Με τις ενεργειακές εξελίξεις στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην Ανατολική Ευρώπη να είναι ταχείες, τα Βαλκάνια να βρίσκονται σε περίοδο «υπόκωφης αστάθειας», τη Ρωσία να επιδιώκει να εκμεταλλευθεί κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται για προώθηση των συμφερόντων της στην περιοχή (με βασικό όχημα την ενέργεια) και τη γειτονική Τουρκία να αποτελεί το «μαύρο κουτί» κάθε γεωπολιτικής ανάλυσης, η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να διευκολύνει σχέδια που ενισχύουν τη δική της θέση στον νέο ενεργειακό χάρτη και να πραγματοποιήσει τις κρίσιμες επιλογές που απαιτούνται για την επόμενη ημέρα.
Το ενδιαφέρον πολλών έχει το τελευταίο διάστημα επικεντρωθεί στην εμφάνιση μεγάλων εταιρειών του πετρελαϊκού χώρου που έχουν αποφασίσει να ενεργοποιηθούν στην έρευνα σε θαλάσσιες περιοχές του ελλαδικού χώρου, τόσο στο Ιόνιο όσο και νοτίως της Κρήτης. Από γεωπολιτική άποψη όμως το «ενεργειακό μπρα ντε φερ» Δύσης – Ρωσίας, ή ακριβέστερα Ηνωμένων Πολιτειών – Ρωσίας, εκτυλίσσεται γεωγραφικά από την Ελλάδα και βορειότερα, «ανεβαίνοντας» προς την Κεντρική Ευρώπη.
Η απόφαση της Μόσχας να διακόψει, από το 2019, την παροχή φυσικού αερίου προς την Κεντρική Ευρώπη μέσω Ουκρανίας, η προσπάθειά της να διατηρήσει προσδεδεμένα τα Βαλκάνια στο ενεργειακό της άρμα και η προσέγγισή της με την Αγκυρα για την κατασκευή του αγωγού Turkish Stream έχουν οδηγήσει τους ιθύνοντες της αμερικανικής και ευρωπαϊκής ενεργειακής διπλωματίας στην αναζήτηση λύσεων που θα κόψουν, με κάθετους άξονες, τις ρωσικές ενεργειακές οδούς.
Σε αυτό το πλαίσιο, η προσοχή δεν στρέφεται αποκλειστικά στην ολοκλήρωση του Διαδριατικού Αγωγού (ΤΑΡ) που θα μεταφέρει από το 2020 αέριο από το Αζερμπαϊτζάν προς την ευρωπαϊκή αγορά μέσω του Νοτίου Ενεργειακού Διαδρόμου. Δυτικοί αναλυτές του χώρου της ενέργειας κρίνουν ως πολύ σημαντική την ταχεία προώθηση του πλωτού τερματικού σταθμού αεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (Floating Storage and Re-Gasification Unit, FSRU) στην Αλεξανδρούπολη, σχέδιο που έχει αναλάβει η εταιρεία Gastrade του ομίλου Κοπελούζου. Πρόκειται για ένα έργο σημαντικότατης γεωπολιτικής σημασίας, που έχει επίσης ενταχθεί στα Εργα Κοινού Ενδιαφέροντος της ΕΕ. Με την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου θα αναβαθμιστεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος της Ελλάδος στην εισαγωγή ποσοτήτων υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), από τη στιγμή που έχει διευρυνθεί η ικανότητα του τερματικού σταθμού της Ρεβυθούσας να δεχθεί μεγαλύτερες ποσότητες.
Διαφοροποίηση πηγών
Επιπλέον, η ολοκλήρωση του έργου αυτού στην Αλεξανδρούπολη «κουμπώνει γεωπολιτικά» με την κατασκευή του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδος – Βουλγαρίας (IGB) τον οποίο η Ουάσιγκτον και οι Βρυξέλλες θεωρούν μείζονος σημασίας για τη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας στην Ευρώπη και την απεξάρτηση χωρών όπως η Ουγγαρία, η Ουκρανία, η Ρουμανία και η Σερβία από το ρωσικό αέριο. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Ο πλωτός τερματικός σταθμός στην Αλεξανδρούπολη που προωθεί η Gastrade μπορεί να περιορίσει τον ρόλο του αποκλειστικού διαμετακομιστή που διεκδικεί για τον εαυτό της η Τουρκία, επιδιώκοντας να περάσουν όλες οι ενεργειακές οδοί της περιοχής από το έδαφός της. Επιπλέον, δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι αυτός ο πλωτός σταθμός θα μπορούσε μελλοντικά να συνδεθεί με τη μεταφορά φορτίων υγροποιημένου αερίου από τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου που επίσης ορέγεται η Τουρκία.
