Ούτε ένα ούτε δύο. Τρία ολόκληρα χρόνια προετοιμασίας χρειάστηκαν για να γίνει πραγματικότητα η μεγαλύτερη έκθεση μόδας που διοργανώθηκε ποτέ στο Παρίσι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιθυνόντων αλλά και του Τύπου.
Το αφιέρωμα στον οίκο Ντιόρ, με την ευκαιρία των 70 χρόνων από την παρουσίαση της πρώτης συλλογής του σχεδιαστή-θρύλου στις 12 Φεβρουαρίου 1947, σε ένα υπέροχο, διακοσμημένο σε λευκό και γκρι κτίριο στο νούμερο 30 της Avenue Montaigne, που φιλοξενεί το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών της γαλλικής πρωτεύουσας ως τις αρχές Ιανουαρίου του επόμενου χρόνου, γιορτάζει τη φίρμα η οποία ταυτίστηκε με την υψηλή ραπτική και τη φινέτσα μέσα από τις δημιουργίες του ίδιου του θεμελιωτή αλλά και των λαμπερών σχεδιαστών που τον διαδέχτηκαν στην καλλιτεχνική διεύθυνση: του Ιβ Σεν Λοράν, του Τζιανφράνκο Φερέ, του Τζον Γκαλιάνο, του Ραφ Σίμονς, αλλά και της νυν διευθύντριας –της πρώτης γυναίκας –Μαρία Γκράτσια Κιούρι.
Η παρουσία της πρώτης κυρίας της Γαλλίας Μπριζίτ Μακρόν στα εντυπωσιακά εγκαίνια της 5ης Ιουλίου αλλά και της αφρόκρεμας της διεθνούς σόουμπιζ ήρθε να δικαιώσει τις προσδοκίες των διοργανωτών ενώ ταυτόχρονα πρόσφερε και την ευκαιρία να φωτιστεί, για ακόμη μια φορά, η ερωτική όσο και διαχρονική σχέση ανάμεσα στον Ντιόρ και στο Παρίσι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ομιλία της δημάρχου της πόλης Αν Χινταλγκό που εξέφρασε τις ευχαριστίες της για την υποστήριξη της φίρμας στην παρισινή διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2024, πράγμα το οποίο για την ίδια αποτελεί μια από τις βασικότερες προτεραιότητες…
Τριάντα χρόνια μετά
Η εν λόγω έκθεση με τίτλο «Κριστιάν Ντιόρ, σχεδιαστής του ονείρου» έρχεται 30 χρόνια μετά την τελευταία αναδρομική για τον Ντιόρ που διοργανώθηκε στο Μουσείο η οποία, ωστόσο, εστίασε αποκλειστικά στα σχέδια του ιδίου από το 1947, την περίφημη εποχή του New Look, ως τη χρονιά του θανάτου του, δέκα χρόνια αργότερα, σε ηλικία 52, μόλις, ετών από καρδιακή προσβολή. Ενα αόρατο νήμα φτιαγμένο από αισθήματα, ιστορίες ζωής, συγγένειες, εμπνεύσεις, δημιουργίες και παρακαταθήκες αποτελεί τον συνεκτικό ιστό της νέας αναδρομικής, έτσι όπως αποκαλύπτεται μέσα από 300 τουαλέτες που διατρέχουν τα τελευταία 70 χρόνια.
Παράλληλα με τα φορέματα, παρουσιάζονται στη μεγαλύτερη ως σήμερα κλίμακα φωτογραφίες μόδας και εκατοντάδες άλλα τεκμήρια –από σχέδια και επιστολές μέχρι διαφημιστικό υλικό και αξεσουάρ: καπέλα, κοσμήματα, τσάντες, παπούτσια και μπουκάλια αρωμάτων. Με δεδομένο το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ντιόρ ήταν λάτρης της τέχνης και των μουσείων, σχέδια επτά δεκαετιών παρουσιάζονται σε διάδραση με ειδικά επιλεγμένους πίνακες, έπιπλα και πολύτιμα αντικείμενα σε έναν χώρο 3.000 τετραγωνικών μέτρων.
