Η μετατροπή των αυθόρμητων λαϊκοαπελευθερωτικών κινημάτων, σε δήθεν ταξικούς κοινωνικούς αγώνες, είναι μια παλιά, πονεμένη ιστορία πολιτικής απάτης, ή ορθότερα μια τυχοδιωκτική παραχάραξη της υπέρτατης έννοιας του πατριωτικού χρέους, σε κάθε απόπειρα κατάλυσης της εθνικής κυριαρχίας, από οποιονδήποτε εισβολέα.
Με την αλχημιστική αυτή ερμηνευτική μέθοδο, έγιναν κάποιες απόπειρες ιστορικού ενταφιασμού του έπους του ελληνο-ιταλικού πολέμου (1940-1941), με την εκ του πονηρού παρερμηνία του δεύτερου υπέροχου έπους της εθνικής αντίστασης (1941-1944) σε «κοινωνικό-ταξικό» αγώνα. Με ένα και μόνον στόχο: να διχαστούν οι λαϊκές αντιστασιακές δυνάμεις, σε αντίπαλα στρατόπεδα και με την ψευδαίσθηση, ότι το κομμουνιστικό μπλοκ μετά τον α΄ γύρο του ’40, τον β΄ γύρο του 1941-1944 θα τερμάτιζε το «καθήκον» του με τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, για να εγκαθιδρύσει το μοντέλο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ή της κατ’ ευφημισμόν «λαϊκής δημοκρατίας».
Ο τελευταίος αυτός στόχος οδήγησε στην εμφύλια σφαγή την ελληνική κοινωνία, με την αποκλειστική ευθύνη του υπό τον Νίκο Ζαχαριάδη ΚΚΕ, που τις παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης του 1946, αντί να προτρέψει το Εκλογικό Σώμα να οδεύσει προς τις κάλπες, το εξώθησε, ή να πάρει τα βουνά, ή να σχηματίσει αντάρτικα των πόλεων.
Σύμφωνα μάλιστα με τις εκτιμήσεις πολιτικών παραγόντων της εποχής, τότε, το ΚΚΕ θα κέρδιζε ανέτως πάνω από 60 έδρες στο Κοινοβούλιο. Και επιπλέον, οι πληγές του εμφυλίου σπαραγμού, δεν θα συνεχίζονταν σχεδόν, ως τις μέρες μας, με αγιάτρευτες διχαστικές ψυχώσεις.
Αλλά μια και μιλάμε, για τις ψυχώσεις αυτές, και πάλι οφείλουμε ν’ αναζητήσουμε τις ευθύνες της αναβίωσής τους, στο κυβερνών αριστεροφανές μόρφωμα, με τις σαφώς νεοζαχαριαδικές αγκυλώσεις, που μας γυρίζουν στα μαύρα χρόνια του ψυχροπολεμικού διχασμού των δεκαετιών του ’50, ’60, ’70 και μερικώς του ’80. Δηλαδή μια 40ετία χαμένων μεγάλων ευκαιριών, για μια Ελλάδα, που ήταν καταχωνιασμένη στο περιθώριο της Κοινής Αγοράς, της ΕΟΚ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή μιας έστω και χαλαρής και πολλών ταχυτήτων Ομοσπονδίας κρατών, που άλλοτε με αγωνία και άλλοτε με εντυπωσιακές συγκλίσεις προσπαθούσε να συγκροτήσει αυτό που ονειρεύτηκε ο Σαρλ ντε Γκόλ: Μια Ευρώπη της Δημοκρατίας του Δικαίου, της Ανάπτυξης, της Πρόνοιας και της Αλληλεγγύης «από τα Ουράλια μέχρι το Γιβραλτάρ».