Το FSRU στη Βόρεια Ελλάδα έχει τεράστιο ενδιαφέρον για την Ουάσιγκτον. Σύμφωνα άλλωστε με πληροφορίες, η αμερικανική εταιρεία Cheniere έχει εκδηλώσει προς την ελληνική κυβέρνηση το ενδιαφέρον της να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα. Η Cheniere είναι η πρώτη αμερικανική ενεργειακή εταιρεία που άρχισε να εξάγει LNG προς την ευρωπαϊκή αγορά μετά την επανάσταση του σχιστολιθικού αερίου στις ΗΠΑ. Η δε κυβέρνηση Τραμπ, στο πλαίσιο της νέας οικονομικής πολιτικής που φαίνεται ότι θέλει να ακολουθήσει (America First), επιθυμεί να προωθήσει τις αμερικανικές εξαγωγές.
Απεξάρτηση από τη Μόσχα
Η υλοποίηση της μονάδας στην Αλεξανδρούπολη συνδέεται άρρηκτα με την έναρξη κατασκευής του IGB. Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί την τελευταία διετία, η κατασκευή έχει καθυστερήσει, κυρίως με ευθύνη της Σόφιας. Πηγές που γνωρίζουν επισημαίνουν ότι η Βουλγαρία δεν έχει αυτή τη στιγμή χρήματα να διαθέσει από το δικό της πακέτο κοινοτικών κονδυλίων, καθώς ένα μέρος αυτών έχει κατευθυνθεί για την κατασκευή ενός άλλου διασυνδετηρίου αγωγού προς τη Νις της Σερβίας.
Την περασμένη εβδομάδα, οι υπουργοί Ενέργειας Ελλάδος και Βουλγαρίας Γιώργος Σταθάκης και Τεμενούσκα Πέτροβα συναντήθηκαν στην Αθήνα. Συζήτησαν τις τελευταίες εξελίξεις και επιβεβαιώθηκε η εξασφάλιση χρηματοδότησης από τα αντίστοιχα εθνικά ΕΣΠΑ, ενώ συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί το ερχόμενο φθινόπωρο το τελευταίο market test για την οριστική δέσμευση των ποσοτήτων φυσικού αερίου που απαιτούνται για την εμπορική λειτουργία του έργου (προβλέπεται για το 2020). Το ζήτημα του IGB επρόκειτο να απασχολήσει και τους πρωθυπουργούς των δύο χωρών, Αλέξη Τσίπρα και Μπόικο Μπορίσοφ, κατά τη συνάντηση που θα είχαν την περασμένη Πέμπτη στη Θεσσαλονίκη.
Ο IGB είναι ο κρίσιμος κρίκος στην αλυσίδα του γεωπολιτικού ενεργειακού σχεδιασμού ώστε να σπάσει η ρωσική κυριαρχία στην ενεργειακή σκακιέρα της Βαλκανικής. Μια ματιά στον χάρτη μιλάει από μόνη της για τη σημασία της Βουλγαρίας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν στη χώρα δύο δίκτυα, ένα εθνικό και ένα διαμετακομιστικό. Το δεύτερο ελέγχεται από την Gazprom και όπως παρατηρούσε πρόσφατα αμερικανός αξιωματούχος,
«όποια πόρτα κι αν ανοίξει στη Βουλγαρία, υπάρχει από πίσω ένα ρωσικό χέρι». Τα δύο δίκτυα δεν είναι ανεξάρτητα. Παράλληλα, ο ρωσικός ενεργειακός κολοσσός ελέγχει και έναν μικρό διασυνδετήριο αγωγό προς την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ), κάτι το οποίο εξηγεί για ποιον λόγο η ηγεσία της χώρας αυτής επιθυμεί την κατασκευή ενός μικρού αγωγού που θα τη συνδέσει μελλοντικά με τον ΤΑΡ. Για τον σκοπό αυτόν έχει υπογραφεί ένα Μνημόνιο Συνεργασίας στο πλαίσιο των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) μεταξύ των δύο υπουργείων Εξωτερικών. Την ίδια στιγμή, έντονο ενδιαφέρον για να συνδεθεί με το νότιο δίκτυο επιδεικνύει και η Σερβία. Το Βελιγράδι θα προτιμούσε να προμηθευτεί LNG μέσω της ελληνοβουλγαρικής οδού και όχι από τον μικρό τερματικό σταθμό που υπάρχει στην Κροατία –για ευνόητους λόγους.
