«Σε αυτή τη φάση καιγόμαστε να προωθήσουμε βιώσιμες ρυθμίσεις, καθώς το 2018 οι στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι πολύ πιο δύσκολοι από τους εφετινούς» υποστηρίζει γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου. Και προσθέτει ότι το ήμισυ σχεδόν τις επιδιωκόμενης προσαρμογής θα πρέπει να προέλθει από τον ρυθμό εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων που βρίσκονται σε καθυστέρηση, ο οποίος παραμένει προς το παρόν στα χαμηλά επίπεδα του 2%. Δηλαδή σε κάθε 100 ευρώ μη εξυπηρετούμενων δανείων «θεραπεύονται» μόλις τα 2 κάθε χρόνο.
Συστάσεις από ΤτΕ
Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο κεντρικός τραπεζίτης, ο βαθμός υποτροπής των αναδιαρθρωμένων δανείων παραμένει υψηλός, παρά το γεγονός ότι οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις έχουν αυξηθεί κατά 61% σε όλα τα χαρτοφυλάκια από τις αρχές του 2016. Στη στεγαστική πίστη μάλιστα έχουν τετραπλασιαστεί. Η ασθενής οικονομική δραστηριότητα, η συνεχιζόμενη μείωση των μισθών, η αύξηση των φόρων και η πτωτική πορεία των τιμών στα ακίνητα μπλοκάρουν προς το παρόν την ταχύτητα βελτίωσης του πιστωτικού κινδύνου.
Το μαστίγιο των καταγγελιών
Οι λύσεις ρύθμισης σε στεγαστικά-καταναλωτικά
Το επόμενο διάστημα οι τράπεζες θα συνεχίσουν να δίνουν έμφαση στις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις, δηλαδή σε λύσεις που προβλέπουν αλλαγή των όρων αποπληρωμής για τουλάχιστον δύο έτη.
Αναλυτικότερα, στα δάνεια που υπάρχουν εξασφαλίσεις, κυρίως δηλαδή τα στεγαστικά, εφαρμόζονται τα ακόλουθα για τη μείωση της μηνιαίας δόσης:
– Αύξηση της εναπομένουσας διάρκειας αποπληρωμής έως και κατά 35 έτη, ανάλογα με την ηλικία του δανειολήπτη.
– Μείωση του επιτοκίου.
– Διαχωρισμός της οφειλής σε δύο τμήματα, με τον δανειολήπτη να καταβάλλει μηνιαία δόση μόνο για το ένα μέρος και το υπόλοιπο να «παγώνει» για ένα διάστημα που μπορεί να κυμαίνεται από 4 έως και 10 έτη.
«Κούρεμα» του χρέους είναι δυνατό μέσω λύσεων οριστικής διευθέτησης, όπως π.χ. η παράδοση του υποθηκευμένου ακινήτου στην τράπεζα με ταυτόχρονη απαλλαγή του δανειολήπτη από όλες τις υποχρεώσεις του.
Εναλλακτικά, ο δανειολήπτης μεταβιβάζει την κυριότητα του ακινήτου στην τράπεζα και υπογράφει σύμβαση ενοικίασης, η οποία του εξασφαλίζει τη δυνατότητα μίσθωσης για ορισμένη ελάχιστη χρονική περίοδο. Η εν λόγω λύση μπορεί να αφορά οικιστικό ακίνητο ή επαγγελματική στέγη.
Χωρίς εξασφαλίσεις
Από την άλλη πλευρά, στην καταναλωτική πίστη αλλά και στα επαγγελματικά δάνεια, όπου η πλειονότητα των οφειλών δεν καλύπτεται από ενέχυρα, οι ρυθμίσεις εκτός από τη μείωση του επιτοκίου και την αύξηση της διάρκειας έως και τα 12 έτη περιλαμβάνουν και «κούρεμα» της οφειλής ακόμη και κατά 50%.
Το χάρισμα ωστόσο δεν δίνεται προκαταβολικά, αλλά στη λήξη της περιόδου αποπληρωμής ενός μέρους του δανείου, όπως αυτό συμφωνείται ρητά στη νέα σύμβαση που υπογράφεται. Υπό τον όρο δηλαδή της συνέπειας.
Στις λύσεις οριστικής διευθέτησης, ειδικά σε περιπτώσεις δανειοληπτών χωρίς ακίνητη περιουσία και μηδενικά ή χαμηλά εισοδήματα, η διαγραφή του χρέους μπορεί να φτάσει σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Πρόσφατα η Eurobank απέστειλε επιστολές σε δανειολήπτες της με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μέσω των οποίων τους πρότεινε να πληρώσουν σε 6 άτοκες δόσεις το 5% του οφειλόμενου κεφαλαίου και να απαλλαγούν από το υπόλοιπο. Σε γενικές γραμμές, όσο πιο δύσκολη η οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τόσο πιο γενναία είναι και η πρόταση τακτοποίησης του χρέους.
Προληπτικά μέτρα
Εξάλλου, η Τράπεζα της Ελλάδος συστήνει στις τράπεζες να συνεχίσουν τις ενέργειες πρόληψης σε δάνεια που έχουν αυξημένο κίνδυνο να καταστούν προβληματικά. Στο τέλος του 2016 τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης, συμπεριλαμβανομένων και όσων εμφανίζουν καθυστέρηση έως και 90 ημέρες, είχαν διαμορφωθεί σε 9,6 δισ. ευρώ περίπου, αυξημένα κατά 2,8% σε σχέση με έναν χρόνο νωρίτερα.
Ως εκ τούτου και η συγκεκριμένη κατηγορία δανειοληπτών μπορεί να πετύχει μία ευνοϊκή ρύθμιση χρέους, εφόσον η μεταβολή των οικονομικών τους δεδομένων δικαιολογεί τις δυσκολίες αποπληρωμής.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