Στο μυαλό μου κλωθογύριζε κάτι που είχε γράψει ο Κωστής Παπαγιώργης πριν από περίπου είκοσι πέντε χρόνια, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», το πρώτο της μυθιστόρημα, ικανό από μόνο του να της εξασφαλίσει μια εξέχουσα θέση στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Ακολούθησαν τα μυθιστορήματα «Ο θάνατος ήρθε τελευταίος» (2001) και «Το πάθος χιλιάδες φορές» (2009), τα δύο πρώτα μέρη της βραδύκαυστης τριλογίας της «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». «Η Ζυράννα Ζατέλη αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να γράφει σαν να προσπαθεί να λύσει τα μάγια του κόσμου ή σαν να ξορκίζει τη λύση τους» σημείωνε ο αείμνηστος φίλος της, έχοντας εντοπίσει αυτό που αποπνέουν τόσο η γραφή όσο και η παρουσία της: μια ακαταμάχητη, σαγηνευτική αμφισημία.
Καθόμαστε δίπλα στο παράθυρο, στο περίφημο πράσινο «διπλό γραφείο» της με τα δεκάξι συρτάρια. Η Olympia γραφομηχανή της, τοποθετημένη σε ένα χαμηλό ράφι πίσω της, είναι σκεπασμένη σαν λουφαγμένος αλλά ετοιμοπόλεμος φρουρός. Η Σέρκα, η μεγαλύτερη από τις γάτες της, με ένα ξαφνικό αλλά αθόρυβο σάλτο βολεύεται πάνω στα απλωμένα χαρτιά και χαρτάκια. Ο Ναρσίζο, ένας καθαρόαιμος άσπρος γάτος, κόβει βόλτες στους διαδρόμους. Παραδόξως, η μόνη που δεν εμφανίζεται είναι η τρίτη γάτα της, η πιο παιχνιδιάρα απ’ όλες, η Ζαΐρα.
Σε κάθε περίπτωση, εγώ αυτό το μικρό ελαφοκέρατο το φέρω μέσα μου ως φέρον τύχη. Το πήρα τότε και έκτοτε το έχω μαζί μου, στο γραφείο μου, ακόμα κι όταν ζούσα στο Παρίσι για μεγάλα διαστήματα της ζωής μου» εξηγεί η συγγραφέας την ώρα που το τηλέφωνό της κουδουνίζει. «Δεν είχα μάτια ώσπου να παραδώσω το βιβλίο. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες είμαι κλεισμένη εδώ μέσα. Εχω ανάγκη να βγω λίγο έξω, να κάνω μια βόλτα στα πέριξ, να με χτυπήσει ο βραδινός αέρας» λέει σε μια φίλη της λίγο πριν κατεβάσει το ακουστικό.
«Διανύοντας τις κακοτοπιές και τα «μεγαλεία» της εφηβείας, άρχισα συνειδητά να τα γράφω, μα όχι και μεθοδικά· τα σημείωνα σε ό,τι χαρτί, τεφτέρι ή σημειωματάριο έβρισκα μπροστά μου, ίσα ίσα να μείνουν κάπου, να λέω πως υπάρχουν. Κι αυτό γινόταν για χρόνια έτσι. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ωστόσο, βαίνοντας πια προς τα τριάντα μου, έπαψα να τα γράφω σκόρπια και τα περνούσα στα ημερολόγια που λίγο πολύ από τότε κρατούσα, κάτι σαν «παρασκήνια» της γραφής μου. Και για μία εικοσαετία αυτό συνέβαινε. Σελίδες επί σελίδων, αντί να περιέχουν γεγονότα ή συναισθήματα της ημέρας, ξεχείλιζαν από όνειρα της νύχτας. Δεν είναι μόνο ότι καραβάνια ολόκληρα περνούσαν τότε και ξεφορτώναν την πραμάτεια τους στον ύπνο μου, είναι κι ότι διέθετα μια μνήμη θηριώδη, ακάματη, τι να πω…».
