24η Ιουλίου 1974, μέρα τερματισμού της πολιτικής ανωμαλίας της 21ης Απριλίου 1967. Πέρασαν 43 χρόνια και το «τείχος» της ντροπής στην Κύπρο μαζί με τον τουρκικό στρατό κατοχής παραμένουν για να προκαλούν και να μας θυμίζουν τις συνέπειες του εγκληματικού έργου των πραξικοπηματιών στη Δημοκρατία μας και στο σώμα και την ψυχή του Κυπριακού Ελληνισμού.

Συμβολική και ουσιαστική η μέρα αυτή:

Εορτασμός για την αποκατάσταση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος, αλλά και πένθος εθνικό ταιριάζει αυτή την επέτειο. Για μία ακόμη φορά η επίλυση του Κυπριακού απέτυχε και το χρέος μας παραμένει ανεκπλήρωτο. Οι προκλήσεις των Τούρκων συνεχίζονται στο Αιγαίο με συνεχείς παραβιάσεις και στην Κύπρο, με παρενοχλήσεις και δημιουργία τετελεσμένων. Οι δε δηλώσεις τους προσβάλουν τη διεθνή τάξη πραγμάτων.

Μονάχη έγνοια η Δημοκρατία μας σ’ ένα ταραγμένο και συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Οι εχθροί της καιροφυλακτούν παντού. Οι νοσταλγοί των συνταγματαρχών ξαναζωντάνεψαν σαν τους βρικόλακες μέσα στη νύχτα. Βίαιοι, ξενοφοβικοίκαι προκλητικοί προσβάλουν το δημοκρατικό αίσθημα και τη νομιμότητα. Από το 340 π.χ ο αξεπέραστος και μοναδικός ορισμός της Δημοκρατίας από τον μέγιστο Θουκυδίδη στον Επιτάφιο του Περικλή, συνεχίζει να φωτοδοτεί την οικουμένη.

«Το πολίτευμα πού ἔχομε σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα, εἴμαστε πολύ περισσότερο ἐμεῖς παράδειγμα για τους ἄλλους παραμιμητές τους. Το πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ἀσκοῦν λίγοι πολίτες, αλλά ὅλος ο λαός. Ὅλοι οἱ πολίτες εἶναι ἴσοι μπροστά στον νόμο για τις ἰδιωτικές τους διαφορές.

Και μπροστά στους νόμους, ως προς τις ιδιωτικές τους διαφορές, όλοι οι πολίτες έχουν τα ίδια δικαιώματα, ενώ για την προσωπική τους ανάδειξη, καταπώς ξεχωρίζει ο καθένας σε κάτι προτιμάται στα δημόσια αξιώματα, όχι τόσο για τη σειρά του, όσο περισσότερο για την προσωπική του ικανότητα· ούτε πάλι κάποιος, εξαιτίας της φτώχειας του, και ενώ μπορεί να κάνει κάτι καλό στην πόλη, εμποδίζεται από την ασημότητα της κοινωνικής του θέσης. Τις σχέσεις μας με την πολιτεία τις διέπει η ελευθερία, αλλά και στις καθημερινές μας ενασχολήσεις είμαστε απαλλαγμένοι από την καχυποψία μεταξύ μας, δίχως να αγανακτούμε με τον γείτονά μας, αν κάνει κάτι που τον ευχαριστεί, ούτε παίρνουμε απέναντί του το ύφος του πειραγμένου, πράγμα που μπορεί βέβαια να μην τον βλάπτει, σίγουρα όμως τον στενοχωρεί. Και ενώ στις ιδιωτικές μας σχέσεις δεν ενοχλούμε ο ένας τον άλλο, στη δημόσια ζωή δεν παρανομούμε πολύ περισσότερο από εσωτερικό σεβασμό, υπακούοντας σε αυτούς που κάθε φορά διοικούν την πόλη και στους νόμους, ιδιαίτερα σε εκείνους από αυτούς που ισχύουν για την προστασία των αδικημένων και σε όσους, παρότι άγραφοι, προκαλούν αναμφισβήτητη ντροπή (στους παραβάτες)».

