώς η κορυφαία δύναμη είναι οι ΗΠΑ, αλλά, στα καθ’ ημάς και το Ισραήλ. Αυτοί είναι οι σύμμαχοί μας. Αλλά είναι δική μας υπόθεση να τους κρατήσουμε δίπλα μας. Πώς; Ταυτίζοντας τα συμφέροντά μας με τα δικά τους. Μόνον έτσι και μόνον αν το κάνουμε σοβαρά και με διάρκεια. Ειδικά τη στιγμή που η προσέγγιση Γαλλίας και ΗΠΑ, παρά τις ρηχές περί του αντιθέτου «προβλέψεις» διεθνώς, όλο και πυκνώνει. Εκεί βρίσκεται το μέλλον.
Οι αναγνώστες αυτής της στήλης έχουν διαβάσει πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια τη θέση ότι όποτε η Ελλάδα ταυτίστηκε με τη Δύση βγήκε ισχυρότερη, ενώ όποτε συγκρούστηκε μαζί της υπέστη πολύ μεγάλες καταστροφές.
Η τελευταία εξ αυτών μάλιστα δεν αφορούσε κυρίως την Ελλάδα αλλά την Κύπρο, η οποία το καλοκαίρι του 1974 πλήρωσε πολύ ακριβά τα λάθη της χούντας της Αθήνας στον πόλεμο στη Μέση Ανατολή, όταν ο Παπαδόπουλος, που είχε καταληφθεί από «νασερισμό», πήρε ουσιαστικά θέση υπέρ των Αράβων στον πόλεμο με το Ισραήλ. Τότε, όπως ακριβώς έγινε και το 1922, οι δυτικές δυνάμεις συμμάχησαν ουσιαστικά με την Τουρκία με ολέθριες συνέπιες για τον ελληνισμό.
H Ελλάδα και η Κύπρος ανακτούν σταδιακά το χαμένο γεωπολιτικό έδαφος. Βοηθούν αποφασιστικά βέβαια τα κοιτάσματα, αλλά εξίσου αποφασιστικά βοηθούν τρεις παράμετροι: ότι τώρα η Τουρκία είναι, ευτυχώς, σε αντιδυτική έξαρση, ότι η Δύση δεν κλείνει πλέον τα μάτια καθώς δεν υπάρχει Ψυχρός Πόλεμος, τουλάχιστον όπως παλιά, και ότι η Ελλάδα και η Κύπρος δεν κάνουν πάλι τα ίδια λάθη.
Και μέγα ευτύχημα είναι ότι σε αυτή την κατεύθυνση συμπορεύονται όλες οι πολιτικές δυνάμεις και στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Δεν είναι λίγο. Αντιθέτως, είναι πάρα πολύ σημαντικό. Κεφαλαιώδες.
Η γεωπολιτική ένταξη των δύο κρατών του ελληνισμού είναι το σημαντικότερο κεφάλαιό μας και δεν πρέπει να αμφισβητηθεί ποτέ ξανά και για κανένα λόγο.
Αυτή τη στιγμή, ζούμε ουσιαστικά την αντιστροφή των συνθηκών της εθνικής καταστροφής του 1974. Και όλες μας οι προσπάθειες πρέπει να συγκεντρωθούν στην παγίωση της νέας αυτής εθνικής θέσης του ελληνισμού στην πρώτη γραμμή της Δύσης, σε όσο μεγαλύτερο βάθος και έκταση μπορεί αυτό να γίνει. Δεν είναι μόνον οι έρευνες στην Κύπρο. Είναι ένα ευρύ μεταβαλλόμενο αυτή την ώρα πεδίο το οποίο θυμίζει, περισσότερο από ποτέ, το Ανατολικό Ζήτημα, το οποίο έχει ανοίξει ξανά.
Οι εξελίξεις είναι μπροστά μας. Πρέπει να το κατανοήσουμε και να παγιώσουμε τη θέση μας ως ακρίτες του δυτικού κόσμου, των αξιών, των συμφερόντων του.
Ελλάδα και Κύπρος έχουν και πάλι, μετά από πολύ καιρό, ρόλο, λόγο και μέλλον σε εκείνα που έρχονται…