«Ενα είδος αυθυποβολής, θα έλεγα. Πιστεύω πως κι αυτό βοήθησε. Με τα χρόνια δεν έχω πια τη μνήμη που είχα άλλοτε· που ήμουν σε θέση να θυμηθώ και να καταγράψω αυτό κι εκείνο και το άλλο από τη «σοδειά» της νύχτας. Φρόντιζα κιόλας για τούτο, ασκούσα τη νυχτερινή μου μνήμη από πριν με πάρει ο ύπνος: να μείνεις άγρυπνη ενόσω θα ονειρεύομαι, να μείνεις άγρυπνη… Ή, πάλι, μηχανευόμουν διάφορα αποβραδίς μόνο και μόνο για να ξυπνήσω κατά τις δύο ή τρεις η ώρα, τότε που βλέπουμε τα περισσότερα και πιο ενδιαφέροντα όνειρα. Τότε ήμουν ακόμη πρόθυμη για τέτοιες «θυσίες» ή «ψυχαναγκασμούς». Πλέον αυτά πέρασαν. Τώρα ακολουθώ μια άλλη διαδικασία ανάκλησης και «συναρμολόγησης» των ονείρων, για την οποία άλλωστε διαβάζετε στο βιβλίο».
Τι ήταν όμως αυτό που σας ώθησε να εγκαινιάσετε, ξεχωριστά, τα «Τετράδια Ονείρων»;
«Στις 3 Μαρτίου του 1997 αποφάσισα, πράγματι, να γράφω τα όνειρά μου σε χωριστά τετράδια. Αφορμή στάθηκαν δυο φάλαινες που είδα να παλεύουν με πολύ άγρια κύματα. Από τα εντυπωσιακότερα ενύπνια που είχα αξιωθεί ως τότε, αλλά και μέχρι σήμερα. Και σκέφτηκα πως αυτές οι φάλαινες δεν χωρούν μαζί με τ’ άλλα, θέλουν δικό τους τετράδιο. Ετσι ξεκίνησα τα «Τετράδια των Ονείρων». Τη φράση γράψον ουν α είδες την πήρα από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και έκτοτε την αναγράφω ως προμετωπίδα σε κάθε καινούργιο που ξεκινάω».
«Μη φανταστείτε πως γράφω ό,τι μου λεν τα όνειρα, δεν είναι αυτό το θέμα. Συχνά ωστόσο παίρνω ιδέες, φωτίζομαι ή αλαφιάζομαι ευεργετικά από εικόνες, φράσεις ή συμβάντα εκεί μέσα, που λίγο πολύ θα δώσουν στην τάδε ή δείνα ιστορία μου εκείνη την αλλιώτικη «υφή» ή «αίσθηση» που με τριγύριζε και με πλησίαζε και μ’ άγγιζε, που με πάλευε αλλά και μου διέφευγε ενίοτε. Αλλοτε πάλι, σε περιόδους συγγραφικής σιωπής και επώδυνης νέκρας, όπου ο νους έχει σκαλώσει, μπορεί ξαφνικά ένα όνειρο, μια τρομερή «υπόνοια», ή φευγαλέα, να με ζωντανέψει, να με αναρριπίσει και να με κάνει να ξαναβρώ τα μονοπάτια μου. Αυτό δεν συμβαίνει καθημερινά βέβαια, ούτε σε κάθε δυσκολία που περνάω. Οποτε συμβαίνει πάντως, αποβαίνει καθοριστικό».
Μάλιστα…
«Να πω επίσης –επειδή σας βλέπω κάπως σκεπτικό –ότι τα όνειρα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με εμπνέουν δεν σημαίνει ότι τα περνάω ως όνειρα μέσα στις ιστορίες μου. Ενίοτε ναι, μπορεί να συμβεί κι αυτό· συνήθως όμως μετουσιώνονται σε «πραγματικότητα» εκεί μέσα, η οποία με τη σειρά της θα δημιουργήσει όποτε χρειαστεί τα δικά της όνειρα… Υποθέτω στο μεταξύ πως όλα αυτά τα προκαλώ κιόλας ενδόμυχα, τα επιδιώκω έστω και «στα τυφλά» –κατά τη ρήση του Πασκάλ, η τύχη (το τυχαίο) ευνοεί τα προετοιμασμένα πνεύματα».
«Οι συμπτώσεις, λέει, στη ζωή ενός ανθρώπου είναι έργο αιώνων…».
