«Στην Κύπρο δεν ηττηθήκαμε, αλλά προδοθήκαμε…». Είναι τα λόγια ενός οργισμένου καταδρομέα, ο οποίος βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πυρός τις τραγικές μέρες του Ιουλίου 1974, όπου μαζί με τους άλλους πολεμιστές ανέλαβε να υπερασπιστεί την τιμή και τα πάτρια εδάφη της μεγαλονήσου. Ο Μιχάλης Κουριδάκης από τη Ρόδο σήμερα δεν μπορεί να κρύψει την οργή του για όσα συνέβησαν κατά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων.
«Μας πούλησαν όλοι μέσα και έξω από την Κύπρο. Το ΝΑΤΟ, οι Αμερικανοί, οι Αγγλοι, οι Καναδοί και όλοι οι άλλοι που συμμάχησαν για να παραδώσουν ένα μεγάλο τμήμα της Κύπρου στους Τούρκους» τονίζει ο καταδρομέας, ο οποίος 43 χρόνια μετά την εισβολή δεν μπορεί να ξεχάσει όλες τις μέρες της τραγωδίας και όσα έζησε μπροστά στα μάτια του, τον θάνατο των συμπολεμιστών του και τη μεγάλη προδοσία.
«Εάν υπήρχε ένα οργανωμένο σχέδιο, εάν σε κρίσιμες περιπτώσεις υπήρχε άμεση και αποτελεσματική βοήθεια από την Ελλάδα, σε καμιά περίπτωση οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να πατήσουν το πόδι τους στην Κύπρο» λέει με βεβαιότητα ο Κουριδάκης, ο οποίος έζησε – μαζί με όλους τους συναδέλφους του – τη μεγάλη προδοσία.
Τα τραγικά γεγονότα στην Κύπρο ξεκίνησαν στις 15 Ιουλίου 1974 με το προδοτικό πραξικόπημα εναντίον του Αρχιεπισκόπου που ουσιαστικά άνοιξε την πόρτα στους Τούρκους για να εισβάλουν στη μεγαλόνησο. «Εμείς δεν γνωρίζαμε τίποτα στην ΕΛΔΥΚ. Απλά τρεις μέρες πριν από το πραξικόπημα μας είχε απαγορευτεί η έξοδος από το στρατόπεδο» αναφέρει ο καταδρομέας, ο οποίος προσθέτει ότι «σίγουρα κάποιοι ανώτεροι αξιωματικοί γνώριζαν και εμείς πληροφορούμασταν για τα γεγονότα από τα τρανζιστοράκια που είχαμε και αντιληφθήκαμε την απογοήτευση κάποιων γαλονάτων όταν μαθεύτηκε ότι ο Μακάριος ήταν ζωντανός».
Οι επόμενες μέρες πέρασαν μέσα σ’ ένα κλίμα έντονης ανησυχίας και σύγχυσης γιατί κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Πάντως διάχυτη ήταν η εντύπωση ότι οι Τούρκοι δεν θα έμεναν με σταυρωμένα τα χέρια στην Κύπρο.
Στη Ρόδο άρχισαν να φτάνουν πληροφορίες από τις απέναντι ακτές για ετοιμασίες των Τούρκων. Την Παρασκευή 19 Ιουλίου από στρατιωτική πηγή είχα την πληροφορία ότι το πρωί οι Τούρκοι θα έκαναν απόβαση στην Κύπρο. Εσπευσα να ενημερώσω την Αθήνα, αλλά η απάντηση που πήρα ήταν ότι «οι Αμερικανοί ανέλαβαν πρωτοβουλία και ο υφυπουργός Εξωτερικών Τζότζεφ Σίσκο θα πήγαινε από την Αγκυρα στην Αθήνα την επομένη για διαβουλεύσεις». Αλλά όταν έφτασε ο Σίσκο στην ελληνική πρωτεύουσα, οι Τούρκοι είχαν ήδη εισβάλει στην Κύπρο!..
