Ο 47χρονος Νικόλας Κατσάνης, διευθυντής του Κέντρου Μοντελοποίησης Ανθρώπινων Νοσημάτων και καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας και Παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο Duke των ΗΠΑ, λείπει εδώ και δεκαετίες από τη χώρα μας –αποφοίτησε από τo University College του Λονδίνου, εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του στο Imperial College και μετά πέρασε από διαφορετικά εξέχοντα πανεπιστήμια των ΗΠΑ, προτού βρεθεί στο Πανεπιστήμιο Duke όπου εργάζεται από το 2009 -, ωστόσο δηλώνει στο «Βήμα» ότι «μόνο στην Ελλάδα νιώθω ότι κάπου ανήκω, οπουδήποτε αλλού νιώθω επισκέπτης». Τ
ην ίδια στιγμή όμως, επειδή πέρα και πάνω απ’ όλα «ανήκει» στην πρωτοποριακή έρευνά του επάνω στα γονίδια που είναι ένοχα για τα κληρονομικά νοσήματα των νεογνών και των πολύ μικρών παιδιών, συνεχίζει να δίνει τις καθημερινές επιστημονικές μάχες του με ορμητήριό του τις ΗΠΑ, «μια χώρα στην οποία οι καλές ιδέες πάνε μπροστά αξιοκρατικά», όπως λέει.
Λίγο προτού βρεθεί στις Κυκλάδες για να χαρεί τον ήλιο και τη θάλασσα με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του, μιλήσαμε με τον κ. Κατσάνη για τη μεγάλη διάκριση της ASHG η οποία του ανακοινώθηκε πριν από μερικές ημέρες (η τελετή βράβευσης θα λάβει χώρα τον προσεχή Οκτώβριο), για τα σπάνια σύνδρομα με τα πολύπλοκα ονόματα με τα οποία καταπιάνεται (που όμως, όπως θα δείτε, αποκαλύπτουν πολλά για πολύ πιο κοινές νόσους) και για το όραμά του για ένα μέλλον όπου η επιστήμη και η κοινωνία δεν θα ασχολούνται μόνο με τις ασθένειες των μεγάλων (επειδή αυτό βολεύει από πολλές απόψεις και κυρίως από οικονομική), αλλά θα δίνουν εξίσου έμφαση στην καλή υγεία των μικρών, του… μεγάλου μέλλοντός μας.
Περνώντας τώρα στο διά ταύτα, στους λόγους για τους οποίους ο έλληνας επιστήμονας κρίθηκε άξιος για αυτή τη διάκριση που φέρει το όνομα του μεγάλου γενετιστή Curt Stern (1902-1981), πρωτοπόρου στη ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης, αναφέρεται στον καθημερινό πολύωρο αγώνα που δίνει με την ομάδα του προκειμένου να φέρει στο φως γονίδια και τη σύνδεσή τους με κληρονομικά νοσήματα. «Οι βασικοί μας στόχοι είναι η καλύτερη διάγνωση, το να δούμε τι συμβαίνει από βιοχημική άποψη στον οργανισμό όσων πάσχουν από γενετικές νόσους και τελικώς όλα αυτά να συμβάλουν ώστε να μάθουμε σε ποιους ασθενείς μπορούμε να παρέμβουμε και με ποιον τρόπο».
Σε αυτά τα μοντέλα ζώων η ομάδα «ανάβει» και «σβήνει» γονίδια κατά βούληση ώστε να μελετήσει την έκφραση ή, αντιθέτως, τη μη έκφρασή τους και τις επιπτώσεις στο σώμα. Μάλιστα ένα καινοτόμο απεικονιστικό πρόγραμμα που αναπτύχθηκε στο Κέντρο επιτρέπει στους επιστήμονες να «σαρώνουν» σε πραγματικό χρόνο το κάθε ψάρι-ζέβρα ώστε να ελέγχουν τα αποτελέσματα των διαφόρων γενετικών παρεμβάσεων στον οργανισμό. Με τέτοια πρωτοποριακά μέσα ταυτοποιούνται ολοένα και περισσότερα γονίδια που συνδέονται με γενετικές διαταραχές.
