Μερικά γεγονότα της εποχής:
1. Κουκουλοφόροι επιτίθενται πρόσφατα και τραυματίζουν τουρίστα στο κέντρο της Αθήνας, επειδή ψώνιζε ημέρα Κυριακή. Η αστυνομία ωσεί απούσα…
2. Την επόμενη μέρα, οι ίδιοι (προφανώς) κουκουλοφόροι καταστρέφουν βιτρίνες και μάρμαρα σε δεκάδες καταστήματα της οδού Ερμού υπό το «διακριτικό» – και εξ αποστάσεως – βλέμμα της Αστυνομίας, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τη διαφωνία τους για κάποια μη-αρεστή σε αυτούς απόφαση της – καθυβριζόμενης από την κυβέρνηση – Δικαιοσύνης…
3. Σχεδόν καθημερινά, τα ίδια άτομα επιτίθενται απρόκλητα στις αστυνομικές δυνάμεις και προκαλούν ολικές καταστροφές σε δημόσια και ιδιωτική περιουσία στο κέντρο της πόλης, με «θύματα» ακόμα και μαζικά μέσα μεταφοράς τα οποία κατακαίουν…
Πριν σπεύσουμε να συνδέσουμε τα νοσηρά αυτά φαινόμενα αστικής βίας και κρατικής ολιγωρίας, με τη συγκυρία μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ας θυμηθούμε ότι όλα αυτά δεν συμβαίνουν για πρώτη φορά στη χώρα. Τα είχαμε συνηθίσει από παλιά, και τα είδαμε μάλιστα να κορυφώνονται με την έναρξη των μνημονίων.
Το να αναζητούμε τα αίτια της διαχρονικής απάθειας της Πολιτείας απέναντι στην παράνομη βία του «κράτους των Εξαρχείων» είναι τόσο μάταιο όσο και το να αναρωτιόμαστε γιατί η ίδια αυτή Πολιτεία τόσα χρόνια δεν αντιμετωπίζει αποφασιστικά τη βία στο ποδόσφαιρο. (Παρεμπιπτόντως, υπάρχουν ενδείξεις ότι οι δύο μορφές βίας είναι «συγκοινωνούντα δοχεία» και ότι πολλά πρόσωπα δραστηριοποιούνται και στους δύο χώρους ταυτόχρονα. Εμείς στην ΑΕΚ, τουλάχιστον, το γνωρίζουμε αυτό από παλιά…) Και λέω πως είναι μάταιο γιατί επίσημες απαντήσεις στα ζητήματα αυτά ούτε πήραμε, ούτε φαίνεται πως θα πάρουμε ποτέ…
Όμως, εκεί που απουσιάζει η πολιτική βούληση αφθονεί η πολιτική ρητορεία! Οι μη-αριστερές κυβερνήσεις καταδίκαζαν πάντοτε, ασφαλώς, την ιδεολογία και τη δράση των ακραίων ομάδων – άσχετα βέβαια αν ελάχιστα έπραξαν για να τις διαλύσουν οριστικά, απαλλάσσοντας το κέντρο της πρωτεύουσας από ένα χρονίζον πρόβλημα που γελοιοποιεί απόλυτα το κράτος.
Αυτό που ιδιαίτερα ενοχλεί, εν τούτοις, σε ό,τι αφορά την τρέχουσα διακυβέρνηση της χώρας είναι όχι τόσο η συνεχιζόμενη κρατική απάθεια απέναντι στα επικίνδυνα αυτά φαινόμενα κοινωνικής αυτονόμησης (είχαμε συνηθίσει, άλλωστε, αυτή την απάθεια από παλιά) όσο η εκνευριστικά προκλητική έκφραση «κατανόησης» και ανοχής στα εν λόγω φαινόμενα (αν όχι και η ευθεία πολιτική κάλυψή τους) όπως προκύπτει από επίσημες ή ανεπίσημες δηλώσεις στελεχών της Αριστεράς.