Η εμπλοκή της Τουρκίας: Τι προβλέπει το σχέδιο του πλωτού σταθμού στην Αλεξανδρούπολη
Η προώθηση του FSRU στην Αλεξανδρούπολη σε συνδυασμό με τον IGB υπερβαίνει τις αμερικανικές επιθυμίες, καθώς έχει και εθνική σημασία. Τούτο πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα της διαρκούς προσπάθειας της Τουρκίας να μονοπωλήσει τις ενεργειακές οδούς μεταφοράς αερίου στην ευρωπαϊκή αγορά, είτε από την Κασπία είτε και από οπουδήποτε αλλού. Στην εξίσωση αυτή πρέπει να προστεθεί η στενή συνεργασία Αγκυρας – Μόσχας για την κατασκευή του αγωγού Turkish Stream.
Η Αγκυρα κινείται γρήγορα και ήδη έχει κατασκευαστεί ένα FSRU στα ανοιχτά της Σμύρνης. Αν καθυστερήσει κι άλλο η κατασκευή του πλωτού σταθμού στην Αλεξανδρούπολη, τότε οι Τούρκοι σχεδιάζουν να αναπτύξουν και άλλον πλωτό σταθμό βορειότερα, στον Κόλπο του Σάρου. Παράλληλα, Μόσχα και Αγκυρα «τρέχουν» για την κατασκευή του πρώτου σκέλους του Turkish Stream. Αυτός ο αγωγός θα συνδέεται με τον σημερινό TransBalkan, όπερ σημαίνει ότι θα μπορεί να εξακολουθήσει η ενεργειακή πίεση τόσο προς τη Βουλγαρία όσο και προς την Ουκρανία (από τον Νότο).
Το επιχειρηματικό ενδιαφέρον για το FSRU στην Αλεξανδρούπολη είναι έντονο. Ηδη η εταιρεία GasLog του εφοπλιστή Παναγιώτη Λιβανού έχει εισέλθει με ποσοστό 20% στο project της Gastrade. Παράλληλα, η ΔΕΠΑ, η βουλγαρική Bulgaria Energy Holding και η αντίστοιχη δημόσια επιχείρηση αερίου της Σερβίας έχουν εκδηλώσει ανάλογο ενδιαφέρον. Η παρουσία της GasLog όμως έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ήδη συνεργάζεται με την αμερικανική Cheniere.
Η κατασκευή του πλωτού σταθμού απαιτεί μόνιμες υπεράκτιες υποδομές, δηλαδή σύστημα πρόσδεσης, ευέλικτους αγωγούς και το τέρμα αγωγού (PLEM) για τη μεταφορά του αερίου από την πλωτή μονάδα προς τον υποθαλάσσιο αγωγό. Απαιτούνται παράλληλα δύο τμήματα αγωγού μεταφοράς αερίου, ήτοι: α) το υποθαλάσσιο τμήμα, μήκους 24 χιλιομέτρων, και β) το χερσαίο τμήμα, μήκους τεσσάρων χιλιομέτρων, που θα συνδέει την πλωτή μονάδα με το Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ). Η εκτίμηση είναι ότι οι τελικές επενδυτικές αποφάσεις από την Gastrade πρέπει να ληφθούν εντός του 2017 και η οριστική απόφαση για έναρξη κατασκευής του IGB εντός του πρώτου τριμήνου του 2018 ώστε το έργο να προχωρήσει ομαλά και να συνδυαστεί η λειτουργία του με αυτήν του ΤΑΡ το 2020.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