Όπως ακούω και διαβάζω, το αφήγημα ανθίσταται στο χρόνο: η Αριστερά, λένε, έχει την κυβέρνηση αλλά όχι (απόλυτα, τουλάχιστον) την εξουσία! Και, αν κρίνουμε από επίσημες και ανεπίσημες κυβερνητικές δηλώσεις, τούτο οφείλεται κατά μείζον μέρος στο ότι κάποιοι «ενοχλητικοί» θεσμοί (δεν χρειάζεται, νομίζω, να αναφέρω ποιοι) επιμένουν να διατηρούν την ανεξάρτητη λειτουργία τους. Αν και κορυφαίοι εκπρόσωποί τους, λίαν προσφάτως αποστρατευθέντες, κατάργησαν όλα τα προσχήματα αναλαμβάνοντας υψηλές κομματικές θέσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο…
Σε ό,τι αφορά τις έννοιες καθαυτές, θα λέγαμε ότι αυτός που κυβερνά χαράσσει πολιτικές αλλά αυτός που εξουσιάζει έχει και τη δύναμη να τις εφαρμόσει. Αν σήμερα την εξουσία της κυβερνώσας Αριστεράς «απειλούν» θεσμοί που επιμένουν να είναι ανεξάρτητοι, καλό θα είναι να θυμηθούμε και τι εμπόδια συνάντησε η εξουσία των «αστικών» κομμάτων της μεταπολιτευτικής περιόδου, στα οποία χρεώνεται καθ’ ολοκληρία από την Αριστερά η οικονομική καταστροφή που βιώνουμε. (Το ποιοι ευθύνονται για τον πολιτιστικό αφανισμό της χώρας μας θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ενός ξεχωριστού σημειώματος…)
Αναμφίβολα, τα μεγάλα κόμματα που κυβέρνησαν ως την αρχή της κρίσης είναι απολύτως υπεύθυνα για τη δημιουργία και τη γιγάντωση του λεγόμενου «πελατειακού κράτους». Το ατόπημα των μαζικών, πολιτικά υστερόβουλων διορισμών δεν το διέπραξε, ασφαλώς, η πάντοτε αντιπολιτευόμενη Αριστερά!
Όμως, υπήρξαν ιστορικά και περιπτώσεις όπου ο αστικός χώρος προσπάθησε, αν μη τι άλλο, να περιορίσει τις συνέπειες των δικών του λαθών. Δύο πρωθυπουργοί με όμοιο όνομα αλλά σημαντικές διαφορές ως προς τον σωματότυπο και την κομματική προέλευση, έδειξαν να αντιλαμβάνονται την καταστροφική πορεία που είχε πάρει η οικονομία και προσπάθησαν να συμμαζέψουν την κατάσταση πριν αυτή γίνει μη αναστρέψιμη. Βρήκαν όμως μπροστά τους τούς πανίσχυρους στρατούς των οργανωμένων μειοψηφιών: τα φοβερά, κομματικά ελεγχόμενα συνδικάτα του δημόσιου τομέα. Εκεί όπου η «μάχιμη» Αριστερά όχι μόνο αμφισβητούσε, αλλά και καταργούσε στην πράξη την εξουσία της αστικής δημοκρατίας!
Μεταφέρω ενδεικτικά ένα σκηνικό εποχής, από εκείνα που έχουν καταγραφεί πιο έντονα στη μνήμη μου:
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Μια ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία επιχειρεί να νομοθετήσει ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που, με τα σημερινά δεδομένα, φαντάζουν σαν χάδι από τη μύτη μιας καρφίτσας! Βρίσκεται όμως αντιμέτωπη με τις πανίσχυρες συντεχνίες του δημοσίου, οι οποίες έχουν παραλύσει τη χώρα με σκληρές (θα έλεγα, απάνθρωπες για το κοινωνικό σύνολο) απεργίες.