Αν και το ζήτημα αφορά περισσότερο την εικόνα και λιγότερο την ουσία των πραγμάτων, θα ήταν ενδιαφέρον να επιχειρήσουμε μια ανάλυση της πολιτικά οξύμωρης «φιλικής» στάσης της σημερινής κυβέρνησης προς εκείνους που έχουν κάνει σκοπό της ζωής τους την έμπρακτη αμφισβήτηση αυτής τούτης της ιδέας της εξουσίας. Προς το σκοπό αυτό, θα ήταν χρήσιμη μια επιγραμματική σταχυολόγηση γεγονότων από το «χρονικό της κρίσης»:
1. Ο υπέρμετρος δανεισμός της μεταπολιτευτικής περιόδου (για τον οποίο ενοχοποιείται, εν μέρει τουλάχιστον, η γιγάντωση του λεγόμενου «πελατειακού κράτους» από όλους, σχεδόν, όσους κυβέρνησαν) οδηγεί σε βαθμιαίο εκτροχιασμό της οικονομίας και, τελικά, σε κρίση χρέους. Περιστασιακές απόπειρες εξορθολογισμού και σχετικού «συμμαζέματος» της οικονομίας από σώφρονες (πλην όχι διαθέτοντες λαϊκιστικό χάρισμα) πολιτικούς ηγέτες, έχουν προσκρούσει στις λυσσώδεις αντιδράσεις των – ελεγχόμενων κυρίως από την Αριστερά – εργατικών συνδικάτων του δημόσιου τομέα και έχουν αποτύχει.
2. Μονόδρομος πλέον για την αποφυγή ολικής χρεοκοπίας της χώρας είναι η καταφυγή σε ad hoc πρόγραμμα σωτηρίας από τους ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ. Αυτονόητα, το πρόγραμμα συνοδεύεται από εκχώρηση δικαιώματος επιτήρησης της εθνικής οικονομίας στους δανειστές, το οποίο επισφραγίζεται με τα περίφημα (και υπέρμετρα δαιμονοποιηθέντα) μνημόνια.
3. Τα μνημόνια επιβάλλουν περιορισμούς στις δημόσιες δαπάνες και, όπως είναι φυσικό, περικόπτουν προνόμια στο Δημόσιο. Η Αριστερά κινητοποιεί και πάλι τα συνδικάτα που βρίσκονται υπό τον έλεγχό της, ενώ ένα μέρος της (προς τιμήν του, όχι το πλέον παραδοσιακό κομμάτι της) επιδεικνύει πολιτική «κατανόηση» και ανοχή στη δράση κουκουλοφόρων εξτρεμιστών που, με κάθε ευκαιρία ψήφισης μνημονιακών νόμων, πυρπολούν και καταστρέφουν την πρωτεύουσα (σε μία τραγική περίπτωση, ακόμα και δολοφονούν νέους ανθρώπους που «τολμούν» να εργάζονται σε μέρα γενικής απεργίας).
4. Αντιλαμβανόμενοι ότι τα «αστικά» κόμματα δεν έχουν τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τις κοινωνικές αντιδράσεις που υποκινεί η Αριστερά και να θεσμοθετήσουν τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπουν τα μνημόνια, οι δανειστές «τραβούν το χαλί κάτω απ’ τα πόδια» της κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ–ΠΑΣΟΚ, οδηγώντας μαθηματικά στην ανάληψη της εξουσίας από το υποτιθέμενα «εκσυγχρονιστικό» κομμάτι της Αριστεράς.
5. Παρά τους αρχικούς αντιμνημονιακούς λεονταρισμούς της, η Αριστερά γνωρίζει καλά ότι για να διατηρηθεί στην εξουσία, αλλά και για να μην κηλιδώσει ανεξίτηλα την Ιστορία της, δεν θα πρέπει να συνδέσει το όνομά της με την οριστική χρεοκοπία της χώρας αλλά, αντίθετα, με την τελική έξοδο από την κρίση. Αυτό εξ ορισμού προϋποθέτει επιτυχία του προγράμματος διάσωσης, πράγμα όμως που οδηγεί σε συνέχιση και διεύρυνση των μνημονιακών υποχρεώσεων.
6. Ώσπου φτάνουμε στο παρανοϊκό δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015. Η κυβέρνηση κατά βάθος ελπίζει σε επικράτηση του «ΝΑΙ» έτσι ώστε να έχει δεδηλωμένη λαϊκή έγκριση για τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής, η οποία σύντομα θα επέφερε νέα σκληρά μέτρα. Πέφτει όμως μέσα στο λάκκο που η ίδια έσκαψε, αφού ο πάντα αφελής λαός κάνει τη δική του οιονεί επανάσταση ψηφίζοντας «ΟΧΙ»!
