Πολιτικό «παράθυρο ευκαιρίας» για τη σύσταση ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου που θα αναλαμβάνει την οικονομική διάσωση κρατών-μελών και δεν θα τα οδηγεί στην «αγκαλιά» του ΔΝΤ βλέπει ο καθηγητής του American University
Ράνταλ Χένινγκ.
Ο αμερικανός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, συγγραφέας του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου «Tangled Governance: International Regime Complexity, the Troika and the Euro Crisis», τονίζει μιλώντας στο «Βήμα» ότι η μελέτη της δράσης της τρόικας σε όλες τις χώρες σε πρόγραμμα και ιδιαίτερα στην Ελλάδα καταδεικνύει ότι ουδείς από τους θεσμούς –δηλαδή το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Κομισιόν –αλλά ούτε και τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης ήταν επαρκώς έτοιμα να διαχειριστούν μια κρίση τέτοιου μεγέθους.
Σε ό,τι δε αφορά το κρίσιμο ερώτημα του αν έπρεπε ή όχι να γίνει αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ήδη από το 2010, ο κ. Χένινγκ απαντά ότι η τοξικότητα μιας τέτοιας απόφασης, σε συνδυασμό με την έλλειψη των κατάλληλων εργαλείων, την καθιστούσαν πολύ δύσκολη στη λήψη της. Ισως το σημαντικότερο λάθος που έκανε το ΔΝΤ, πάντα κατά τον κ. Χένινγκ, ήταν ότι δεν επέμεινε επαρκώς στην έγκαιρη δημιουργία εκ μέρους της ευρωζώνης των μηχανισμών εκείνων, όπως του ESM, που θα συνέτειναν στην καλύτερη διαχείριση των κρίσεων.
Πώς θα κρίνατε τη δράση και τη συνεργασία μεταξύ των θεσμών του ελληνικού προγράμματος, ειδικότερα σε σχέση με όσα συνέβησαν στις υπόλοιπες χώρες στις οποίες εφαρμόστηκαν προγράμματα προσαρμογής;
«Ολα τα προγράμματα, με την εξαίρεση του ελληνικού, έχουν αποκαταστήσει την ανάπτυξη και την πρόσβαση των κυβερνήσεων στις αγορές κεφαλαίου. Υπό αυτή την έννοια, έχουν αποδειχθεί επιτυχημένα. Η συνεργασία ανάμεσα στους θεσμούς, αν και όχι χωρίς λάθη, ήταν συνήθως αρκετά αποτελεσματική. Οι διαμάχες ήταν, νομίζω, αναμενόμενες. Το κλειδί ήταν κατά πόσο αυτές μπορούσαν να διευθετηθούν, και σε πολλές περιπτώσεις αυτό έγινε. Σε ορισμένα ζητήματα που τούτο δεν μπορούσε να συμβεί, τα κράτη-μέλη με θέση κλειδί ανέλαβαν κρίσιμο ρόλο για την υπέρβαση του αδιεξόδου.
Η ιστορική στήλη του Βήματος στο inbox σου
Γίνε μέλος του καθημερινού newsletter που αποκαλύπτει όσα συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο και απόκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο. »Μερικές φορές, το κράτος-κλειδί ήταν η Γερμανία και σε άλλες περιπτώσεις οι ΗΠΑ ή οι υπουργοί Οικονομικών του G7. Εχω περιγράψει τα διαδοχικά προγράμματα για την Ελλάδα ως «σύγκρουση τρένου» σε αργή κίνηση. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε λάθη των θεσμών. Οφείλεται όμως κυρίως στις αποφάσεις των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ευρωζώνης που στάθηκαν πίσω από αυτούς. Ούτε αυτές ούτε οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το ΔΝΤ υπήρξαν κατάλληλα εξοπλισμένοι να διαχειριστούν την πρόκληση που έθεταν η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και η εύθραυστη υποστήριξη στα προγράμματα. Υπήρξαν διαφορές στο εσωτερικό του ΔΝΤ, όπως και στους υπόλοιπους θεσμούς. Στο Διοικητικό του Συμβούλιο, πολλές από τις εκτός Ευρώπης χώρες εξέφρασαν την αντίθεσή τους σε αυτό που θεώρησαν ως προνομιακή μεταχείριση των ευρωπαϊκών χωρών σε πρόγραμμα –κρίνοντας από τις δικές τους εμπειρίες στην κρίση χρέους στη Λατινική Αμερική και στη χρηματοπιστωτική κρίση της Ασίας.
