Ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ (1867-1959) δεν επέτρεψε σε κανέναν να αποφασίζει για λογαριασμό του. «Είμαι ο μεγαλύτερος εν ζωή αρχιτέκτονας» είχε δηλώσει με αυτοκρατορικό ύφος και υπεροψία ενώπιον του δικαστηρίου, μιας και είχε ορκιστεί να πει την αλήθεια. Aκόμη ένας αλαζόνας αρχιτέκτονας, θα σκεφτείτε. Όμως, η περίπτωση του Φρανκ Λόιντ Ράιτ είναι μοναδική. Αποτελεί από μόνος του έναν κόσμο ολόκληρο, ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και κανείς άλλος δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του, ουδείς κατάφερε να τον ακολουθήσει, να τον μιμηθεί. Όσο για την «αλαζονεία» του, η δικαιολογία ανήκει στον ίδιο: «Νωρίς στη ζωή μου έπρεπε να επιλέξω ανάμεσα στην ειλικρινή υπεροψία και στην υποκριτική μετριοφροσύνη. Διάλεξα την ειλικρινή υπεροψία και δεν έχω βρει κανέναν λόγο να αλλάξω».
150 χρόνια από τη γέννησή του και 58 από τον θάνατό του, ο αμερικανός μετρ της αρχιτεκτονικής καταφέρνει να κινητοποιήσει μια τεράστια εμπορική μηχανή: Μέσα στο 2017 υφάνθηκαν υφάσματα Frank Lloyd Wright, κατασκευάστηκαν καπέλα του μπέιζμπολ, διακοσμητικά για το σπίτι, μέχρι και Lego κυκλοφόρησαν από το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ της Νέας Υόρκης, το τελευταίο δημιούργημά του. Εκδίδονται βιβλία, διοργανώνονται εκδρομές, ξεναγήσεις και εκθέσεις, με σημαντικότερη αυτήν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Μιλγουόκι, «Buildings for the Prairie» (από τις 28 Ιουλίου έως τις 15 Οκτωβρίου), όπου παρουσιάζονται τα «εξοχικά σπίτια» του Ράιτ. Και, βέβαια, η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ) με 400 εκθέματα από το Ιδρυμα Φρανκ Λόιντ Ράιτ. Η έκθεση αυτή, που φέρει τον τίτλο «Frank Lloyd Wright at 150: Unpacking the Archive», παρουσιάζει μέσα από 12 ενότητες σχέδια, μοντέλα, θραύσματα κτιρίων, έπιπλα, φωτογραφίες, χειρόγραφα και γράμματα από την αλληλογραφία του, αρκετά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά, έως την 1η Οκτωβρίου.
Ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ γεννήθηκε αρχιτέκτονας. Η μητέρα του ισχυριζόταν πως, ενόσω ήταν έγκυος, είχε την πεποίθηση ότι θα έφερνε στη ζωή έναν. Κι όταν γέννησε (6 Ιουνίου 1867), ώθησε το παιδί της προς αυτήν την κατεύθυνση διακοσμώντας το δωμάτιό του με χαρακτικά βρετανικών καθεδρικών, ενώ λίγο αργότερα τού έκανε δώρο ένα εκπαιδευτικό σετ από απλά ξύλινα γεωμετρικά σχήματα, τα οποία μπορούσαν να συνδυαστούν σε τρισδιάστατες συνθέσεις. Ο Ράιτ στην αυτοβιογραφία του αναφέρεται στην επίδραση που άσκησαν στον σχεδιασμό του αυτές οι ασκήσεις: «Τα νηπιακά αυτά στερεά τα παίζω ακόμη στα δάχτυλά μου». Και πράγματι, ένα χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του είναι η γεωμετρική καθαρότητα των κτιρίων του.
Μεγάλωσε σε μια αγροτική πόλη του Ουισκόνσιν με τη φροντίδα της ουαλής δασκάλας μάνας του και του φοβερού ιεροκήρυκα και δασκάλου μουσικής πατέρα του, ο οποίος όμως τους εγκατέλειψε όταν ο Φρανκ ήταν 17. Ετσι αναγκάστηκε, ως ο μόνος άνδρας της οικογένειας, να αναλάβει την οικονομική στήριξη της μητέρας και των δύο αδερφών του.