7. Οι δανειστές ούτε εξοργίζονται (παρά την «αγανάκτηση» Γιούνκερ) ούτε ανησυχούν. Γνωρίζουν ότι εκείνοι έχουν το πάνω χέρι και, επί πλέον, καλοδέχονται την επιβολή των capital controls, αφού έτσι αφενός ελέγχεται η εκροή κεφαλαίων από τις τράπεζες, αφετέρου ανοίγει ένας δρόμος αποτελεσματικότερου ελέγχου της φοροδιαφυγής μέσω της χρήσης πλαστικού χρήματος.
8. Η κυβερνώσα Αριστερά καλείται τώρα να διαχειριστεί ένα δικό της, εσωτερικό πρόβλημα πολιτικής αυτοσυντήρησης. Έχοντας ήδη απολέσει το ακραίο κομμάτι της, το οποίο την εγκατέλειψε μετά το «δικό της» μνημόνιο, έχει να αντιμετωπίσει και την έλλειψη αντοχών των βουλευτών της, που επικρίνονται από την κοινωνία για την αδιαμαρτύρητη ψήφιση όλων των μνημονιακών νόμων (η οποία κοινωνία, εν τούτοις, έχει αναδείξει και πάλι στην εξουσία την «μνημονιακή», πλέον, Αριστερά σε νέες εκλογές!).
9. Το μόνο που θα μπορούσε να σώσει τα προσχήματα και να αμβλύνει τις αντιδράσεις της ακραίας πτέρυγας του κόμματος είναι η διατήρηση (αν όχι η ενίσχυση) ενός αριστερού επαναστατικού προφίλ. Επανέρχεται η παραδοσιακή αριστερή δαιμονοποίηση του όρου «νόμος και τάξη» και επιβάλλεται ένα ιδιότυπο καθεστώς ανοχής στην ανομία, αν αυτή μπορεί να «σερβιριστεί» ως κοινωνικός ακτιβισμός που προωθεί τα επαναστατικά οράματα της Αριστεράς.
10. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης, η αριστερή κυβέρνηση αντιμετωπίζει με σχεδόν προκλητική χαλαρότητα τη δράση ομάδων «αντιεξουσιαστών», όχι μόνο αφήνοντάς τους να καίνε, να καταστρέφουν και να βιαιοπραγούν ανενόχλητα (το ίδιο έκαναν, ουσιαστικά, και οι προηγούμενες κυβερνήσεις) αλλά δίνοντάς τους επιπροσθέτως και πολιτική κάλυψη, αφού η ίδια η εξουσία αρνείται να καταδικάσει ευθέως ως εγκληματική τη δράση τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, μάλιστα, ακόμα και η ίδια η τρομοκρατία (που, ας μην κρυβόμαστε, έχει τις αφετηρίες της κυρίως στον «αντιεξουσιαστικό» χώρο) βαφτίζεται ως «πολιτική δράση» με «κοινωνικά» κίνητρα…
Ως αντίβαρο, λοιπόν, στην εκ των πραγμάτων «αστικοποίησή» της, και για λόγους διατήρησης της έξωθεν «καλής» μαρτυρίας, η Αριστερά έχει επιδείξει, ως εξουσία, μία προκλητικά ανεκτική (αν όχι ξεκάθαρα φιλική) στάση απέναντι σε έναν υποτιθέμενα αριστερό κοινωνικό εξτρεμισμό. Ως ανταπόδοση των καλών προθέσεων της εξουσίας απέναντί τους, οι ακραίες αυτές ομάδες περιορίζουν τη δράση τους σε πράξεις εντυπωσιασμού, κυρίως, που, όσο βίαιες και «κοστοβόρες» για την Πολιτεία κι αν είναι, δεν στρέφονται ευθέως κατά του πυρήνα του κυβερνητικού έργου. Πρόκειται, δηλαδή, για πράξεις αντιπερισπασμού που κατά βάθος διευκολύνουν την κυβέρνηση να προωθήσει το μνημονιακό μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα, διατηρώντας παράλληλα σχετικά ατσαλάκωτο το αριστερό της προφίλ!