Τέτοιες διαταραχές είναι μεταξύ άλλων η πολυκυστική νόσος των νεφρών, κάποιες μορφές εκφύλισης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα του ματιού που οδηγούν σε προοδευτική τύφλωση, η πολυδακτυλία, παθήσεις του γεννητικού συστήματος, παθήσεις του οσφρητικού συστήματος. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, μελέτες συνδέουν τους κροσσούς και με νόσους που μάλλον δεν θα φανταζόμασταν, ή για την ακρίβεια πολύ πιο κοινές από αυτές που φανταζόμασταν: παχυσαρκία, διαβήτης, ψυχιατρικά νοσήματα όπως η σχιζοφρένεια. Μάλιστα, όπως όλα δείχνουν, ο κατάλογος των κροσσοπαθειών φαίνεται ότι συνεχώς θα μεγαλώνει. «Και αυτό είναι επόμενο, καθώς αποδείχθηκε τελικώς ότι οι κροσσοί παίζουν τεράστιο ρόλο στην εξέλιξη και στην ανάπτυξη του ανθρώπινου οργανισμού αλλά και στη συνεχή λειτουργία του» επισημαίνει ο έλληνας καθηγητής του Duke.
Στον δυτικό κόσμο το ΒΒS απαντάται σε έναν στους 125.000 ανθρώπους, ωστόσο σε χώρες όπως το Κουβέιτ ή η Σαουδική Αραβία είναι πολύ πιο κοινό, με συχνότητα εμφάνισης μιας περίπτωσης ανά 24.000 άτομα. Σύμφωνα με τον καθηγητή, «η αναζήτηση μεταλλάξεων σχετικά με το σύνδρομο αυτό μάς έχει ανοίξει νέους δρόμους σε ό,τι αφορά την ερευνητική προσέγγιση πολύ περισσότερων γενετικών διαταραχών αλλά και της μελλοντικής παρέμβασης για την αντιμετώπισή τους».
Με ποιον τρόπο; «Προσπαθήσαμε να βρούμε απάντηση στο πώς δύο παιδιά της ίδιας οικογένειας με το ίδιο σύνδρομο εμφανίζουν πολλές φορές νόσο πολύ διαφορετικής βαρύτητας, για παράδειγμα το ένα εκδηλώνει πλήθος συμπτωμάτων ενώ στο δεύτερο η νόσος είναι σχετικώς ήπια. Επειτα από ενδελεχή μελέτη καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ακόμη και στις μονογονιδιακές διαταραχές δεν παίζει ρόλο αποκλειστικώς η αρχική μετάλλαξη αλλά και άλλες συμπληρωματικές μεταλλάξεις. Πρόκειται για ένα «γονιδιακό οικοσύστημα» μέσα στο οποίο υπάρχουν επιβαρυντικά γονίδια αλλά και άλλα που λειτουργούν προστατευτικά «θωρακίζοντας» τους ασθενείς από αρνητικές επιδράσεις. Είναι αυτό που ονομάζω 1+1=0. Μια αρνητική επίδραση δηλαδή εξουδετερώνεται από μια θετική» λέει ο κ. Κατσάνης. Με βάση αυτό το σκεπτικό, η στρατηγική είναι να βρεθούν μέθοδοι οι οποίες αντί να διορθώνουν το ελαττωματικό γονίδιο, κάτι που είναι δυσκολότερο, θα ενισχύουν τα προστατευτικά γονίδια, μειώνοντας έτσι τις αρνητικές επιδράσεις και τελικώς τα συμπτώματα.