Εγινε δεκτός ως ειδικός μαθητής στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών, παρότι μέχρι σήμερα δεν έχει επιβεβαιωθεί ούτε εάν αποφοίτησε από το σχολείο, ούτε εάν πήρε ποτέ το πτυχίο του από το πανεπιστήμιο, το οποίο εγκατέλειψε στα 20 για να δουλέψει στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Τζόζεφ Λάιμαν Σίλσμπι στο Σικάγο. Ένα χρόνο αργότερα άλλαξε επαγγελματική στέγη, προκειμένου να εργαστεί ως μαθητευόμενος στο γραφείο του Λούις Σάλιβαν, της μεγαλύτερης αρχιτεκτονικής φίρμας στο Σικάγο, το οποίο ήταν υπό ανοικοδόμηση μετά την πυρκαγιά του 1871.
Πέντε χρόνια αργότερα χαίρει της απολύτου εμπιστοσύνης του Σάλιβαν, οπότε και αναλαμβάνει όλα τα οικιστικά σχέδια της εταιρείας. Όμως, το 1893 ο μέντοράς του ανακαλύπτει ότι ο μικρός Φρανκ παίρνει δουλειές εκτός εταιρείας και νιώθοντας προδομένος τον διώχνει κλοτσηδόν. Τότε ξεκίνησε το δικό του γραφείο, δουλεύοντας από το σπίτι του στο Oak Park, όπου ζούσε με την πρώτη του σύζυγο, Κίτι Τόμπιν, κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία, γεγονός που τον είχε κάνει ακόμη πιο γνωστό. Μέσα σε οκτώ χρόνια (το 1901) είχε υπογράψει 50 κατασκευές. Η δημιουργικότητά του ήταν ανεξάντλητη, το ίδιο και η ερωτική του ζωή, που ήταν γεμάτη έρωτες και βία.
Το 1910 εγκαταλείπει την πρώτη του σύζυγο και τα έξι τους παιδιά για να φύγει στην Ευρώπη με τη γυναίκα ενός πελάτη του (!), τη Μάμα Τσένεϊ, ανεπίτρεπτο για το πουριτανικό Σικάγο της εποχής. «Είμαι ένα σπίτι χωρισμένο από τον εαυτό του και από συνθήκες που δεν μπορώ να ελέγξω» γράφει τότε στη μητέρα του. Επιστρέφοντας χτίζει την ερωτική τους φωλιά, το Taliesin, ένα από τα πιο γνωστά του έργα, το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε «love bungalow» («μπαγκαλόου του έρωτα»). Ενας παρανοϊκός υπηρέτης όμως έβαλε φωτιά και έκαψε το σπίτι τους, σκοτώνοντας με τσεκούρι επτά ανθρώπους, ανάμεσά τους και τη Μάμα Τσένεϊ και τα δύο παιδιά της.
Ακάθεκτος ο Ράιτ συνεχίζει τις ερωτικές του αναζητήσεις. Παντρεύεται τη Μίριαμ Νόελ, μια μποέμ πνευματίστρια, με την οποία ζει μια σύντομη, ταραχώδη σχέση –λένε ότι την έδερνε κι εκείνη είχε βγάλει μαχαίρι. Ακολούθησε μια τρίτη σύζυγος, η Ολγκιβάνα, χορεύτρια από το Μαυροβούνιο (με την οποία απέκτησε μία θυγατέρα, την Ioβάνα), και ακόμη μία πυρκαγιά που κατέστρεψε το μεγαλύτερο τμήμα του Taliesin. Αφού το ξανάχτισε για τρίτη φορά, το μετέτρεψε σε ένα πρωτότυπο μίνι πανεπιστήμιο κοινόβιο, μια «χίπικη» κοινότητα της εποχής ή κάτι σαν θρησκευτικό τάγμα, όπου δίδασκε ο ίδιος, καλλιεργούσαν λαχανικά, έγραφαν μουσική και οι ταγμένοι μαθητές του βοηθούσαν στα σχέδιά του.
