Η ένταση που υπάρχει τον τελευταίο καιρό στις σχέσεις εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας είναι εξαιρετικά δυσάρεστη. Κλονίζει την εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου, υπονομεύει την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, πυροδοτεί πάθη και εμποδίζει τον πολίτη να εκτιμήσει νηφάλια την κατάσταση.
Αφετηρία υπήρξε το ότι ορισμένοι εκπρόσωποι της εκτελεστικής εξουσίας δεν γνωρίζουν, όταν διαφωνούν με κάποια δικαστική απόφαση, πώς να ασκούν κριτική. Αντί κριτικής, επιδίδονται σε λοιδορίες και μειωτικές εκφράσεις και υπαινίσσονται ιδιοτελή κίνητρα. Με τον τρόπο αυτόν δεν πείθουμε, ακόμη και αν έχουμε κάποιο δίκιο επί της ουσίας. Ασφαλώς το έργο των δικαστών είναι έργο ανθρώπων και «το σφάλλεσθαι ανθρώπινον», η δε διαφωνία είναι δικαίωμα του καθενός. Διαφωνία όμως με σεβασμό προς την αντίθετη άποψη, αλλά και προς το δικαστικό λειτούργημα.
Στη δίνη των αντιπαραθέσεων
Δεν θα ήθελα όμως να μείνω στις παραπάνω γενικές σκέψεις. Καλύτερη συμβολή στο πρόβλημα είναι, νομίζω, να παίρνει κανείς θέση σε συγκεκριμένα θέματα αντιπαράθεσης. Ετσι θα αναφερθώ στην απόφαση 1738/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας, που έκρινε αντισυνταγματική την παράταση της πενταετούς παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου κατά των φορολογουμένων και περιέπεσε στη δίνη εντονότατων αντιπαραθέσεων. Κατά την απόφαση οι επανειλημμένες παρατάσεις της παραγραφής είναι αντίθετες με τις συνταγματικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των διοικουμένων.
Μπορεί ο νομοθέτης να παρέτεινε με νεότερους νόμους τον χρόνο της παραγραφής, αλλά το Σύνταγμα δεν ανέχεται συνολικό χρόνο παραγραφής που δεν είναι «εύλογος», είπε η απόφαση. Προσέθεσε δε ότι δεν είναι συνταγματικά ανεκτό να ενθαρρύνεται, με τις παρατάσεις, η αδράνεια των διοικητικών αρχών και να κλονίζεται η αξιοπιστία του Κράτους. Σκέψεις ορθότατες, που εύστοχα το Δικαστήριο τις συνάγει από το Σύνταγμα (μολονότι μη ρητά διατυπωμένες σε αυτό).
Το σκεπτικό όμως αυτό της απόφασης είναι μονομερές. Διότι υπάρχουν και άλλες (μη μνημονευόμενες στην απόφαση) συνταγματικές αρχές, που βαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ετσι η συνταγματική αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης και της ισότητας των ελλήνων πολιτών ως προς τη συνεισφορά τους (ανάλογα με τις δυνάμεις τους) στα δημόσια βάρη επιβάλλει την πάταξη της φοροδιαφυγής. Τούτο το επιβάλλει και το δημόσιο συμφέρον, στο οποίο το ίδιο το ΣτΕ συχνά προσφεύγει. Το Σύνταγμα δεν ανέχεται να επιβαρύνονται περισσότερο οι έντιμοι φορολογούμενοι, επειδή κάποιοι άλλοι πολίτες συνηθίζουν να φοροδιαφεύγουν.
Εναπόκειται στον δικαστή να κρίνει ποιες αρχές βαρύνουν περισσότερο στη συγκεκριμένη δικαζόμενη περίπτωση. Η κρινόμενη απόφαση νομίζω ότι δεν έπρεπε να αποσιωπήσει τις σχετικές με την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής αρχές, έστω και αν τελικά έκρινε, σταθμίζοντας τη βαρύτητα κάθε συνταγματικής αρχής για τη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι έπρεπε να επικρατήσει η αρχή της ασφάλειας δικαίου για τον φορολογούμενο πολίτη. Τούτο όμως θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να γίνει δεκτό, χωρίς να θυσιασθεί πλήρως στη δικαζόμενη υπόθεση (όπως έγινε) η αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης που επιβάλλει την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Τη χρυσή τομή προσφέρει το (εύστοχα επικαλούμενο από την απόφαση του ΣτΕ) κριτήριο του «ευλόγου» του χρόνου της παραγραφής, δηλαδή τόσου χρόνου ώστε και ο φορολογούμενος να μην επιβαρύνεται υπερβολικά, αλλά και οι φορολογικές αρχές να μην ανακόπτονται στο έργο τους και μάλιστα εκ των υστέρων και ενώ ασχολούνται με τον φορολογικό έλεγχο, εμπιστευόμενες τις αποφάσεις του κοινού νομοθέτη για παράταση.
Ελλειψη σοβαρότητας
Η αρχική πενταετία είναι απόφαση του κοινού νομοθέτη και δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι αυτή είναι και για τον συνταγματικό νομοθέτη ο εύλογος χρόνος παραγραφής. Νομίζω ότι αυτό που ενόχλησε –και δικαίως –το ΣτΕ ήταν η συνεχής παράταση της προθεσμίας παραγραφής, κάθε φορά λίγο πριν λήξει η προηγούμενη παράταση. Μέτρησα, μελετώντας την απόφαση του ΣτΕ, 13 στη σειρά παρατάσεις!