Και για την πόλη και τους πολίτες αναφέρει:

«Ούτω δε η πόλις μας είναι αξία θαυμασμού, όχι μόνον ως προς τούτο, αλλά και υπό άλλας ακόμη επόψεις. Διότι είμεθα ερασταί του ωραίου, αλλά και φίλοι συγχρόνως της απλότητος, και καλλιεργούμεν το πνεύμα μας χωρίς θυσίαν του ανδρισμού μας. Ο πλούτος, εξ άλλου, μας χρησιμεύει ως ευκαιρία μάλλον προς εκτέλεσιν έργων, παρά ως ελατήριον κομπορρημοσύνης. Ούτε θεωρούμεν εντροπήν την ομολογίαν της πενίας, αλλά μεγαλυτέραν εντροπήν το να μη καταβάλλη κανείς κάθε προσπάθειαν δια να την διαφύγη. Εις την πόλιν μας, άλλωστε, εκείνοι που επιμελούνται τας προσωπικάς των υποθέσεις δεν αμελούν δια τούτο τας δημοσίας, και μολονότι άλλοι μεν είναι απησχολημένοι εις τούτο, άλλοι δε εις εκείνο το επιτήδευμα, όλοι εννοούν επαρκώς τα πολιτικά πράγματα. Διότι μόνοι ημείς εκείνον που δεν μετέχει εις αυτά θεωρουμεν όχι φιλήσυχον, αλλ’ άχρηστον πολίτην, και εφόσον δεν λαμβάνομεν οι ίδιοι την πρωτοβουλίαν των ληπτέων αποφάσεων, κρίνομεν τουλάχιστον ορθώς περί των μέτρων, τα οποία άλλοι εισηγούνται, πιστεύοντες ότι τα έργα ζημιώνει όχι η συζήτησις, αλλά το να μη διαφωτισθή κανείς προηγουμένως δια της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως. Διότι και κατά τούτο διαφέρομεν τωόντι πολύ από τους άλλους, ότι είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν και σύγχρονως μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν, ενώ εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν. Εκείνοι, άλλωστε, θα εθεωρούντο δικαίως ως έχοντες μεγίστην ευψυχίαν όσοι, μολονότι έχων καθαρωτάτην αντίληψιν και των δεινών του πολέμου και των τερπνών της ειρήνης, δεν υποχωρούν, εν τούτοις, απέναντι των κινδύνων. Και ως προς την ευγένειαν ακόμη των αισθημάτων μας απέναντι των άλλων, ευρισκόμεθα εις αντίθεσιν προς τους πολλούς. Διότι τους φίλους μας επιδιώκομεν ν’ αποκτήσωμεν όχι ευεργετούμενοι από αυτούς, αλλ’ ευεργετούντες αυτούς. Καθόσον ο ευεργετήσας είναι φίλος ασφαλέστερος από τον ευεργετούμενον, διότι επιδιώκει δια της συνεχίσεως της προς αυτόν ευμενείας να διατηρήση την ευγνωμοσύνην του. Ενώ ο ευεργετηθείς είναι μάλλον αδιάφορος φίλος, καθόσον γνωρίζει ότι θ’ ανταποδώση την προς αυτόν χάριν όχι ως εύνοιαν, αλλ’ ως εξόφλησιν χρέους. Και μόνοι αφόβως ωφελούμεν άλλους όχι από υπολογισμόν δια το ιδικόν μας υλικόν συμφέρον, αλλ’ από εμπιστοσύνην προς το ελευθέριον πνεύμα, από το οποίον εμπνεόμεθα.».

Ο απόηχος των λόγων του Θουκυδίδη έχει περάσει στο DNA της φυλής μας. Οι συμπολίτες μας παρά τα δεινά της οικονομικής κρίσης «απλόχερα» και με «φιλελεύθερη γενναιοδωρία», εξέφρασαν την αγάπη τους και τη φιλοξενία στα κύματα των προσφυγών και μεταναστών. Η φιλοξενία συνεχίζει να αποτελεί ένα μοναδικό φαινόμενο της φυλής και του έθνους μας, παρά τις παραφωνίες και την ξενοφοβία που απλώνεται στην Ε.Ε.

Μονάχη έγνοια η Δημοκρατία μας, την οποία απειλούν και καιροφυλακτούν πολλοί εχθροί οι οποίοι θέλουν να την ελέγχουν και να την περιορίζουν. Στη σημερινή συγκυρία έχουμε πολλά μέτωπα ανοιχτά:
Έχουμε ένα τεράστιο έλλειμμα που φτωχαίνει τη Δημοκρατία μας. Έχουμε παραδώσει τους κανόνες νομικής φύσης, που προσδιορίζουν την κοινωνικό – οικονομική ζωή των πολιτών στους δανειστές και είναι ότι το χειρότερο για την κυριαρχία της Δημοκρατίας.

Η κοινωνική κατάσταση σ’ αυτή τη συγκυρία (φτώχεια, λιτότητα, ανεργία) μας έχει οδηγήσει σε μεγάλο έλλειμμα συμμετοχής των πολιτών. Κινδυνεύει έτσι η Δημοκρατία μας από Πολίτευμα των πολλών να μετασχηματιστεί σε Πολίτευμα των ολίγων. Οδηγούμαστε σε ολιγαρχικά Πολιτεύματα. Οι οικονομικές εξουσίες καιροφυλακτούν. Όταν οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί χάνουν τη δυναμική τους, έρχονται στο προσκήνιο οι οικονομικοί παράγοντες και οι δυνάμεις της αγοράς για να κυριαρχήσουν στο σώμα της Δημοκρατίας και να περιορίσουν το θαυμαστό έργο της, όπως το περιγράφει ο Θουκυδίδης.

