Τέλος του περασμένου Απριλίου, ο Κώστας Μουρσελάς με κάλεσε ένα μεσημέρι στο σπίτι του. «Ελα για να τα πούμε λίγο». Μου είχε προσφέρει την ευκαιρία να βρεθούμε αρκετές φορές στο σπίτι του, και πολλές φορές σε αρκετά άλλα μέρη. Είχε έρθει στον BHMAfm, είχαμε βρεθεί με ακροατές του σταθμού στον πολυχώρο Αλεξάνδρεια, όπου παίζονταν επιλογές κειμένων από το «Εκείνος κι Εκείνος», είχε έρθει καλεσμένος σε συναντήσεις με συγγραφείς σε διάφορους χώρους.
Τέλος πάντων, αυτός είναι ένας αμήχανος πρόλογος για τον πολύ σημαντικό Κώστα Μουρσελά. Ετσι κι αλλιώς τα πολύ σημαντικά ήταν αυτά που έγραφε και έλεγε ο ίδιος για τα διάφορα θέματα, και όχι οι άλλοι για εκείνον.
Εκείνη την ημέρα αρχίσαμε μια συζήτηση στην αρχή για την υγεία του, που γρήγορα πήγε στην πολιτική και γενικά για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Επειδή, όπως πάντα, έλεγε πολύ ενδιαφέροντα και σημαντικά πράγματα, μετά από κάποια ώρα κουβέντας τον ρώτησα:
Κύριε Μουρσελά, έχουν πολύ ενδιαφέρον όλα αυτά που λέτε γιατί ακούγονται λίγο και σαν αναδρομή. Να αρχίσω να τα ηχογραφώ με το κινητό, μέχρι να νιώσετε ότι αρχίζετε να κουράζεστε, και σε μια επόμενη συνάντηση να τα συμπληρώσουμε και να τα κάνουμε συνέντευξη;
«Αμα έχεις όρεξη κάν’ το. Δεν κουράζομαι να συζητάω. Μόνο στην αναπνοή δυσκολεύομαι, οπότε μπορεί να χρειαστεί να σταματήσουμε».
Ωραία λοιπόν. Με αφορμή όλα αυτά που λέγαμε μέχρι τώρα, ποια σκέψη σάς έρχεται πιο συχνά για τους Ελληνες;
«Δεν υπάρχει καμία πρόθεση να καλυτερέψουν πραγματικά τη ζωή τους. Το οικονομικό, το κυνήγι του χρήματος, τους κατεδαφίζει όλους. Για να μην κατεδαφιστεί κάποιος πρέπει να έχει ισχυρή προσωπικότητα. Θέλει ικανότητα για να μην κατεδαφιστείς στη ζωή σου. Και αντοχή γιατί πάντα έρχονται οι πειρασμοί».
Και πολύ εύκολα μπορείς να μπερδέψεις την αναγκαιότητα του χρήματος ως μέσου και να γίνει αυταπάτη.
«Τεράστια αυταπάτη. Ετσι και ξεφύγεις, πάει, την πάτησες. Δεν έχει επιστροφή. Και τελικά, χωρίς να το καταλαβαίνεις, ζεις μια ζωή θλιβερή και στην ουσία σύντομη».
Τα τελευταία πολλά χρόνια οι πολιτικοί και οι πολίτες στην Ελλάδα έχουν συμφωνήσει για να βάζουν την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια και να περνούν όλοι καλά.
«Την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια και τη μέγιστη δυνατή ηλιθιότητα, αφού στην Ελλάδα αυτή συχνά ανταμείβεται».
Νιώθετε ότι γενικά έχουν αμβλυνθεί και οι αισθήσεις μας;
«Φυσικά. Αφού μάθαμε τις αισθήσεις μας να αναγνωρίζουν σχεδόν μόνο κάθε τι το επιφανειακό».
Κοιτώντας τη ζωή σας προς τα πίσω, η μεγαλύτερη αυταπάτη που είχατε ποια λέτε ότι ήταν;
«Η ιδεολογία».