Ωρα 5.10 το πρωί του Σαββάτου 20 Ιουλίου, δέχομαι ένα τηλεφώνημα από τον ανταποκριτή του BBC στην Αθήνα Μάικλ Τονγκ. «Γιώργο, αυτήν την ώρα οι Τούρκοι βομβαρδίζουν τη Λευκωσία και τα στρατεύματά τους αποβιβάζονται στην Κερύνεια. Εάν συμβεί κάτι και στη Ρόδο, πάρε με στο τηλέφωνο». Εσπευσα να ενημερώσω τη βάρδια στα «ΝΕΑ» και ενώ στην Κύπρο μαίνονταν οι μάχες, το χουντικό ραδιόφωνο της Αθήνας μετέδωσε την είδηση στις 11 το πρωί. Και περίπου τρεις ώρες αργότερα κηρύχτηκε γενική επιστράτευση!
Στο μεταξύ, η τουρκική αεροπορία βομβάρδιζε ανηλεώς το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ και τα στρατεύματα αποβιβάζονταν στην Κερύνεια, «εμείς με νύχια και με δόντια κρατούσαμε τις θέσεις μας και εάν είχαμε υποστήριξη από την ελληνική Αεροπορία, θα εξολοθρεύαμε τον τουρκικό στρατό. Δυστυχώς, η Αεροπορία δεν έφτασε ποτέ, αλλά ούτε και το Πολεμικό μας Ναυτικό που δεν θα επέτρεπε την απόβαση του τουρκικού στρατού στην Κερύνεια» υπογραμμίζει ο Μιχάλης Κουριδάκης. To μεσημέρι της 20ής Ιουλίου δόθηκε εντολή από την Αθήνα για κατάληψη του τουρκοκυπριακού θυλάκου της Λευκωσίας, στην τοποθεσία Κιόνελι. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια επιχείρηση αυτοκτονίας. «Ηταν λάθος σχεδιασμένη, με αποτέλεσμα να χαθούν άδικα πολλοί στρατιώτες μας» λέει ο καταδρομέας από τη Ρόδο.
Η επιστράτευση
Κι ενώ οι μάχες μαίνονταν στην Κύπρο, στην Ελλάδα διατάχθηκε γενική επιστράτευση. Καμιά οργάνωση, κανένας σχεδιασμός. Οι περισσότεροι επιστρατευμένοι δεν είχαν ούτε ένα ντουφέκι, ενώ ένας σημαντικός αριθμός εφέδρων δεν ήξεραν πού να πάνε. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση εκατοντάδων εφέδρων από τη Ρόδο, οι οποίοι διατάχθηκαν να επιβιβαστούν στο ημερόπλοιο «Ραντιόζα» και να ταξιδέψουν προς τον Πειραιά. Στο μικρό σκάφος κυριολεκτικά φορτώθηκαν πάνω από χίλιοι επιστρατευμένοι, κάτω από τραγικές συνθήκες το «Ραντιόζα» ακολούθησε δρομολόγιο ανοιχτά από τα τουρκικά παράλια και όταν έφτασε στον Πειραιά οι επιβαίνοντες προωθήθηκαν στον… Δομοκό για να υπηρετήσουν εκεί!
Βέβαια, η κατάσταση στη Ρόδο από πλευράς οργάνωσης ήταν γελοία… Στο παραλιακό ξενοδοχείο Των Ρόδων (που δεν λειτουργούσε εκείνη την εποχή), στα παράθυρα που έβλεπαν προς τη θάλασσα είχαν τοποθετηθεί τσουβάλια με άμμο και στήθηκαν πολυβόλα για ν’ αντιμετωπιστεί πιθανή τουρκική επίθεση στην πόλη της Ρόδου.
Αλλά η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη στα σημεία άμυνας του νησιού. Χωρίς οπλισμό οι περισσότεροι έφεδροι διέθεταν τυφέκια τύπου Enfield («στάσου Τούρκο να γεμίσω», όπως τα έλεγαν) από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με ελάχιστα πυρομαχικά. Προσωπικά (καίτοι προερχόμουν από την Αεροπορία) με κατέταξαν σε μια διμοιρία ολμιστών στην περιοχή Τρεις της Ρόδου. Είχαμε τέσσερις-πέντε όλμους, αλλά σχεδόν κανένας δεν ήξερε να τους χειριστεί, εκτός από έναν: τον Τζίμυ τον Κορεάτη, όπως τον λέγαμε, επειδή είχε υπηρετήσει στην Κορέα πριν από 25 χρόνια μαζί με το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα!