Η έκθεση οργανώνεται σε θεματικούς και χρονολογικούς άξονες που εστιάζουν τόσο στην αισθητική του Ντιόρ, ο οποίος κατόρθωσε να αναβιώσει την υψηλή ραπτική του Παρισιού, παρηκμασμένη κατά τη διάρκεια του πολέμου, όσο και των διαδόχων του, καθένας εκ των οποίων χάρισε το δικό του, ιδιαίτερο δημιουργικό στίγμα συμβάλλοντας εν τούτοις όλοι στη διατήρηση του πρωτότυπου, ξεχωριστού ύφους και στην ανάπτυξη και εξέλιξη της φίρμας διεθνώς: από την τολμηρή επιλογή του νεότατου Ιβ Σεν Λοράν ως την πιο «λογική» αντίδραση της τοποθέτησης του Μαρκ Μποάν και από τον στόμφο του Φερέ στον Γκαλιάνο με τις «επαναστατικές» επιδείξεις (η απόλυσή του το 2011 λόγω αντισημιτικών δηλώσεων προκάλεσε μεγάλη συζήτηση διεθνώς), στον «μινιμαλιστή» Ραφ Σίμονς και, τέλος, στη σημερινή διευθύντρια Μαρία Γκράτσια Κιούρι, μια σχεδιάστρια με πίστη στη γυναικεία δύναμη…
«Η αρχική μου έμπνευση είναι το ίδιο το σχήμα του γυναικείου σώματος» έλεγε ο Ντιόρ εξηγώντας ότι καθήκον του σχεδιαστή είναι να χρησιμοποιήσει τη γυναικεία σιλουέτα ως σημείο εκκίνησης και να θέσει τα υλικά που έχει στη διάθεσή του στην υπηρεσία του εμπλουτισμού της φυσικής ομορφιάς του. Η ιδέα της γραμμής του προήλθε ακριβώς από αυτή την εξάσκηση στη δομή, ενώ με τις ανακοινώσεις τους σχετικά με τις γραμμές που αντιπροσώπευαν το ύφος κάθε σεζόν, κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει μια καινούργια μορφή διαλόγου με τον Τύπο…Το New Look, οι φαρδιές φούστες με τη στενή μέση, δημιούργησε τη γυναίκα-λουλούδι προσφέροντας σε όσες τη φόρεσαν τη χάρη της μπαλαρίνας. «Μετά τη γυναίκα, τα λουλούδια είναι ό,τι ωραιότερο χάρισε ο Θεός στον κόσμο» συνήθιζε να λέει αποκαλύπτοντας πως η άποψή του για τη θηλυκότητα αντλούσε έμπνευση από το πάθος του για τους κήπους. Οι διάδοχοί του έμειναν πιστοί στην επιθυμία του να «κάνει τη γυναίκα πιο ευτυχισμένη και πιο όμορφη».
Μνημείο για τους τουρίστες
«Μετά το New Look, ο οίκος Ντιόρ έγινε πόλος έλξης για τους τουρίστες σαν μνημείο» δήλωνε τις παραμονές των εγκαινίων στον βρετανικό «Guardian» η Φλόρενς Μίλερ, εκ των επιμελητών της έκθεσης. «Αντιπροσώπευε την αναβίωση του Παρισιού σαν μια πόλη όπου κανείς μπορούσε να δει μόδα μετά τον πόλεμο» συνέχιζε η ίδια.
Η έκθεση αρχίζει με την ιστορία της ζωής του Ντιόρ: τα παιδικά του χρόνια στην Γκρανβίλ της Νορμανδίας όπου γεννήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 1905, η δεκαετία του ’20, οπότε ανακάλυψε τον κόσμο της αβανγκάρντ τέχνης και τις χαρές της παρισινής διασκέδασης, τα πρώτα του βήματα στη μόδα τη δεκαετία του ’30, όταν αποφάσισε, μετά τον θάνατο της μητέρας και του αδελφού του και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας να πουλήσει σχέδιά του σε διάφορους οίκους υψηλής ραπτικής.
Το κομμάτι αυτό της ζωής του παρουσιάζεται μέσα από μια σειρά πίνακες, γλυπτά και τεκμήρια που αποδεικνύουν μια εκλεκτική προσέγγιση στην επιμέλεια, με την παλαιότερη γενιά καλλιτεχνών να συνυπάρχει με τους νέους καλλιτέχνες, οι οποίοι ήταν συμμαθητές του Ντιόρ. Η έκθεση δείχνει ότι τα φορέματά του ήταν γεμάτα από αναφορές στη ζωγραφική και τη γλυπτική αλλά και σε όλα όσα απαρτίζουν την τέχνη της ζωής: ταπετσαρίες, υφάσματα, πορσελάνες. Ολα αυτά τα δημιουργικά θέματα, επεξεργασμένα εκ νέου από τους διαδόχους του με αποτέλεσμα να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του πνεύματος του οίκου, αποκαλύπτονται ένα-ένα: τέχνη και φωτογραφία, χρώματα και υφάσματα, αυστηρή παρισινή κομψότητα, αναφορές στο νεοκλασικό διακοσμητικό ύφος, εξωτικές χαρές, έλξη για τα λουλουδένια μοτίβα κ.τ.λ.
Τα εκθέματα προέρχονται στην πλειοψηφία τους από συλλογές του οίκου Ντιόρ και δεν είχαν ποτέ ως σήμερα παρουσιαστεί στο Παρίσι. Τα υπόλοιπα αποτελούν δάνεια από τις συλλογές του Μουσείου Διακοσμητικών Τεχνών, του Palais Galliera, του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης, του Μουσείου Victoria&Albert του Λονδίνου, του Μουσείου Ντιόρ στην Γκρανβίλ και πολλών ακόμη. Οσο για το κόστος της έκθεσης, οι φήμες τον θέλουν να φτάνει σε διψήφιο αριθμό εκατομμυρίων ενώ είναι πιθανό, αμέσως μετά το Παρίσι, να ταξιδέψει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