Και ενώ όλα τα κράτη του πρώην κομμουνιστικού ανατολικού μπλοκ, ευθυγραμμίζονται, άλλα γρήγορα, άλλα αργά και σταθερά και άλλα με δολιχοδρομίες, προς τα ευρωπαϊκά κοινωνικά κεκτημένα, η Ελλάδα της τελευταίας κυβερνητικής περιόδου, των περίπου δυόμισι χρόνων, έχει οδηγήσει την κοινωνία μας σε μια, χωρίς προηγούμενο ανίατη κρίση δημοκρατικής ταυτότητας και μάλιστα σε σημείο, που να φαντάζει, στον κύκλο των 27 χωρών-μελών της ΕΕ, ως ο απροσάρμοστος εταίρος. Και μάλιστα με τάσεις αφομοίωσης συμπτωμάτων πολιτειακής εκτροπής της Μαδουριανής Μπανανίας. Και δεν είναι τυχαίο, ότι ο γεμάτος από γελοία πολιτικά ναυάγια αυτός προσανατολισμός δύο ελληνικών κομμάτων, του ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής αποκρυσταλλώθηκε, σαν την μοναδική ψήφο συνηγορίας, υπέρ του Μαδούρο, στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου όπου καταδικάστηκε σχεδόν παμψηφεί η κοινοβουλευτική δικτατορία της σημερινής Βενεζουέλας.
Συνοψίζοντας όλες τις προηγούμενες σκέψεις, σ’ ένα συμπέρασμα, θα λέγαμε ότι μετά τον αποτυχημένο «Τρίτο Γύρο» της ζαχαριαδικής ανταρσίας, άρχισαν, από τους ομόδοξους επιγόνους του Ζαχαριάδη, με τις γνωστές παραπλανητικές μεθόδους οι σχεδιασμοί, για έναν «Τέταρτο Γύρο» με την υπερσυγκέντρωση των διακεκριμένων εξουσιών (Δικαστική-Νομοθετική) υπό το ψευδο-αριστερό-ακροδεξιό σκήπτρο της καταγέλαστης Συριζανελικής συντροφιάς.
Όμως καιρός είναι όλη αυτή η αντιδημοκρατική εκστρατεία, που θα τη ζήλευε και ο ανεκδιήγητος σουλτάνος Ερντογάν, ν’ αποδοκιμαστεί ανηλεώς από όλες τις συνιστώσες του ελληνικού δημοκρατικού τόξου. Από τις τάξεις αυτού του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου είναι αυτονόητη η επιβεβλημένη αποβολή του παρείσακτου αντιδημοκρατικού και ολιγαρχικού σχήματος των Συριζανέλ.
Μόνον έτσι, η γελοία και κατάπτυστη απόπειρα υλοποίησης ενός ολέθριου «Τέταρτου Γύρου» θα αυτοδιασυρθεί και θα αυτοανατραπεί. Μόνον έτσι θα πέσει η μαύρη αυλαία στο εφιαλτικό θέατρο με τα αισχρά και χυδαία υπονοούμενα, με ευθείες και άνανδρες βολές κατά των «μη ημετέρων», γιατί όχι και του δημοσιογραφικού κόσμου, που εντελώς πρόσφατα είναι ο ακατανόητος και λανθασμένος στόχος κάθε αυταρχικής και ολοκληρωτικών τάσεων πολιτικής ηγεσίας.
Μόνον έτσι θα ξελαμπικάρει η αντιαισθητική και δύσοσμη ατμόσφαιρα με τις φθηνές πεζοδρομιακές «μαντινάδες», (των γνωστών «συνθετών»), που ρεζιλεύουν την ασύγκριτη παράδοση των Κρητικών Γραμμάτων και κάνουν να τρίζουν τα κόκκαλα του Μάρκου Μουσούρου, του Βιτσέντζου Κορνάρου, και του Μαρίνου Φαλιέρου, του Ροδαλίνου, των Τρωϊλών, του Χορτάτζη και αμέτρητων εκπροσώπων της Κρητικής Αναγέννησης.
Μόνο έτσι θα σταματήσει η «δημιουργία» κακέκτυπων, με κακόγουστη αναπαραγωγή της μορφής του Άρη Βελουχιώτη, ή με τις γελοίες αφίσες (κακέκτυπα του σοβιετικού «σοσιαλιστικού ρεαλισμού»), όπου το παρά-φύσιν πολιτικό δίδυμο Παππά-Καμμένου παίρνει τη θέση του Γιούρι Γκαγκάριν και των πρώτων σοβιετικών διαστημανθρώπων που αποθεώθηκαν διεθνώς στη δεκαετία του ’60.
Συμπέρασμα: Η χώρα μας δικαιούται ένα σαφώς καλύτερο μέλλον μετά την πρωτόγνωρη δοκιμασία της, από έναν περιοδεύοντα θίασο, ή ορθότερα από ένα «μπουλούκι μαθητευόμενων μάγων, τσαρλατάνων και μεσαιωνικών γελωτοποιών»…