Διόλου δεν ήταν άσκοπο το «πραγματικό περιστατικό» με το οποίο ο Καστελούτσι ξεκίνησε την αφήγησή του για τη Δημοκρατία στην Αμερική. Η γλώσσα υπήρξε ο πρωταγωνιστής, και μάλιστα στην ιδιότυπη εκφορά της από την αμερικανική Εκκλησία της Πεντηκοστής, όπου οι ύμνοι προς τον Θεό –όσων διαθέτουν το «χάρισμα» –αναπέμπονται από την ακατανόητη γλωσσολαλιά των πιστών, όχι πολύ μακριά από την καταφασία και τη σχιζοφρένεια.

Γιατί τι άλλο κάνει το θέατρο, και μάλιστα στην πιο χαρακτηριστική εγερσιμότητα της έκφρασής του: την «ηδυόγλωσσα», δηλαδή τη «γλυκιά γλώσσα», ό,τι από το 1971 ο Λακάν αποκαλεί lalangue. Η οποία, ειρήσθω, δεν έχει να κάνει με το Λεξικό αλλά με το ασυνείδητο. Οχι με τη λέξη αλλά με τη γνώση του ασυνειδήτου, «δομημένου», όπως ξέρουμε, «σαν μια γλώσσα». Κυρίως, επιφορτισμένου να επιφέρει τις επιπτώσεις της γλώσσας (του) στο σώμα, όταν απολαμβάνει.

Ο Καστελούτσι το αναγνωρίζει και το μεταφέρει στις εικόνες του με τις οποίες το θέατρο είναι δομημένο σαν όνειρο. Θεωρεί μάλιστα επιτέλεσμα της ηδυόγλωσσας ως το σημείο ρήξης με τη γλώσσα του θεάτρου που ξέρουμε. Ετσι απελευθερώνει τις λέξεις από μονοσήμαντες σημασίες, έτσι τις μετατρέπει σε εικόνες. Ομως, ποια άλλη είναι η βάση του θεάτρου από τη νευροφυσιολογία που μας προτείνει ο Καστελούτσι; Εξού και η αξία του.
Γι’ αυτό θεωρώ το θέατρο μία από τις «τέχνες της ύπαρξης» (Φουκό), χωρίς τις οποίες δεν υφίσταται ούτε η ηθική ούτε η πολιτική. Και κυρίως, δεν υφίσταται η διάκριση. Και είναι περιττό να υπενθυμίσω πως από τον αισθητικό τρόπο της ζωής και της γραφής απορρέει ό,τι πιο πολιτικό θα μπορούσε κανείς να διανοηθεί στη μικρόψυχη εποχή μας. Ετσι πολιτεύεται και ο Καστελούτσι στο «Democracy in America». Σάστισε τον κόσμο που το είδε, εκτός από αυτούς για τους οποίους «ακόμη και η σιωπή είναι μια λέξη που μιλάει».
Το ζήτημα λοιπόν είναι πώς γράφει κανείς για τον Καστελούτσι ένθεν και εκείθεν του μικροαστικού γούστου, διερωτώμενος ωστόσο πώς έχει διαμορφωθεί και επιβληθεί το γούστο αυτό.
Αλλωστε, η ίδια η ερώτηση «τι είναι γούστο;» θέτει αφ’ εαυτής το ζήτημα της κριτικής, ακυρώνοντας όσους περιορίζουν τη διάκριση σε ένα λαλίστατο «έτσι μου αρέσει».
Δεν θα πάψω να επαναλαμβάνω ότι η διερώτηση «τι είναι/πώς λέγεται το γούστο;» δεν θέτει μόνο ένα πρόβλημα προς λύση αλλά και θεσπίζει έναν κριτικό τρόπο διερώτησης πάνω στο ίδιο το ερώτημα. Διότι προφανώς η κριτική δεν συνίσταται μόνο στην αξιολόγηση του κρινόμενου αντικειμένου της, όσο στο πλαίσιο αυτής της ίδιας της αξιολόγησης.

Αναρωτηθήκαμε ποτέ πώς η βεβαιότητα του κριτικού διαμορφώνεται από μορφές γνώσης που αποκλείουν τη δυνατότητα να σκεφτεί διαφορετικά;

«Πώς να αισθανθεί κανείς ή να μην αισθανθεί ταυτοχρόνως, εκ των προτέρων, απαλλαγμένος και ένοχος για το χρέος ενός άλλου, όταν αυτός, τοποθετημένος στον εαυτό του από την επίπτωση μιας ιδιόμορφης τοπικής, επανέρχεται στον εαυτό του;». Ιδού το ερώτημα για την κριτική, που εμένα τουλάχιστον με βγάζει από τον εφησυχασμό ως προς την ευθύνη αυτού ακριβώς για το οποίο θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο. Υπεύθυνο για το ότι επιμένω σε μια παιδαγωγική δημοσιογραφία ως προς τα θεατρικά πράγματα. Παιδαγωγική, που με εκπαιδεύει όμως κι εμένα, περιορίζοντας τις παρορμήσεις μου στο ελάχιστο δυνατό.
Αφήνω λοιπόν για τον Γρηγόρη Ιωαννίδη τη γενναιόδωρη στάση του ως προς τον μόχθο των παραστάσεων που βλέπει και περιορίζομαι σε ό,τι ονομάζεται «λειτουργία-κριτικός». Πιστεύω πως ο κριτικός είναι περισσότερο παρών ως «λειτουργία», μέσω των γνωστικών διαδικασιών που τον κινητοποιούν. Ή, για να το πω όπως ο Φουκό, ως προς ό,τι ονομάζει «λειτουργία-συγγραφέας», πως: «το χνάρι του κριτικού βρίσκεται μόνον στην ενικότητα της απουσίας του, διότι σ’ αυτόν ανήκει ο ρόλος του νεκρού, στο παιχνίδι της κριτικής».

Να υποθέσω τότε ότι δεν υπάρχει λόγος ο κριτικός να παρίσταται στην παράσταση; Θα το υποστήριζα, εάν η απουσία του κριτικού θα είχε το πολιτικό αντίκρισμα που αναμένω από την κριτική. Τι θα σήμαινε για την κριτική αν ένας απών άφηνε τα ίχνη του σ’ έναν κενό τόπο: τη σκηνή;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