Καθημερινές, πολύωρες διακοπές στην ηλεκτροδότηση έχουν φέρει σε απόγνωση τόσο τα νοικοκυριά, όσο και πάμπολλες μικρο-επιχειρήσεις. Χαλασμένα κρέατα και γαλακτοκομικά προϊόντα πετιούνται κυριολεκτικά στα σκουπίδια, ενώ η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη λόγω της αφόρητης θερινής ζέστης. Οι συγκοινωνίες είναι ανύπαρκτες ή, στην καλύτερη περίπτωση, υπολειτουργούν. Και η μερική ιδιωτικοποίησή τους ελάχιστα έχει επιλύσει το πρόβλημα λόγω των βίαιων αντιδράσεων των συνδικάτων, που φτάνουν ως την απόλυτη κτηνωδία δημόσιων (και μάλιστα υπό τηλεοπτική κάλυψη) βιασμών!
Η Αριστερά, όπως και ένα σημαντικό κομμάτι της τότε «αστικής» αξιωματικής αντιπολίτευσης (για να μην ξεχνάμε!), βαφτίζουν τις συντεχνίες «λαό» και τις εκβιαστικές κινητοποιήσεις «κοινωνικούς αγώνες». Προσφέρουν αμέριστη πολιτική στήριξη στις απεργίες, ενώ την ίδια στιγμή αγνοούν επιδεικτικά τους αληθινά μη προνομιούχους που εργάζονται κατά κύριο λόγο στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς συνδικαλιστική προστασία και με ελάχιστες δυνατότητες διεκδίκησης εργασιακών δικαιωμάτων.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, με βάση τα συνδικαλιστικά ήθη της εποχής, η λύση μιας απεργίας στον δημόσιο τομέα έθετε συχνά ως προϋπόθεση την καταβολή των «δεδουλευμένων» (sic) για την περίοδο της απεργίας. Για την πολύπαθη κοινωνία, αυτό ήταν σαν να έχει υποστεί βιασμό και να της ζητείται να πληρώσει κι από πάνω τα έξοδα για την κοινωνική αποκατάσταση των βιαστών της!
Μέσα σε αυτό το χάος, η τότε πρόεδρος του «Συνασπισμού της Αριστεράς» δήλωσε προκλητικά (ή έτσι μου φάνηκε, τουλάχιστον) ότι η κυβέρνηση θα επιθυμούσε μια «κοινωνία χωρίς αντιστάσεις». Όπου ο όρος «κοινωνία» σήμαινε, στο δικό της λεξικό εννοιών, «συντεχνία» ή «οργανωμένη μειοψηφία». Όπως και «δημοκρατικός» πολίτης, στην «προοδευτική» γλώσσα της εποχής, θεωρείτο ο κομματικά συνδικαλιζόμενος πολίτης. Δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι ο αρχι-συνδικαλιστής εκείνης της περιόδου ανταμείφθηκε αργότερα για τους «αγώνες» του με υπουργική θέση!
Λαμβάνοντας υπόψη, λοιπόν, την προηγούμενη πολιτική εμπειρία, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι καμία κυβέρνηση της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν απόλαυσε μια τόσο αδιατάρακτη εξουσία όσο η παρούσα κυβέρνηση. Κυρίως, γιατί κατόρθωσε να θέσει υπό έλεγχο τόσο τις αντιδράσεις μιας ούτως ή άλλως κουρασμένης κοινωνίας, όσο και ενός στρατού οργανωμένων συμφερόντων ο οποίος κατά το παρελθόν αμφισβήτησε σθεναρά – κάποιες φορές ακόμα και βίαια – την εξουσία δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων.
Και εδώ φαίνεται πόσο αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος είναι η πολυαναμενόμενη τροποποίηση του συνδικαλιστικού νόμου. Θα λέγαμε, είναι προαπαιτούμενο οποιασδήποτε σοβαρής μεταρρυθμιστικής προσπάθειας στη χώρα. Γι’ αυτό, ίσως τα πάντα θα έπρεπε να είχαν ξεκινήσει από κει!