»Στους κόλπους της γραφειοκρατίας του Ταμείου, το Ευρωπαϊκό Τμήμα διαφοροποιήθηκε ορισμένες φορές από τα υπόλοιπα τμήματα. Οι διαφορές εντός ΔΝΤ υπήρξαν ιδιαίτερα αιχμηρές σχετικά με τη διαχείριση του ελληνικού χρέους. Πολλοί από όσους ενεπλάκησαν δέχθηκαν τόσα πλήγματα από την εσωτερική αντιπαράθεση που εξακολουθούν να αρνούνται να συζητήσουν το θέμα».
Θα μπορούσατε να μας επισημάνατε τα λάθη που διεπράχθησαν, κυρίως από το ΔΝΤ, από το 2010 και μετά, σε σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα;
«Αυτά τα λάθη θα μπορούσαν να χωριστούν σε πέντε κατηγορίες:
α) Το ΔΝΤ και η Κομισιόν υποεκτίμησαν σοβαρότατα, κατά την έναρξη του προγράμματος, τον δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή και κατ’ επέκταση το συσταλτικό αποτέλεσμα της δημοσιονομικής λιτότητας στην ελληνική οικονομία.
β) Η τρόικα υπήρξε αφελής σε ό,τι αφορά την ελληνική πολιτική και ειδικότερα την ικανότητα των κυβερνήσεων να φέρουν αποτελέσματα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στις ιδιωτικοποιήσεις.
γ) Τον Οκτώβριο του 2010, στην Ντοβίλ της Γαλλίας, η καγκελάριος Μέρκελ και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Σαρκοζί ανακοίνωσαν ότι οι ιδιώτες πιστωτές πρέπει να υφίστανται κούρεμα προτού δοθεί δημόσια χρηματοδότηση σε μελλοντικά προγράμματα. Αυτή η διακήρυξη έπληξε τις αγορές κεφαλαίου και κατέστησε αναπόφευκτη την αναδιάρθρωση χρέους του 2012.
δ) Η απόφαση για τη μη αναδιάρθρωση του χρέους στην αρχή του προγράμματος είναι το σημείο επί του οποίου το ΔΝΤ και η τρόικα έχουν δεχθεί την ισχυρότερη κριτική. Αν υπήρχε ένας μηχανισμός για την ανάσχεση της μόλυνσης που θα προκαλούσε ένα τέτοιο σοκ στις αγορές ομολόγων, η αναδιάρθρωση θα αποτελούσε εξαρχής την καλύτερη πορεία. Δεν υπήρχε όμως τέτοιος μηχανισμός, οπότε πλέον το ερώτημα ήταν ποια θα αποτελούσε τη δεύτερη καλύτερη επιλογή. Η άποψη καθενός εξαρτάται από την εκτίμηση της τοξικότητας της μόλυνσης που θα είχε ακολουθήσει και οι ειδικοί νομιμοποιούνται να διαφωνήσουν στο σημείο αυτό.
ε) Αναδρομικά, το ΔΝΤ θα έπρεπε να επιμείνει σε συγκεκριμένες πολιτικές για όλη την ευρωζώνη –τραπεζική ένωση, πλήρης ανάμειξη της ΕΚΤ και δημιουργία του ESM –ήδη από το ξέσπασμα της κρίσης, ως όρο για την παροχή βοήθειας. Μόνο στο μέσον της κρίσης κατέστη σαφές ότι όλα αυτά ήταν απαραίτητα. Το ΔΝΤ έχει πλέον πάρει το μάθημά του και θα πρέπει να αναμένεται ότι μελλοντικά θα θέτει όρους κρίσιμους για την επιτυχία ενός προγράμματος ώστε να εμπλακεί σε πολιτικές που αφορούν την ΕΕ».