Οι βαρείς χειμώνες τον ώθησαν να φτιάξει λίγο αργότερα το Taliesin West στην Αριζόνα, που κατασκευάστηκε με προσωπική εργασία, τον κόπο και τον ιδρώτα των φοιτητών του και όπου μετέφερε τη σχολή του για κάποιους μήνες και έζησε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του.
Παθιασμένος και ταγμένος στην τέχνη του, πίστευε πως «η αρχιτεκτονική είναι η υψηλότερη δυνατή έκφραση του ανθρώπου ως μονάδας και δεν μπορεί να είναι ασυμβίβαστη με ένα αρμονικό σύνολο». Από το 1900 έως το 1917 σχεδιάζει εξοχικά σπίτια, τα οποία ονόμασε Prairie Houses, θεωρώντας ότι συνεργάζονταν με τη φύση και συμπλήρωναν αρμονικά την ύπαιθρο.
Χαμηλά, με κεκλιμένες στέγες, τραχιά υλικά, κρυφές καμινάδες, τα σπίτια αυτά αποτελούν τα πρώτα δείγματα «ανοιχτού σχεδιασμού» (open plan) και σε αυτά σιγά σιγά προσέθετε στοιχεία από πολιτισμούς που τον συγκινούσαν: Η κατοικία Ennis-Brown House (1924) στο Λος Αντζελες, με τα αφηρημένα διακοσμητικά μοτίβα στους τοίχους, την οποία είδαμε να πρωταγωνιστεί στην ταινία «Blade Runner» (1982) του Ρίντλεϊ Σκοτ, με τον Χάρισον Φορντ, κινείται στην αισθητική των προκολομβιανών πολιτισμών.
Η οικία Westcott στο Οχάιο είναι ακόμη ένα χαρακτηριστικό δείγμα «εξοχικής κατοικίας», όπου επίσης έχει ενσωματωθεί ο θαυμασμός του αρχιτέκτονα για την ιαπωνική τέχνη και τον πολιτισμό. «Μόνο η φιλοσοφία των κτισμάτων μου είναι ανατολική» είχε πει σε μια συνέντευξή του το 1957. «Στο Bιβλίο του Ταό αναφέρεται ότι η πραγματικότητα των κτιρίων δεν βρίσκεται στους τοίχους και στην οροφή, αλλά στο εσωτερικό τους. Αυτό σημαίνει ότι χτίζεις από μέσα προς τα έξω και όχι όπως γίνεται στη Δύση. Και η οργανική αρχιτεκτονική (που υπηρετεί ο Ράιτ) είναι πρωτότυπη έκφραση αυτής της ιδέας. Η έννοια του χώρου είναι οργανική, που σημαίνει φυσική και ουσιώδης».
Μια άλλη σημαντική κατοικία αυτής της περιόδου είναι το Frederick Robie House στο Σικάγο, που έχει χαρακτηριστεί «ακρογωνιαίος λίθος του μοντερνισμού».
Οι τολμηρές γραμμές της οροφής αλλά και η ενοποίηση του καθιστικού με τους χώρους εστίασης θεωρείται ότι άσκησαν σημαντική επιρροή στους ευρωπαίους αρχιτέκτονες μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Το 1913 ο Ράιτ έχτισε στο Τόκιο το μεγάλο, μνημειακό ξενοδοχείο «Imperial Hotel», το οποίο αρχικά δέχτηκε κριτική, αλλά όταν – μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του Κάντο το 1923 –ήταν ένα από τα ελάχιστα κτίρια που έμειναν όρθια, ο Ράιτ αντιμετωπίστηκε με δέος, αφού δεν είχε βάλει θεμέλια στο ασταθές έδαφος, αλλά είχε στηρίξει το κτίριο σε μια ελαστική αιωρούμενη βάση.