«Στο εργαστήριό μας εξετάζουμε κυρίως υπάρχοντα φάρμακα για πιθανές νέες δράσεις ενάντια σε γενετικές διαταραχές. Και αυτό διότι με τον συγκεκριμένο τρόπο το κόστος ανάπτυξης ενός φαρμάκου είναι πιο χαμηλό, ενώ παράλληλα, με δεδομένο ότι πρόκειται για δοκιμασμένες ουσίες που έχουν δείξει την ασφάλειά τους, μειώνεται σημαντικά ο χρόνος μέχρις ότου φθάσουν οι νέες θεραπείες στους ασθενείς». Μάλιστα ο κ. Κατσάνης μάς πληροφορεί ότι έχει ήδη εντοπίσει ένα-δύο ελπιδοφόρα τέτοια φάρμακα για γενετικά νοσήματα αλλά σε αυτή τη φάση δεν είναι σε θέση να μπει σε λεπτομέρειες.
Αλληλούχηση του γονιδιώματος σε όλα τα παιδιά;
Ο κ. Κατσάνης που «συνομιλεί» με το ανθρώπινο γονιδίωμα κάθε ημέρα, επί 12 ώρες την ημέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα μέσα στο εργαστήριό του θεωρεί ότι κάποια ημέρα θα πρέπει να γίνεται αλληλούχηση του γονιδιώματος στο κάθε παιδί μετά τη γέννησή του. Μια άποψη βέβαια που γνωρίζει και ο ίδιος ότι εγείρει πολλά βιοηθικά ζητήματα. «Στο μέλλον η αλληλούχηση του γονιδιώματος σε ευρεία κλίμακα θα αποτελεί κοινό τόπο, αφού θα μπορεί να δείξει στον καθένα δρόμους ώστε να ζήσει μια καλύτερη, υγιέστερη και μακρύτερη ζωή. Σίγουρα δημιουργούνται όμως πολλά ερωτήματα, ανακύπτουν ζητήματα τα οποία ήδη συζητούνται. Και έτσι πρέπει να γίνει: η πρόοδος της επιστήμης γεννά ήδη συζητήσεις σχετικά με το πώς πρέπει να γίνεται με τον καλύτερο τρόπο η διαχείριση της γενετικής πληροφορίας, ποια όρια πρέπει να μπουν».
Προς το παρόν πάντως οι ελλιπείς γνώσεις μας σχετικά με τη λειτουργία του γονιδιώματος μάς καθιστούν «ημιμαθείς», παραδέχεται ο καθηγητής. «Για τον λόγο αυτόν άλλωστε δεν έχω προχωρήσει σε αλληλούχηση του γονιδιώματός μου ούτε εκείνου των παιδιών μου. Οταν φθάσουν όμως στα 18 και το ζητήσουν, θεωρώ ότι είναι δικαίωμά τους να λάβουν αυτές τις πληροφορίες αφού το επιθυμούν». Μέχρι στιγμής τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του, επίσης γενετίστρια, αμερικανικής καταγωγής, στο Πανεπιστήμιο Duke, έχουν υποβληθεί μόνο σε ανάλυση γονοτύπου (ανάλυση περιοχών του γονιδιώματος που φέρουν γονιδιακές παραλλαγές οι οποίες μπορούν να παρέμβουν στη λειτουργία των πρωτεϊνών).
Τι έδειξε αυτή η ανάλυση; «Οπως λέω στους φίλους μου, η γνώση που αποκόμισα με καθιστά «τουρίστα» του γονιδιώματός μου και voyeur του γονιδιώματος της γυναίκας μου». Με τον ποιητικό αυτόν τρόπο (δεν είναι τυχαίο ότι στις ελάχιστες ελεύθερες ώρες του ο κ. Κατσάνης γράφει ποίηση) ο καθηγητής υπογραμμίζει ότι είναι
μακρύς ακόμη ο δρόμος προτού καταλάβουμε καλά τι μας λέει το γονιδίωμά μας και το χρησιμοποιήσουμε υπέρ μας…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