Κλασικό παράδειγμα στις μέρες μας ο κ. Τραμπ και η παρέα των δισεκατομμυριούχων που τον περιτριγυρίζουν, από το πουθενά βρέθηκε στην κεφαλή της πρώτης Δημοκρατίας στον κόσμο. Μαζί με τους ολιγάρχες του χρήματος καιροφυλακτούν οι μιντιακές δυνάμεις, η τυραννία της εικόνας της TV και των άλλων ηλεκτρονικών μέσων που αγοράζουν πολιτικό προσωπικό και υποκαθιστούν το έργο της πολιτικής και σε τελευταία ανάλυση της Δημοκρατίας. Το έλλειμμα της συμμετοχής των πολιτών είναι μεγάλη πληγή για τη Δημοκρατία μας.

Στη γλώσσα των αριθμών ακόμη και στις κάλπες το 40 % με 45% των πολιτών απέχουν. Η εμπιστοσύνη των πολιτών έναντι των πολιτικών κομμάτων, όσο και των επαγγελματικών ενώσεων συνεχώς μειώνεται και αποδυναμώνεται. Στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς της Δημοκρατίας κόμματα, επαγγελματικοί φορείς, κινήματα οικολογικά, γυναικεία, ειρήνης κ.α. συνεχώς συρρικνώνεται η βάση της νομιμοποίησης της εκπροσώπησης.

Οι συλλογικές αξίες και δράσεις χάνουν έδαφος. Στα συνδικάτα πχ η συμμετοχή στον ιδιωτικό τομέα δεν ξεπερνά ούτε το 5 % με 7% των εργαζομένων.

Διαπιστώνουμε χωρίς αμφιβολία, πράγμα που καταγράφουν και οι διάφορες μετρήσεις – δημοσκοπήσεις ότι η συμμετοχή των πολιτών συνεχώς περιορίζεται στους θεσμούς, αλλά και γενικότερα στις κοινές μας υποθέσεις στην πόλη και τη χώρα. Βέβαια δεν θα θυμίσω μονάχα τη ρήση του Θουκυδίδη για τον ανενεργό πολίτη, που θεωρείται «άχρηστος», όταν δεν συμμετέχει στα κοινά, αλλά μια άλλη ρήση ενός φιλοσόφουπου μας προειδοποιεί ότι «αν δεν συμμετέχεις … δίνεις την ευκαιρία να σε κυβερνούν κατώτεροι σου».

Το έλλειμμα της κοινωνικής Δημοκρατίας διευρύνεται, η εκτελεστική εξουσία κυριαρχικάκαι ανέλεγκτα πολιτεύεται, αφού οι «αντιεξουσίες» των πολιτικών και κοινωνικών φορέων αποδυναμώνονται.

Συμπερασματικά:

Μονάχη έγνοια η Δημοκρατία μας, χρέος μας είναι να την απελευθερώσουμε από την κυριαρχία των δανειστών που ελέγχουν όλους τους κανόνες νομικής φύσης και περιορίζουν ασφυκτικά τη νομοθετική εξουσία.

Μονάχη έγνοια η Δημοκρατία μας, χρέος μας είναι να ζωντανέψουμε τους πολιτικούς θεσμούς και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς με τη συμμετοχή μας, για να οριοθετήσουμε την «ξέφρενη» και πολλές φορές «ανέλεγκτη» δράση της εκτελεστικής εξουσίας.Ψυχή της Δημοκρατίας η συμμετοχή των πολιτών.

Μονάχη έγνοια η Δημοκρατία μας, χρέος μας είναι να υπερασπισθούμε την αυτονομία της έναντι των ισχυρών δυνάμεων της αγοράς και των ΜΜΕ.

Μονάχη έγνοια η Δημοκρατία μας, χρέος της είναι να ενώνει τον λαό, να ικανοποιεί τις ανάγκες του, πασχίζοντας για το ζην και το ευ ζην. Να σχεδιάζει ένα καλύτερο μέλλον για το αύριο.

Μονάχη έγνοια η Δημοκρατία μας, χρέος μας είναι να τη γιορτάζουμε, να αφουγκραζόμαστε τις αδυναμίες και τα ελλείμματά της και να μην ξεχνάμεότι η Δημοκρατία είναι το πολίτευμα των πολλών.