Επιστρατεύοντας τώρα όσον κυνικό πραγματισμό διαθέτουμε, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι λαός και δανειστές είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο εκδοχές εξουσίας:
Από τη μία, ένα γνώριμο και σχετικά ευπρεπές – αλλά πολιτικά και ιστορικά φθαρμένο – «αστικό» καθεστώς, το οποίο θα αδυνατούσε να φέρει εις πέρας τις εκ των μνημονίων απορρέουσες μεταρρυθμίσεις, κάτω από τις κλιμακούμενες αντιδράσεις της κοινωνίας αλλά και την απειλή του χάους και της βίας οργανωμένων περιθωριακών ομάδων.
Από την άλλη, ένα νεανικό, άφθαρτο, συμπαθητικά λαϊκιστικό «αντισυστημικό» καθεστώς, το οποίο διέθετε την έξωθεν καλή μαρτυρία και, κυρίως, την απαιτούμενη ανοχή τόσο από την κοινωνία, όσο και από τους περιθωριακούς – οι οποίοι, άλλωστε, ανέκαθεν συγγένευαν ιδεολογικά με το αριστερό άκρο της παθογενούς αυτής εκδοχής της Αριστεράς. (Προς τιμήν της – το λέω και πάλι – η παραδοσιακή Αριστερά ουδέποτε επεδίωξε ή αποδέχθηκε τέτοιου είδους πολιτικές συγγένειες!)
Οι δανειστές γνώριζαν καλά ποιοι θα μπορούσαν να περάσουν αναίμακτα τους σκληρούς μεταρρυθμιστικούς νόμους που απαιτούσε το πρόγραμμα σωτηρίας. Το πολύ-πολύ, ίσως να καίγονταν πάλι λίγα τρόλεϊ, ή να γίνονταν θρύψαλα μερικές ακόμα βιτρίνες καταστημάτων, έτσι, για να τηρηθεί το έθιμο (εξ άλλου, τι ανάγκη έχει από λίγα σπασμένα κρύσταλλα η οδός Ερμού, το σύμβολο του πλουτοκρατικού καταναλωτισμού στη λαϊκή συνείδηση του Έλληνα;). Ή ίσως, για λόγους πολιτικής επίφασης, να έπρεπε να μπουν προσωρινά στο συρτάρι μερικές αληθινά προοδευτικές κατακτήσεις του «αστικού» συστήματος εξουσίας, όπως π.χ. ο εκσυγχρονισμός της ανώτατης εκπαίδευσης (και, ειδικά, η ουσιαστική κατάργηση του «πανεπιστημιακού ασύλου» της ανομίας).
Δεν φαντάζομαι πως θα χρειαστεί να εκπονηθούν διδακτορικές διατριβές για να αναλυθεί ένα φαινομενικό κοινωνιολογικό παράδοξο. Πώς στο καλό, δηλαδή, ένας λαός που τόσο μίσησε τον Σόιμπλε, έκανε εκείνες ακριβώς τις επιλογές που θα διευκόλυναν τους σχεδιασμούς του! Χωρίς πάντως να ανήκω ο ίδιος σε εκείνους που θα ονόμαζαν αυτούς τους σχεδιασμούς «σκοτεινούς» ή, έστω, αθέμιτα ιδιοτελείς…
Όση απέχθεια κι αν τρέφει κανείς, λοιπόν, για τον (συχνά χυδαίο) λαϊκισμό του παρόντος συστήματος εξουσίας, δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί πως άλλος δρόμος δεν υπήρχε για να αλλάξει πορεία η συγκεκριμένη χώρα με τον συγκεκριμένο λαό. Το μόνο που τώρα μένει να ελπίζουμε είναι πως, ίσως μαζί με τη χώρα, «μεταρρυθμιστεί» κάποτε και εκσυγχρονιστεί και το πολιτικό της σύστημα στο σύνολό του. Αυτό όμως μόνο η θέληση του ίδιου του λαού μπορεί να το επιβάλει. Τόσο αυτού που ψωνίζει στην οδό Ερμού, όσο κι εκείνου που απλά κοιτάζει τις βιτρίνες…