Με ποια έννοια;
«Με την έννοια ότι έδινα τα πάντα για να την υπερασπιστώ. Οταν ήμουν είκοσι χρόνων, ήμουν πολύ φανατισμένος. Αλλά τότε ακριβώς άρχισε η αλλαγή μου. Ανακάλυψα ότι ο φανατισμός δεν οδηγεί πουθενά. Ομως είχα φίλους που φανάτισαν τη ζωή τους τόσο πολύ, που δεν μπορούσαν να το αλλάξουν αυτό και έφτασαν να μη μου μιλάνε καν. Τότε άρχισαν να μου λείπουν πολύ οι άνθρωποι που δεν ήταν φανατισμένοι».
Ο σοβαρός άνθρωπος πρέπει να νιώθει προορισμένος πολύ περισσότερο να παρατηρεί παρά να πιστεύει;
«Φυσικά. Μα γι’ αυτό αν είσαι άνθρωπος που παρατηρεί με ανοιχτά τα μάτια, παρά πιστεύει, αυτοί που πιστεύουν φανατικά σου φαίνονται πολύ κουραστικοί και θορυβώδεις».
Τι ανοησία είναι ο φανατισμός…
«Μεγάλη ψευδαίσθηση. Μεγάλη αυταπάτη. Ο φανατισμός έχει καταστρέψει τα πάντα στη ζωή μας».
Και είναι πλέον τόσο πολλοί αυτοί που είναι διατεθειμένοι να σκοτώσουν και να πεθάνουν για τις ιδέες τους…
«Μια ιδέα δεν είναι απαραίτητα αληθινή απλά επειδή πεθαίνεις γι’ αυτήν».
Και έχουμε φτάσει πλέον στην παράνοια, αυτό που καθορίζει την αξία ή την απαξία μιας πράξης να μην είναι οι συνέπειές της, αλλά το ποιος την κάνει.
«Αυτή είναι η πλήρης αντιστροφή της ματιάς του ανθρώπου απέναντι στην πραγματική ζωή. Και μέσα από αυτή την αντιστροφή οι άνθρωποι κρίνουν, παινεύουν, συκοφαντούν, καταδικάζουν και αθωώνουν».
Και όσο πιο φανατικός είναι κάποιος τόσο πιο πολύ γίνεται κριτής των άλλων.
«Γιατί θέλει να νομιμοποιήσει τον εαυτό του».
Ομως, πώς γίνεται ένα νέο παιδί να μη φανατιστεί με ιδεολογίες; Είναι πολύ δύσκολο.
«Πολύ δύσκολο… Εκτός και αν στο Γυμνάσιο ή στο Λύκειο βρεθεί ένας δάσκαλος και το επηρεάσει. Εγώ το έχω ζήσει αυτό. Με είχε επηρεάσει πολύ ένας καθηγητής στο Γυμνάσιο που ήταν μορφωμένος. Λίγο να μιλούσες μαζί του, άρχιζες να αλλάζεις. Δεν είναι δύσκολο να αλλάξεις. Οταν είσαι νέος αλλάζεις. Οταν είσαι πενήντα χρόνων είναι πιο δύσκολο, γιατί αντιστέκεται ο εγωισμός σου. Είναι πολύ ωραίο να βλέπεις ανθρώπους να επηρεάζονται από σοβαρές συζητήσεις, αν και είναι σπάνιο στην Ελλάδα. Με τους Ελληνες συμβαίνει το εξής: τους μιλάς, και ενώ καταλαβαίνεις ότι τους αρέσει αυτό που λες και το θεωρούν σωστό, μετά το ξεχνάνε και γυρίζουν στα δικά τους, ενώ εσύ έχεις προχωρήσει. Οι ξένοι, αντίθετα, αλλάζουν με τις συζητήσεις. Φυσικά όχι όλοι, αλλά υπάρχει μια φανερή πρόοδος».
Ο Ελληνας μπορεί να ακούει το σωστό, να το αποδέχεται, αλλά δείχνει μεγάλη απροθυμία στο να αλλάξει.
«Φεύγει από μέσα του, το ξεχνάει. Και αυτό γιατί δεν έχει βυθιστεί στην περιέργεια για το πραγματικά νέο. Και έτσι σώζεται και ο πολιτισμός».
