Η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί τελικά να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι υπήρξε ζωή και πριν από αυτή. Ούτε με το γεγονός ότι η πραγματικότητα ψαλιδίζει τα σχέδιά της και αποψιλώνει γαλήνια και υπομονετικά φαντασίες και μύθους.
Οι κυβερνητικοί ενεργούν ωσάν να θέλουν να αναδείξουν τον εαυτό τους στα μεγάλα «συμβαίνοντα» της Ιστορίας. Αυτοκατατάσσονται στα κοσμοϊστορικά γεγονότα που αλλάζουν τη μεγάλη ροή. Γι’ αυτό απευθύνονται σε εμάς τους ανυποψίαστους και ανίδεους με ύφος σχεδόν βιβλικό, με λόγο εκστασιακό, με πράξη υποτιμητική και επιτιμητική, κατά τον τρόπο κάθε ιδανικού ψευδοπροφήτη.
Το στοιχείο αυτό είναι το μέτρο της διανόησής τους. Και μόνο αυτό εξηγεί τις κυβερνητικές συμπεριφορές από τα «σκοτεινά χάσματα» της δήθεν σκληρής διαπραγμάτευσης του α’ εξαμήνου του 2015, μέχρι τη σημερινή τακτική προσαρμογή στον «κληρονομημένο κόσμο».
Οταν κανείς πιστεύει ότι είναι το «πνεύμα της ιστορίας» –πέραν του γελοίου του πράγματος –είναι λογικό να επικαλείται «θεσμικά εμπόδια» στο μεγάλο κοσμοϊστορικό έργο του. Και έτσι διαβάζει συνεπώς τους κανόνες, με τον δικό του τρόπο. Δεν υπάρχει κριτήριο υπέρτερο από το φωτεινό κυβερνητικό σχέδιο!
«Καταλύετε τους θεσμούς» ακούμε να διατυπώνεται η μομφή κατά της κυβέρνησης. Θα μπορούσε και αυτός να είναι ένας στόχος, αν ήταν δυνατόν να νοηθεί. Το «πνεύμα της Ιστορίας» όμως έχει μέσα του πάντα και μια πανουργία. Εχει επεξεργαστεί στη διαδρομή νέες μεθόδους. Ετσι δεν χρειάζεται να καταλύσει τους θεσμούς, μπορεί απλώς, καταπατώντας το πνεύμα τους, να τους εντάξει στο σχέδιο. Το αστικό πολιτικό πλαίσιο προσφέρεται.
Ψηφίδα-ψηφίδα, βήμα-βήμα, αλλού ορατά, αλλού αόρατα, το σχέδιο προχωράει –όσο γίνεται αθόρυβα –τον βηματισμό του, πριν από την τελική νικητήρια μάχη.
Η αντίληψη αυτή καθεστωτικής κυριαρχίας στην ιστορική φάση που διανύουμε, στην Ελλάδα του 2017, προσκρούει στον «κληρονομημένο» κόσμο.
Εάν οι θεσμοί ως εμπόδια μπορούν να «καταλυθούν», υπάρχει κάτι που στον πυρήνα του δεν μπορεί να καταλυθεί. Είναι το ίδιο το κοινωνικό σώμα. Αυτό που φέρει μέσα του την πραγματική ιστορία, που φέρει τον υπαρκτό εαυτό του. Τις σχέσεις, τις εμπειρίες, τις παραστάσεις της συνείδησης. Τη μνήμη. Που ακόμη και μέσα στις πιο καταλυτικές αντιφάσεις τους διατηρεί τη δυνατότητα διάκρισης καμιά φορά, της αλήθειας της έσχατης ώρας.
Και αυτό το κοινωνικό σώμα δεν υπάρχει καμιά εξουσία ικανή να το καταλύσει ούτε καμιά μικρή ή μεγάλη πραξικοπηματική πράξη να το καταστείλει ή να το διαγράψει. Ούτε να το κατασκευάσει από την αρχή.
Και αυτό το κοινωνικό σώμα, όταν «συναρμολογήσει τα λόγια του» και μιλήσει «για το ναυάγιο αυτό», τότε μπροστά του θα γίνει καπνός «το πνεύμα της Ιστορίας» και θα διαλυθεί στα μεγάλα μήκη και στα μεγάλα πλάτη.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