Η εμμονή με τη φύση καθόρισε το σύνολο της δουλειάς του Ράιτ. Η πρωτοποριακή έπαυλη Graycliff (Γκρίζος Γκρεμός), ή αλλιώς οικία Martin (1926), ένα σύμπλεγμα τριών κτιρίων που αγκαλιάζουν ουσιαστικά τη φύση, χτισμένα με το οργανικό στυλ του Ράιτ και με τζαμαρίες που βλέπουν στη λίμνη Ιρι, κοντά στο Μπάφαλο, υπήρξε προάγγελος της πλέον δημοφιλούς κατοικίας του Fallingwater (Καταρράκτης), ή αλλιώς οικίας Kaufmann στην Πενσιλβάνια (1935), που αποτελεί αριστούργημα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής.
Ο Εντγκαρ Κάουφμαν και η σύζυγός του είχαν ζητήσει ένα σπίτι όχι πολύπλοκο, αλλά κάτι όπου θα μπορούσαν να χαλαρώνουν, να γεμίζουν τις μπαταρίες τους και να απολαμβάνουν τον καταρράκτη. Τελικά ο Ράιτ έκανε τον καταρράκτη μέρος της ζωής τους, αφού τρέχει δίπλα και κάτω από το σπίτι, ενώ από τους κατακόρυφους πέτρινους όγκους βγαίνουν μπετονένιοι εξώστες που εκτείνονται στο τοπίο. Η φύση εισβάλλει στο σπίτι, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, αφού όταν φουσκώνει το ρυάκι, το σπίτι πλημμυρίζει.
Οι μηχανικοί του Κάουφμαν είχαν υποστηρίξει ότι το σχέδιο δεν ήταν ασφαλές και, παρά την επιμονή του Ράιτ για το αντίθετο, πρόσθεσαν κρυφά στο σκυρόδεμα επιπλέον ατσάλι. Το σπίτι είχε στοιχίσει 155.000 δολάρια. Ο ίδιος σε ακόμα μία κρίση μεγαλείου, μιλώντας για το καθιστικό του σπιτιού που σχεδίασε, είχε πει ότι «είναι από τις μεγαλύτερες ευλογίες που μπορεί να δει κανείς πάνω στη γη… Τίποτα δεν συγκρίνεται με τον συντονισμό, την έκφραση γαλήνης, όπου το δάσος και το ρυάκι συνδυάζονται τόσο ήσυχα με τα στοιχεία της κατασκευής… Ο καθένας θα μπορούσε να χτίσει ένα μεγάλο σπίτι για έναν πλούσιο. Το να σχεδιάσεις ένα όμορφο σπίτι για έναν μικρομεσαίο, ε, αυτό δείχνει την αξία του αρχιτέκτονα!».
Η ασυγκράτητη δημιουργικότητά του δεν περιοριζόταν στην αρχιτεκτονική. Εκτός από τη σχεδίαση του εσωτερικού χώρου με τον άνθρωπο στο επίκεντρο, χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του, ο Ράιτ επιμελούνταν συνολικά την «επίπλωση» των σπιτιών του: έπιπλα, υφάσματα, χαλιά, κρύσταλλα, λάμπες, σερβίτσια, ασημικά. Το οικονομικό κραχ του χρηματιστηρίου θα διαμορφώσει νέα δεδομένα, στα οποία ο Ράιτ προσαρμόστηκε δημιουργώντας ένα νέο στυλ εξοχικών κατοικιών, τα Ουσονικά Σπίτια, κτίσματα χαμηλού κόστους και υψηλής πρακτικότητας, προορισμένα για τη μεσαία τάξη. Το στυλ αυτό βρήκε πολλούς μιμητές. Πολλά στοιχεία των σύγχρονων αμερικανικών κατοικιών οφείλονται στον Ράιτ.