Γιατί το ΔΝΤ δεν αποφάσισε να πιέσει περισσότερο για ελάφρυνση χρέους το 2012 και έμεινε ικανοποιημένο με μια μάλλον ασαφή δέσμευση από το Eurogroup;
«Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι το ΔΝΤ πίεσε αρκετά σκληρά για ισχυρότερες δεσμεύσεις περί ελάφρυνσης χρέους από τους επίσημους ευρωπαίους πιστωτές μετά το PSI του 2012. Ωστόσο, και παρά το γεγονός ότι έχει τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη χρηματοδότηση, όπως έπραξε αργότερα κατά την έναρξη του τρίτου προγράμματος, το Ταμείο έχει, σε τελική ανάλυση, λιγότερους μοχλούς για να εξαναγκάσει τους επίσημους πιστωτές να προσφέρουν ελάφρυνση. Η απόφαση για κάτι τέτοιο βρίσκεται τελικά στα χέρια του Βερολίνου και των υπόλοιπων ευρωπαϊκών πρωτευουσών».
Με βάση την έρευνά σας, γιατί το ΔΝΤ και το Βερολίνο αποφάσισαν να πιέσουν τόσο πολύ την κυβέρνηση Σαμαρά το 2014;
«Υπήρξε μια ανταλλαγή απόψεων ανάμεσα στους θεσμούς σχετικά με το πόσο σκληρά έπρεπε να πιέσουν την κυβέρνηση Σαμαρά στο δεύτερο εξάμηνο του 2014. Οπως σωστά επισημαίνετε, το ΔΝΤ, με την υποστήριξη του Βερολίνου, αποφάσισε τελικά να μη χαλαρώσει τις απαιτήσεις του –και αυτό επειδή οι αξιωματούχοι του Ταμείου πίστευαν ότι ήταν ανάρμοστο να συμβεί αυτό ή επειδή πίστευαν ότι αν το έπρατταν θα ήταν αναποτελεσματικό. Ηθελαν να διασφαλίσουν την πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων πριν από την εκπνοή του δεύτερου προγράμματος που πλησίαζε. Ενα ενδιαφέρον ερώτημα είναι βέβαια αν τώρα εύχονται να είχαν λάβει μια διαφορετική απόφαση, δεδομένης της εμπειρίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ».
Πώς θα εκτιμούσατε τον ρόλο της κυβέρνησης Ομπάμα κατά τη διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη, ιδιαίτερα αναφορικά με την Ελλάδα;
«Ο ίδιος ο πρόεδρος Ομπάμα, αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου και δύο αμερικανοί υπουργοί Οικονομικών υπήρξαν πολύ εποικοδομητικοί κατά τη διάρκεια της κρίσης. Ορισμένες φορές πίεσαν την Ελλάδα για περισσότερες μεταρρυθμίσεις, ορισμένες φορές τους πιστωτές για υποχωρήσεις, αλλά κυρίως επεδίωξαν να φέρουν τις εμπλεκόμενες πλευρές σε συμφωνία. Η αποφυγή μιας αστάθειας στις διεθνείς χρηματαγορές ήταν ασφαλώς προς το συμφέρον των ΗΠΑ, αλλά οι Αμερικανοί ήθελαν ειλικρινά μια ευρωζώνη και μια ΕΕ που θα λειτουργούν καλά.
»Ειδικότερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η κυβέρνηση Ομπάμα έλαβε τη σωστή στάση, υποστηρίζοντας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και την εμπλοκή του ΔΝΤ και επιχειρηματολογώντας υπέρ μιας αναπτυξιακής στρατηγικής όταν η λιτότητα κατέστη αντιπαραγωγική. Πίεσαν επίσης τους ευρωπαίους πιστωτές και κυρίως τη Γερμανία αρκετά έντονα στο θέμα τη ελάφρυνσης του χρέους. Τώρα, η αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων είναι άλλο ζήτημα. Η αμερικανική κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να πιέσει το Βερολίνο πέραν ενός ορισμένου σημείου για μια εγκαιρότερη ελάφρυνση χρέους. Ούτε υπήρξε αποτελεσματική ώστε να σπρώξει την Αθήνα να μείνει σταθερή στο πρόγραμμα όταν η διατήρηση ενός συνασπισμού που το στήριζε στο Κοινοβούλιο κατέστη δύσκολη, ιδιαίτερα το 2015».
Στην Ευρώπη έχει πλέον διαδοθεί η άποψη ότι το ΔΝΤ δεν συνιστά πλέον αξιόπιστο εταίρο. Αυτή ενισχύεται από την ασυνεπή στάση της κυβέρνησης Τραμπ. Βλέπετε εσείς το ενδεχόμενο οι Ευρωπαίοι να στραφούν μελλοντικά ξανά στο ΔΝΤ για συνδρομή;
«Παρά το γεγονός ότι το ΔΝΤ εδρεύει στην Ουάσιγκτον, υπάρχει ορισμένες φορές αξιοσημείωτη απόσταση μεταξύ της διοίκησης, από τη μία πλευρά, του προσωπικού και της αμερικανικής κυβέρνησης από την άλλη. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι η απρόβλεπτη στάση του Ντόναλντ Τραμπ κάνει το ΔΝΤ λιγότερο αξιόπιστο. Αυτή τη στιγμή, το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών εμφανίζεται να υποστηρίζει την «κατ’ αρχήν έγκριση» του τρίτου ελληνικού προγράμματος. Ωστόσο, η ομάδα των μη ευρωπαϊκών χωρών ενδέχεται να αυξήσει το κόστος της εμπλοκής του ΔΝΤ. Δεύτερον, εφόσον οι Ευρωπαίοι συμφωνήσουν συλλογικά να προχωρήσουν μόνοι τους στην εφαρμογή ενός μελλοντικού προγράμματος, θα πρέπει να δημιουργήσουν έναν θεσμό στον οποίο θα έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από αυτή που σήμερα έχουν προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μέχρι αυτό να συμβεί, τουλάχιστον μία χώρα είναι πιθανό να ζητήσει την εμπλοκή του ΔΝΤ».
Πιστεύετε ότι είναι εφικτή η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου (ΕΝΤ);
«Θα ήταν εφικτή και επιθυμητή. Ωστόσο, για να είναι αποτελεσματική πρέπει να υπερπηδηθούν πολιτικές αντιστάσεις. Αρκετοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι αλλά και δεξαμενές σκέψεις έχουν προτείνει τη συγκέντρωση των οικονομικών πόρων του ESM μαζί με προσωπικό και τεχνικούς πόρους από την Κομισιόν για τη δημιουργία του ΕΝΤ ή ενός εμβρυϊκού υπουργείου Οικονομικών της ευρωζώνης. Για να είναι όμως το ΕΝΤ αποτελεσματικό, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί ο κανόνας της ομοφωνίας στη λήψη απόφασης για χορήγηση οικονομικής βοήθειας και να αντικατασταθεί από ενισχυμένη πλειοψηφία. Με τον τρόπο αυτόν, το ΕΝΤ θα αποφύγει να καταστούν οι οικονομικές διασώσεις όμηροι της εσωτερικής πολιτικής των κρατών-πιστωτών. Τα εθνικά κοινοβούλια θα εξακολουθήσουν να έχουν λόγο στην έγκριση των συνεισφορών στο νέο Ταμείο, αλλά δεν θα χρειάζεται να εμπλέκονται στη χορήγηση των δόσεων κάθε προγράμματος ξεχωριστά, όπως συμβαίνει σήμερα σε ορισμένες χώρες».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