«Πολύ κακό για το τίποτα» ήταν το συμπέρασμα της λαϊκής «Bild» που γράφει ότι «ξοδέψαμε 190 εκατ. ευρώ για να μάθουμε ότι ο Τραμπ δεν θέλει τη Συμφωνία του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή ούτε απολύτως ελεύθερο το παγκόσμιο εμπόριο. Και ποιος ξέρει πόσα θα πληρώσουμε για να συνέλθει το Αμβούργο από την ανεξέλεγκτη βία όσων χτύπησαν, έσπασαν και έκαψαν για να βγάλουν το άχτι τους κατά του καπιταλισμού».
Κυριάρχησε βέβαια η απομόνωση των ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ που απέρριψε τη συμφωνία για το κλίμα. Οι υπόλοιποι υπογράμμισαν ότι είναι «μη αναστρέψιμη» και προχωρούν. Πλην της Τουρκίας του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που άφησε να εννοηθεί ότι μπορεί να αλλάξει γνώμη και να ακολουθήσει το παράδειγμα της Αμερικής.
Σοκ και δέος
Από το G20 στον κόσμο του G μηδέν
Στη μια πλευρά οι ΗΠΑ και στην άλλη 18 χώρες και η ΕΕ. Αν και αυτό που κυρίως δίχασε ήταν η κλιματική αλλαγή, για πολλούς η σύνοδος του Αμβούργου συμβόλισε κάτι πολύ βαθύτερο: «Το G20 έχει γίνει G19+1». Η Αμερική του Τραμπ έχει παραιτηθεί από τον παγκόσμιο ηγετικό ρόλο της. Μόνο που ούτε αυτό είναι ακριβές: δεν υπάρχει G19, ούτε ενωμένο μέτωπο των υπολοίπων.
Φταίει μόνο ο Τραμπ για την αποτυχία ή μήπως το Αμβούργο απέδειξε ότι το G20 είναι παρωχημένο απομεινάρι ενός κόσμου που έχει πάψει να υφίσταται;
Η αρχή πάνω στην οποία ιδρύθηκε το G20, το 1999, ήταν ότι όλες οι μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη θα συνέκλιναν γύρω από ένα ενιαίο μοντέλο φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης. Η σκέψη ήταν πως καθώς θα διαπραγματεύονταν και θα αλληλεπιδρούσαν οι χώρες – που συνολικά αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού, το 85% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 80% των εκπομπών καυσαερίων – θα γίνονταν «υπεύθυνοι μέτοχοι» σε αυτή την τάξη, θα μοιράζονταν προβλήματα και συμφέροντα και θα περιόριζαν τις γεωπολιτικές διαφορές τους. Με την πάροδο του χρόνου, θα ελευθέρωναν τα πολιτικά και οικονομικά τους συστήματα, ακόμη και αν δεν ήταν όλες φιλελεύθερες δημοκρατίες.
Μια τέτοια σύγκλιση συνέβη στα τέλη του 2008. Την ώρα που ο κόσμος συγκλονιζόταν από τη χειρότερη οικονομική κρίση από τη δεκαετία του 1930, οι ΗΠΑ φιλοξένησαν τη διάσκεψη κορυφής του G20, αναγνωρίζοντας ότι όλα τα κράτη-μέλη είχαν κοινό συμφέρον για την αποτροπή της οικονομικής καταστροφής.
Αλλά η συναίνεση δεν κράτησε, και 10 χρόνια αργότερα ο κόσμος χωρίζεται πάλι σε στρατόπεδα. Στο ένα ανήκουν όσοι πιστεύουν ακόμα στην παγκοσμιοποίηση, στο ελεύθερο εμπόριο και στην πολυμερή συνεργασία (η Γερμανία της Μέρκελ, η Γαλλία του Μακρόν, ο Καναδάς του Τζάστιν Τριντό, η Ιαπωνία του Σίνζο Αμπε). Αλλά η Ρωσία του Πούτιν και η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ επιθυμούν την αναβίωση της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων με βάση τις περιφερειακές σφαίρες επιρροής.
Σε άλλο στρατόπεδο βρίσκονται οι εθνο-λαϊκιστές, που επικεντρώνονται σε ένα πολύ στενότερο σύνολο εθνικών συμφερόντων και αναζητούν διμερείς συμφωνίες και δεσμεύσεις ασφαλείας. Οι τάξεις τους περιλαμβάνουν τον Τραμπ, τη Μέι, τον Ερντογάν.
Η παγκόσμια τάξη είχε αρχίσει να αποκλίνει προς αυτόν τον λεγόμενο «κόσμο του G μηδέν» πριν από την εκλογή του Τραμπ. Αλλά τώρα πια δεν κρύβεται το κενό εξουσίας στη διεθνή πολιτική, που δημιουργείται από την παρακμή της δυτικής επιρροής και την εστίαση των κυβερνήσεων των αναπτυσσόμενων χωρών (Βραζιλία, Ινδία, Νότια Αφρική κ.λπ.) στα δικά τους συμφέροντα και εσωτερικά προβλήματα. Με αυτή την ερμηνεία, τα γεγονότα στο Αμβούργο είναι προάγγελος της νέας εποχής του ανταγωνισμού και της διεθνούς αταξίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