Η μεγάλη προδοσία
Στην Κύπρο η κατάσταση ήταν τραγική. «Δεχόμασταν πυρά από παντού από τους Τούρκους, ακόμη και όταν είχε συμφωνηθεί η εκεχειρία» θυμάται ο Μιχάλης Κουριδάκης, ο οποίος επιμένει στον πρόστυχο ρόλο των ξένων δυνάμεων. «Βρισκόμασταν μέσα σε ορύγματα και μόλις βλέπαμε να πετάει από πάνω ελικόπτερο του ΟΗΕ εγκαταλείπαμε αμέσως τις θέσεις γιατί ξέραμε ότι από το ελικόπτερο έδιναν στους Τούρκους τις συντεταγμένες μας και άρχιζε ένας ανηλεής βομβαρδισμός. Ομως δεν μας έβρισκαν και έτσι γλιτώναμε».
Κι ενώ είχαν αρχίσει οι συνομιλίες στη Γενεύη, οι Τούρκοι αγνοώντας και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ συνέχισαν να επελαύνουν στην Κύπρο. «Αναγκαστήκαμε να κινηθούμε σε διάφορα σημεία για να προστατεύσουμε τη Λευκωσία, ενώ άλλοι καταδρομείς κινήθηκαν προς το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, το οποίο εξακολουθούσε να ελέγχει η ελληνοκυπριακή πλευρά» λέει ο Μιχάλης Κουριδάκης. Βέβαια, είχε προηγηθεί το τραγικό περιστατικό στις 22 Ιουλίου, όταν κατά λάθος καταρρίφθηκε από φίλια πυρά ένα ελληνικό μεταγωγικό τύπου Νοράτλας, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 27 καταδρομείς και τα τέσσερα μέλη του πληρώματος, μπόρεσε δε να σωθεί μόνο ένας καταδρομέας.
Βασικός στόχος των Τούρκων ήταν να καταλάβουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, έχοντας και τη συμπαράσταση των δυνάμεων του ΟΗΕ. «Μια μέρα έρχεται στο αεροδρόμιο ένα τζιπ με τη σημαία του ΟΗΕ, στο οποίο επέβαινε ένας καναδός αξιωματικός» θυμάται ο καταδρομέας. «Ο Καναδός ζήτησε από τον έλληνα αξιωματικό να του παραδώσει το αεροδρόμιο. Στο βάθος είχαν εντοπιστεί τουρκικά στρατεύματα που ήταν έτοιμα να εισβάλουν στο αεροδρόμιο. «Σήκω φύγε», του είπε ο έλληνας αξιωματικός, «γιατί σε διαφορετική περίπτωση θ’ αρχίσουμε να χτυπάμε τους Τούρκους». Ο Καναδός έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε».
Κι ενώ οι ειρηνευτικές συνομιλίες στη Γενεύη οδηγούνταν σε ναυάγιο λόγω της αδιαλλαξίας των Τούρκων, στις 14 Αυγούστου η Αγκυρα διατάσσει γενική επίθεση στην Κύπρο. Χωρίς καμιά βοήθεια οι ελληνικές δυνάμεις μάχονταν με ηρωισμό. «Περιμέναμε βοήθεια από την Ελλάδα που δυστυχώς δεν ήρθε ποτέ» λέει με πίκρα ο καταδρομέας. Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Τούρκοι να καταλάβουν το 37% του νησιού που διατηρούν μέχρι σήμερα.
«Εμείς θέλουμε να μάθουμε τι έγινε στη μεγαλόνησο. Οι πρωταγωνιστές και οι υπεύθυνοι της τραγωδίας δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή. Ομως ο φάκελος της Κύπρου πρέπει ν’ ανοίξει για να μαθευτεί όλη η αλήθεια. Είναι υποχρέωση στο έθνος και σε όλους όσοι πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους» ζητά ο Μιχάλης Κουριδάκης.