«Λέμε συνήθως για κάτι: «αυτό ήταν μια σύμπτωση». Και δίνοντας αυτή την αιτιολογία θεωρούμε ότι εκεί τελειώνει η όλη ιστορία. Για μένα όμως εκεί αρχίζει το μυστήριο… Μιλώ για μια αλληλουχία πραγμάτων που αίφνης –σταυροβελονιές της τύχης θαρρείς –
ενδέχεται να μας αποκαλύψει κάτι που με τη σειρά του θα μας ξαφνιάσει, θα μας εκπλήξει. Να σας δώσω ένα σχετικά απλό παράδειγμα. Πριν από 10-15 χρόνια, πάντως στις αρχές του 21ου αιώνα, βρήκα –βγαίνοντας απ’ το σπίτι, με σκοπό να πάω στο κέντρο για κάτι δουλειές –μια κάρτα ανοιχτή, σταλμένη από το Βουκουρέστι. Δεν προοριζόταν για μένα, ο ταχυδρόμος είχε κάνει λάθος προφανώς. Ωστόσο ο παραλήπτης –ξένο ήταν το όνομά του –βρισκόταν στην ίδια οδό, σε άλλον αριθμό…».
«Επειδή λοιπόν μου άρεσε πολύ το γραμματόσημο, είπα: «θα πάω να το φωτοτυπήσω, να το ‘χω, και μετά θα αφήσω την κάρτα εκεί που πρέπει». Ασυναίσθητα, περπατώντας προς το κέντρο, ακολούθησα μια διαδρομή αλλιώτικη απ’ αυτήν που υπολόγιζα αρχικά. Για κάποιον λόγο βάδισα περισσότερο έναν δρόμο και κάποια στιγμή έστριψα, χωρίς να συνειδητοποιήσω σε ποια οδό. Κι ανταμώνω εκεί έναν ευγενικό κύριο ο οποίος, επειδή με αναγνώρισε, με κέρασε έναν καφέ. Ανήκε κι εκείνος στα μικρά παιδιά που μετά τον εμφύλιο πόλεμο έφυγαν με τις οικογένειές τους για τη Ρουμανία. Ο ίδιος μέστωσε στο Βουκουρέστι. Ξέρετε σε ποιαν οδό συναντηθήκαμε; Στην οδό Βουκουρεστίου, ενώ στην τσάντα μου είχα ακόμη εκείνη την κάρτα από το Βουκουρέστι. Ορίστε λοιπόν ένα συμβάν από εκείνα τα τυχαία που δεν είναι και τόσο τυχαία. Τέλος πάντων, αυτά δεν έχουν για όλους την ίδια βαρύτητα. Με κάτι τέτοια όμως κάτι ανακινείται μέσα μου, σαν να είμαι έτοιμη να τις αδράξω αυτές τις συμπτώσεις, να μην τις αφήσω, να τις εκτιμήσω αλλιώς…».
«Τώρα μου ζητάτε να σας πω το πιο δύσκολο ίσως πράγμα. Με το οποίο έχω καταπιαστεί, εν πάση περιπτώσει, στο μυθιστόρημα που γράφω τούτη την εποχή
–από το οποίο έκανα μια παύση για να βγει το βιβλιαράκι με τα όνειρα. Είναι ένα δύσκολο εγχείρημα αυτό, το δυσκολότερο απ’ όλα για έναν συγγραφέα, να γράψει για την ίδια τη γραφή πια. Χωρίς ωστόσο να κάνω μια μελέτη, ένα δοκίμιο, μια πραγματεία, ό,τι κάνω το κάνω μέσα από τη μυθοπλασία. Φτιάχνω μια ηρωίδα που, κατά έναν τρόπο, θα με αυτοβιογραφήσει. Οχι απλώς ως προς τα γεγονότα της ζωής μου, εφόσον όλα γίνονται σε σχέση με το γράψιμο –είναι τόσο αλληλένδετα σε μένα αυτά τα δύο… Δεν ξέρω αν υπάρχει λόγος να τα πω αυτά σε μια συνέντευξη».