Δείγμα έλλειψης σοβαρότητας από πλευράς Δημοσίου, πρακτική που έπρεπε πράγματι να στηλιτευθεί από το δικαστήριο. Αλλά παρατάσεις συνολικής διάρκειας π.χ. 2-3 ετών θα μπορούσαν να θεωρηθούν εύλογες (άρα συνταγματικά ανεκτές), ιδίως όταν υπάρχουν σοβαροί και ειδικοί λόγοι γι’ αυτό, ώστε να μην αγνοηθεί ολότελα η ανάγκη καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
Νομίζω ότι είναι κοινός τόπος πως τα τελευταία χρόνια προβάλλει έντονο το αίτημα για ενίσχυση των φορολογικών ελέγχων με αξιοποίηση των διασταυρώσεων κρίσιμων στοιχείων (και από τράπεζες του εξωτερικού), που στο παρελθόν δεν γίνονταν ή ήταν τεχνικά και νομικά δυσχερέστερες.
Από το ιστορικό της υπόθεσης συνάγεται ότι ο καταλογισμός των φόρων που διακόπτει την παραγραφή έγινε στη δικαζόμενη περίπτωση στο τέλος του όγδοου χρόνου από την έναρξη της παραγραφής. Καλυπτόταν δηλαδή από τις παρατάσεις τριών ετών, που το ΣτΕ νομίζω ότι μπορούσε να τις θεωρήσει εύλογες.
Ετσι, δεν θα «αθωωνόταν» φορολογικά η δικαζόμενη εταιρεία, αν πράγματι είχε φοροδιαφύγει. Ούτε θα γενικευόταν η «αθώωση» και για πλήθος άλλων φοροδιαφευγόντων πολιτών, ενώ συγχρόνως θα παρέμενε η αποδοκιμασία της συνεχούς, χωρίς φραγμό επανάληψης των παρατάσεων. Θα μπορούσε ακόμη το ΣτΕ να δεχθεί απαλλαγή του φορολογούμενου πολίτη (ως επιταγή των παραπάνω συνταγματικών αρχών) από το βάρος της απόδειξης της μη φοροδιαφυγής του μετά, π.χ., την πρώτη πενταετία και να επιρρίψει το βάρος της απόδειξης της φοροδιαφυγής για την πρώτη ή και δεύτερη παράταση πλήρως στις φορολογικές αρχές.
Διότι βασικό επιχείρημα υπέρ της παραγραφής είναι η εξασθένηση με την πάροδο του χρόνου των μέσων απόδειξης και η υπερβολική επιβάρυνση για τον φορολογούμενο να διαφυλάσσει τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία επ’ αόριστον. Σημειωτέον ότι η επίκληση από το ΣτΕ της μη αναδρομικότητας των φορολογικών νόμων είναι ατυχής, αφού εδώ δεν επιβάλλονται αναδρομικά νέοι φόροι ή νέα βάρη, αλλά γίνεται (φυσικά εκ των υστέρων) έλεγχος για τους φόρους προηγούμενων ετών που οφείλονταν σύμφωνα με το τότε ισχύον δίκαιο.
Η απόφαση και η «συμμόρφωση»
Τέλος και σε ένα άλλο σημείο δεν θα συμφωνούσα με την απόφαση του ΣτΕ. Το Δημόσιο επικαλέσθηκε επικουρικά εφαρμογή διάταξης νόμου του 2014, κατά την οποία σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης το δικαστήριο μπορεί να ορίσει, σταθμίζοντας τις διαμορφωμένες πραγματικές καταστάσεις καθώς και το δημόσιο συμφέρον, ότι τα αποτελέσματα της ακυρωτικής απόφασης δεν έχουν αναδρομική ισχύ, όπως είναι ο κανόνας, αλλά αρχίζουν σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Τούτο θα περιόριζε πολύ τις περιπτώσεις που θα παραγράφονταν. Το ΣτΕ όμως απέρριψε το αίτημα αυτό του Δημοσίου ως αόριστο, μολονότι η ύπαρξη δημοσίου συμφέροντος για τη μεγαλύτερη δυνατή αποκάλυψη φοροδιαφυγής είναι αυταπόδεικτη. Χάθηκε έτσι η ευκαιρία για μια πιο σταθμισμένη και εξισορροπούσα τα αντιτιθέμενα εδώ θεμιτά συμφέροντα δικαστική απόφαση.
Η απόφαση του ΣτΕ παρά ταύτα ισχύει και δεσμεύει. Οφείλουμε συνεπώς όλοι (και πρωτίστως η κρατική Διοίκηση) να συμμορφωθούμε. Η διατύπωση κριτικής είναι ενδεχομένως χρήσιμη για το μέλλον. Για το παρόν η κριτική ίσως δείχνει ότι ενθουσιώδεις, αλλά αβασάνιστες και χωρίς προβληματισμό, επιδοκιμασίες της απόφασης δεν δικαιολογούνται.
Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Νομικής – ακαδημαϊκός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