Ο ίδιος δεν επεδίωκε σχέσεις με την Ευρώπη. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1930 ήρθε αντιμέτωπος με τον μοντερνισμό, τα κρυστάλλινα κτίρια του Βάλτερ Γκρόπιους και του Μις βαν ντερ Ρόε. Παρά το μεγάλο ταλέντο και την αστείρευτη δυνατότητα ανανέωσης, αποστασιοποιήθηκε από τους Ευρωπαίους, που όπως έλεγε «μετατρέπουν το Μανχάταν σε φυλακή». Ενώ εκείνοι έφτιαχναν ορθογώνια σχήματα, αυτός δημιουργούσε καμπύλες και τριγωνικές στέγες· ενώ οι Ευρωπαίοι έχτιζαν μοντέρνα λιτά λευκά κουτιά, το δικό του ύφος γινόταν όλο και πιο διακοσμητικό και πολύπλοκο. Ισχυριζόταν δε πως «το λιγότερο είναι περισσότερο μόνο όταν το περισσότερο δεν είναι καλό».
Σε συνέντευξή του το 1957 είχε πει ότι «οι πιο πολλοί από τους αρχιτέκτoνες που αποκαλούμε σήμερα «μοντέρνους» είναι στην πραγματικότητα διακοσμητές, κάνουν κτίρια για φόντο σε αφίσες για ουίσκι και διαφημίσεις για σαπούνι». Μέχρι το τέλος της ζωής του βρισκόταν σε μάχη με το κίνημα μοντερνισμού. Όταν τον κατέτασσαν στην Αγία Τριάδα του κινήματος (μαζί με τον Λε Κορμπυζιέ και τον Μις βαν ντερ Ρόε), εκείνος αντιδρούσε: «Αν η αρχιτεκτονική είναι αυτό που πιστεύω εγώ, τότε δεν έχει υπάρξει άλλος αρχιτέκτονας».
Το αιρετικό Μουσείο Γκούγκενχαϊμ στη Νέα Υόρκη ήταν το τελευταίο έργο του, αλλά δεν πρόλαβε να το εγκαινιάσει. Πέθανε στα 92 του χρόνια (9 Απριλίου του 1959), έξι μήνες πριν το μουσείο ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό. Πρόκειται για μια σπειροειδή ράμπα που γέρνει προς τα μέσα, κάτι σαν το εσωτερικό ενός κοχυλιού, που σε οδηγεί από το ισόγειο στον τελευταίο όροφο. Την ίδια εποχή είχε χτίσει και το Marin Country, ένα κτίριο που διατηρούσε την αρμονία και την απλότητα στις γραμμές του και αποτέλεσε το σκηνικό της ταινίας «Gattaca» (1997).
Ο Ράιτ έχει στο βιογραφικό του 500 ολοκληρωμένα κτίρια. Ειδικά τα τελευταία χρόνια έχτιζε περίπου 30 κτίρια τον χρόνο. Οπως αναφέρει ο επιμελητής της έκθεσής του στο MoMΑ, «ήταν ένας προοδευτικός αλλά και δύστροπος άνθρωπος. Και εκ των υστέρων, με τόσες διαρροές, ρωγμές και κακοτεχνίες, μπορούμε να διατυπώσουμε πολλές αμφιβολίες για την τεχνογνωσία του». Όμως, ο αιρετικός αυτός άνθρωπος χάραξε τον δρόμο για την αμερικανική αρχιτεκτονική και, αν δεν είναι ο μεγαλύτερος αρχιτέκτονας του 20ού αιώνα, είναι αναμφίβολα ένας από τους κορυφαίους. Και σίγουρα είναι ο πλέον αναγνωρίσιμος. Κι αυτό δεν οφείλεται στο τραγούδι των Simon & Garfunkel «So Long, Frank Loyd Wright» (1970): «Αρχιτέκτονες θα πάνε και θα έρθουν, αλλά εσύ μην αλλάξεις τον τρόπο με τον οποίο βλέπεις τα πράγματα». l
«Frank Lloyd Wright at 150: Unpacking the Archive», Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (MoMA). Εως την 1η Οκτωβρίου.
«Frank Lloyd Wright: Buildings for the Prairie», Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Μιλγουόκι. Από τις 28 Ιουλίου έως τις 15 Οκτωβρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 16 Ιουλίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