«Στο τρίτο μέρος της τριλογίας μου «Mε το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους», που έχει τίτλο «Ορατή σαν αόρατη», επανέρχομαι σε μια ηρωίδα μου, τη Λεύκα, η οποία είναι μια προέκταση της Ιουλίας, μιας άλλης ηρωίδας από τους Λύκους. Η Ιουλία είναι η πλέον αινιγματική, την έχω στείλει με τους λύκους, δεν ξέρει κανείς τι έχει απογίνει. Παρ’ όλα αυτά, μια μεταμορφωμένη Ιουλία αναδύεται μέσα από το πρόσωπο της Λεύκας, η οποία από ένα σημείο και μετά, συνειδητά πια, γράφει, τάζεται στο γράψιμο, πώς να το πω… Και εκεί είναι για μένα το μεγάλο στοίχημα».
«Με κάθε βιβλίο αποκαλύπτουμε κάτι που δεν το ξέρουμε ίσως ούτε κι εμείς οι ίδιοι. Το μαθαίνουμε. Σκέπτομαι καμιά φορά πόσες μεταμορφώσεις υφίστανται οι ήρωές μου. Μα γι’ αυτό μού παίρνει και τόσον καιρό… Εντάξει, δεν είναι όρος απαράβατος η περιβόητη «επταετία», μην τρελαθούμε. Από την άλλη όμως, ίσως αυτός να είναι ο πιο ιδανικός χρόνος για μένα».
«Κοιτάξτε, αυτό είναι το σημείο που με έχει παιδέψει περισσότερο απ’ όλα, και συναισθηματικά αν θέλετε. Γιατί συνέβη όντως, για πάνω από μία δεκαετία, να γράφω για λογαριασμό ενός άλλου ατόμου. Από το 1973 έως τη χρονιά που βγήκε η «Περσινή αρραβωνιαστικιά» (1984), το πρώτο μου βιβλίο. Και δεν θα μπορούσα να δημοσιεύσω ούτε γραμμή όσο ένιωθα ότι το πρόσωπο αυτό είναι εν ζωή, ακόμη κι αν δεν ήταν σε θέση –για διάφορους λόγους –να διαβάσει τα βιβλία μου. Δεν επιθυμώ όμως να μιλήσω άλλο γι’ αυτό».
«Μη φανταστείτε ότι με απασχολεί και πολύ. Κάπου έγινε, κάπου φτιάχτηκε, από κάπου αναδύθηκε… Υπάρχει σε κάποια άτομα ένας –αυτούσιος να πω, αυθύπαρκτος, αυτογενής; –μαγνητισμός. Ναι, αυτή είναι η λέξη. Ενδέχεται λοιπόν να τον έχω υπό την εξής έννοια: μικρή, όταν λ.χ. πήγαινα στο δημοτικό ή στο γυμνάσιο αργότερα, ήμουνα μια ήσυχη ζωηρή κοπέλα· δεν ήμουνα το παιδί που ήθελε να είναι η πρώτη μαθήτρια ούτε να κάθεται στο πρώτο θρανίο, αλλά ο δάσκαλος, ή ο καθηγητής αργότερα, με ξεχώριζε για κάποιον λόγο. Και στα παιχνίδια που παίζαμε τα παιδιά, ήμουν –χωρίς να το επιδιώκω –κάτι σαν αρχηγός. Μη φανεί ότι κράδαινα καμιά σπάθα· είχα απλώς το θάρρος της δειλίας μου. Και εξακολουθώ…».
«»Μυστήριο πράγμα ο ύπνος. Ο,τι δεν βλέπουμε με ανοιχτά μάτια, το βλέπουμε με κλειστά» έλεγε η μάνα μου. Μια άλλη φορά, σαν να μονολογούσε, την άκουσα να λέει: «Τουλάχιστον βλέπουμε τους πεθαμένους μας στα όνειρα, πώς αλλιώς θα τους βλέπαμε; Κάτι είναι κι αυτό». Δεν θα πρωτοτυπήσω επομένως αν πω ότι η τέχνη οφείλει πολλά στην ύπαρξη, στο δεδομένο, στην αλήθεια και στο πλήγμα του θανάτου».
«Δεν θα πω ότι είμαι άθεη, ούτε όμως και ιδιαίτερα θρησκευόμενη. Αλλά μπορεί κάποια στιγμή, περνώντας από μια εκκλησία, να μου έρθει να μπω και να καθίσω και να δακρύσω στην ανάγκη. Να μην έχει να κάνει με τον κόσμο ή με κάποια γιορτή. Μόνη μου εγώ να μπω. Μια επικοινωνία με τις ψυχές, τους νεκρούς μου…».
