Για να είναι κανείς σε θέση να κοιτά μπροστά, πρέπει, μεταξύ άλλων, πρώτα να κοιτά καλά πίσω, ειδικά δε όταν αυτό το πίσω δεν είναι μακρινό, αλλά, ουσιαστικά, «χθες».
Σαν χθες ήταν λοιπόν όταν, πριν από λίγα χρόνια, η Κύπρος υπέστη μια τρομακτική, διεθνή, ελληνική αλλά και εσωτερική, πίεση, προκειμένου να αποδεχθεί το Σχέδιο Ανάν. Τα γεγονότα είναι γνωστά σε όλους: ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδας Γιώργος Παπανδρέου, ο άνθρωπος ο οποίος έθεσε τη χώρα υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, πρωτοστάτησε, ως μη όφειλε σεβόμενος την αυθυπαρξία της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην προπαγάνδα υπέρ του τραγικού για τη χώρα Σχεδίου. Το κύριο «επιχείρημα» εκείνων που ήθελαν την επιβολή του ήταν ότι αν δεν γινόταν αποδεκτό, η Κύπρος θα… καταστρεφόταν. Μιλούσαν για απόλυτη διεθνή απομόνωση και για φοβερές συνέπειες κάθε μορφής, που θα ερχόντουσαν την επομένη της απόρριψης, στην οποία πρωτοστάτησε ο τότε πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος και την υπερψήφισε ο κυπριακός λαός.
Τελικά, όχι μόνον δεν ήρθαν αυτές οι επαπειλούμενες καταστροφές, όχι μόνον η Κύπρος δεν πιέστηκε στη συνέχεια από τις διεθνείς δυνάμεις, όχι μόνον η Τουρκία δεν κουνήθηκε, αλλά, αντιθέτως, σήμερα, οι μεγάλες αυτές δυτικές δυνάμεις είναι που πρωτοστατούν στην προστασία του δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας να προχωρήσει στις έρευνες για φυσικούς πόρους και που εταιρίες τους τις διεξάγουν. Το γαλλικό τρυπάνι ξεκίνησε με ισχυρές στρατιωτικές γαλλικές, ισραηλινές και ελληνικές δυνάμεις να βρίσκονται παρούσες ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο η Τουρκία να επιχειρήσει κάποια ανόητη κίνηση. Η υπουργός Αμυνας της Γαλλίας βρέθηκε χθες στην Κύπρο και έδωσε απόλυτα το στίγμα…
Αν όμως είχε περάσει το Σχέδιο Ανάν, σήμερα, όλα αυτά θα ήταν αδύνατο να συμβούν: στην πραγματικότητα, τα πάντα θα ήταν υπό την πλήρη αίρεση της Αγκυρας – και όχι φυσικά των Τουρκοκυπρίων, όπως φάνηκε άλλωστε και στις τελευταίες διαπραγματεύσεις, όπου ο Ακιντζί, αν και για πολλά χρόνια πολύ συναινετικός πολιτικός, από την ώρα που ανέλαβε καθήκοντα, έχασε κάθε δυνατότητα να χαράξει πολιτική: λέει και κάνει μέχρι κεραίας ό,τι του πουν από την Αγκυρα. Η Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε αυτοκαταργηθεί και ο αληθινός συνομιλητής όλων των διεθνών παραγόντων, πολιτικών και οικονομικών, για τις έρευνες, θα ήταν σήμερα επί της ουσίας ο Ερντογάν. Αυτή θα ήταν η πραγματικότητα.
Τώρα, το Λονδίνο, που στο Κυπριακό έχει πάντοτε έναν πολύ ιδιαίτερο ρόλο, φέρεται να επιχειρεί να επαναφέρει ένα σχέδιο λύσης ουσιαστικά σαν αυτό που μόλις απορρίφθηκε στην Ελβετία – σχέδιο το οποίο δεν ήταν δυνατό να αποδεχθεί ο σημερινός πρόεδρος Νίκος Αναστασιάδης, ο οποίος υπήρξε θερμός υποστηρικτής του Σχεδίου Ανάν…
Η Κύπρος – και η Ελλάδα – δεν πρέπει να κάνουν το μέγα σφάλμα να αποδεχθούν τίποτα σαν αυτό το σχέδιο, όποιος κι αν το φέρει, ό,τι κι αν, υποτίθεται, ότι βελτιώνει, εφόσον δεν ξεκαθαρίζονται απόλυτα τα μείζονα και δεν διασφαλίζονται, μεταξύ άλλων, η αποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και το τέλος των εγγυήσεων. Θα πρόκειται για ολέθριο λάθος.
Η διεθνής πολιτική για το Κυπριακό είναι μία τρομερά σύνθετη υπόθεση. Η ουσία όμως είναι ότι σήμερα, τα πράγματα έχουν πλέον «γυρίσει». Το ίδιος συμβαίνει και με την ελληνοτουρκική ισορροπία: η Σούδα αντικαθιστά σταδιακά το Ιντσιρλίκ της Τουρκίας την ώρα που το αμερικανικό αεροπλανοφόρο Τζορτζ Μπους μπλοκάρει τις τουρκικές επικοινωνίες στην κυπριακή ΑΟΖ!
Κύπρος και Ελλάδα πρέπει να προχωρήσουν στην κατεύθυνση που ήδη βαδίζουν και η οποία ήδη έχει αποδώσει πολύ μεγάλους καρπούς. Ας απειλούν οι Τούρκοι. Δεν νοείται ούτε βήμα πίσω.
Οι ισχυρές διπλωματικές, γεωπολιτικές και οικονομικές συμμαχίες και εξίσου ισχυρή και αποφασιστική βούληση για τη στρατιωτική άμυνα της Κύπρου και της Ελλάδας είναι ο μόνος δρόμος. Και, σε αντίθεση με την καταστροφική λογική της υποχώρησης, αυτός ο δρόμος ήδη οδηγεί κάπου. Το απέδειξαν περίτρανα και η απόρριψη του Ανάν τότε αλλά και οι τρέχουσες εξελίξεις.
Υ.Γ. Και ίσως το παράδειγμα του «όχι» που ειπώθηκε στο Σχέδιο Ανάν να πρέπει να κάνει πολλούς να σκεφτούν κάποια άλλα «όχι», ιδίως εδώ στην Ελλάδα, που, τελικά, δεν ειπώθηκαν…