Μεγάλο προτέρημα της ανθρωπότητας η περιέργεια. Με την περιέργεια πήγε μπροστά. Στους συγγραφείς πόσο προτέρημα είναι η περιέργεια;
«Δεν μπορείς να είσαι συγγραφέας αν δεν είσαι περίεργος απέναντι στη ζωή και στις καταστάσεις. Πρέπει να αναρωτιέσαι συνέχεια. Και το βλέπεις πολλές φορές και στα γραπτά τους».
Στην πραγματικότητα στη ζωή έχουμε να κάνουμε με δύο κατηγορίες ανθρώπων. Με αυτούς που έχουν ισχυρή θέληση και με αυτούς που έχουν αδύναμη θέληση. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε.
«Ετσι είναι. Και είναι πολύ κρίμα που εμείς ως λαός, αν και έχουμε ισχυρή θέληση, την έχουμε μόνο για το εύκολο. Δεν έχουμε καν ισχυρή θέληση στο να δούμε τα λάθη μας. Για όλα φταίνε οι άλλοι. Είμαστε αδύναμοι να δούμε τον εαυτό μας. Εν τω μεταξύ, είναι και η ματαιοδοξία μας που μας κάνει να νομίζουμε ότι είναι δυσκολότερο αυτό που εμείς μπορούμε να κάνουμε καλύτερα».
Και έτσι πορευόμαστε σε μια δήθεν «πραγματική πραγματικότητα»…
Διαβάζετε τώρα κάποιο βιβλίο;
Διαβάζετε τώρα κάποιο βιβλίο;
«Διαβάζω αυτό της Φεράντε. Εχει πάρει και κάποιο βραβείο νομίζω. Καλό είναι».
Κοιτώντας προς τα πίσω, ποιον συγγραφέα θα θέλατε να είχατε συναντήσει;
«Είναι πάρα πολλοί οι συγγραφείς που αγαπώ. Θα ήθελα τον Τσέχοφ γιατί είναι τόσο γοητευτικός όταν γράφει. Τον διαβάζω από πολύ νέος. Μου έδιναν τα ξαδέλφια μου διάφορα βιβλία και διάβαζα, και εκεί διάβασα και τον Τσέχοφ. Δεν ξέρω πώς θα ήμουνα ως άνθρωπος αν δεν διάβαζα».
Ρίχνετε καμιά ματιά στα δικά σας βιβλία ή τα έχετε αφήσει πίσω;
«Τα έχω αφήσει. Ακου όμως να σου πω. Είχα διαβάσει τα «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά» γιατί το χρειαζόμουν για ένα κείμενο, και ξαφνικά μου άρεσε. Στην αρχή βαριόμουν να το πιάσω καν, και όταν το έπιασα τέλειωσα όλο το βιβλίο».
Νιώσατε σαν να το έχει γράψει άλλος;
«Σαν να το έχει γράψει άλλος. Και μου άρεσε».
Αυτό έγινε πρόσφατα;
«Πολύ πρόσφατα».
Ποιο ήταν το συναίσθημα; Νιώσατε περηφάνια, ή θλίψη που πέρασαν τόσα χρόνια;
«Ενιωσα θλίψη για αυτό το ωραίο κείμενο. Ενιωσα πως θα μπορούσα να είχα γράψει και άλλα τέτοια ωραία κείμενα και δεν το έκανα».
Στενοχωρηθήκατε για τον εαυτό σας;
«Ναι, ότι τον εγκατέλειψα λίγο. Το πόσο πολύ αγνοείς τον εαυτό σου το συνειδητοποιείς όταν ξαναδιαβάζεις παλιά σου κείμενα».
Και είναι διαρκές πρόβλημα ο χρόνος.
«Βέβαια. Οτιδήποτε δεν το κάνεις τη στιγμή που πρέπει μετά είναι άλλο πράγμα».
Μη σας κουράσω άλλο. Θα τα ξαναπούμε.
«Προτού φύγεις, πήγαινε μέσα και δες το ειδικό κρεβάτι που μου έχουν φέρει τώρα που είμαι άρρωστος».
Πήγα και το είδα.
Ωραίο, μια χαρά φαίνεται.
«Ναι είναι εξελιγμένο. Αντε φιλιά, τα λέμε».
Γεια σας…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