Με την ιδέα του θανάτου έχετε συμφιλιωθεί;
«Υποθέτω πως κι εγώ –όπως όλοι, φυσικώ τω λόγω –φοβάμαι τον θάνατο, αλλά πραγματικά θα ήθελα να μη θυμώνω πια μαζί του. Γράφοντας προσπαθώ να συμφιλιωθώ με το ασυμφιλίωτο. Και νομίζω πως μάλλον θα τα καταφέρω. Δεν έζησα και λίγο, είμαι 66 ετών. Και χαίρομαι επειδή όσο μεγαλώνω γλυκαίνει η ψυχή μου, τόσο με τους ζώντες όσο και με τους τεθνεώτες. Και ίσως να έχω ακόμη κάποια χρόνια μπροστά μου, μπορεί και κάμποσα, ποιος ξέρει…».
«Του θανάτου; Τον έρωτα εννοείτε; Μα αυτός κι αν είναι ο γιορτινά ντυμένος θάνατος… Κοιτάξτε, προσωπικά πιστεύω ότι έχουμε ανάγκη να δούμε στον άλλον το πρόσωπο που εμείς θέλουμε να δούμε. Αφ’ ης στιγμής αποκαλύπτεται το αληθινό πρόσωπο, το μη εξιδανικευμένο, δύο τινά προκύπτουν: είτε σβήνει ο περίφημος έρωτας είτε αποφασίζουμε να χτίσουμε μιαν άλλη σχέση με το άλλο πρόσωπο. Εγώ σέβομαι και θαυμάζω εξίσου τα ζευγάρια που πεθαίνουν μαζί, αλλά και αυτά που συναποφασίζουν ότι «δεν πάει άλλο, κι ας μην κοροϊδευόμαστε». Δεν εννοώ ωστόσο τον συρμό των τελευταίων χρόνων, να παντρεύονται δύο άτομα μόνο και μόνο για να χωρίσουν, αυτά τα δράματα του γλυκού νερού. Εν πάση περιπτώσει, ως προς τον αυθεντικό έρωτα, ας το πω έτσι καταχρηστικά, νομίζω ότι κυνηγάμε το ανέφικτο και κάποια στιγμή, μοιραία, σπάμε τα μούτρα μας. Κι εκεί είναι ο πόνος πια, ο μεγάλος πόνος, απ’ όπου όμως ο συγγραφέας μπορεί να αντλήσει πράγματα, μην πω και θησαυρούς…».
«Βεβαίως, πάρα πολύ. Δεν είμαι η γυναίκα η καρδιοκατακτήτρια -ασχέτως αν κάποτε μπορεί να υπήρξα και τέτοια –αλλά συνήθως, ναι, την έχω πατήσει. Εχω απογοητευθεί. Ομως κι από μένα θα έχουν απογοητευθεί, φαντάζομαι. Κοιτάξτε, η ανάγκη για μοναξιά, άρα για δημιουργία, φαίνεται στο τέλος να υπερισχύει, για να το πω έτσι απλά».
«Με το σινεμά η σχέση μου είναι, ως γνωστόν, σχεδόν ερωτική. Καμιά φορά μάλιστα μου αρέσει περισσότερο να πηγαίνω μόνη. Γιατί η διαδρομή από το σπίτι ως τη σκοτεινή αίθουσα –είμαι και του πεζικού βλέπετε –είναι για μένα ευεργετική, καθώς με το περπάτημα στην ουσία γράφω. Και είναι απορίας άξιον πώς σταματώ στις διαβάσεις, πώς δεν είχα κανένα ατύχημα ως τώρα. Διότι είμαι και εξαιρετικά αφηρημένη. Νομίζω πάντως πως, εάν δεν έγραφα, θα ήθελα να φτιάχνω ταινίες· πιο πολύ να σκηνοθετώ, ίσως και να βάζω ένα χεράκι στα σενάρια… Και τώρα, παρακαλώ, θα μου επιτρέψετε να κάνω τον βραδινό μου περίπατο;»
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Ιουλίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