Hans Fallada
Και τώρα, ανθρωπάκο;

Μετάφραση Ιωάννα Αβραμίδου. Εισαγωγή Κώστας Κουτσουρέλης.
Επίμετρο Herbert Schwenk.Εκδόσεις Gutenberg/Orbis Litere, 2017,σελ. 636, τιμή 23 ευρώ

Βρισκόμαστε στα 1930, δύο χρόνια πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η τεράστια οικονομική κρίση στη Γερμανία, συνοδευόμενη από την υψηλή ανεργία και τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, έχει προλεταριοποιήσει μεγάλο τμήμα της μεσαίας τάξης της χώρας. Οι άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους για το τίποτε και η νέα δουλειά που βρίσκουν είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Οι μικροαστοί μένουν σε όλο και χειρότερα σπίτια και η εξαθλίωσή τους συνοδεύεται από την αβεβαιότητα για το μέλλον. Στη δουλειά τους όμως έχουν να αντιμετωπίσουν και άλλα προβλήματα: την καταπίεση και την αναλγησία των προϊσταμένων τους που συνοδεύεται και από την έλλειψη στοιχειώδους αλληλεγγύης εκ μέρους των συναδέλφων τους. Επόμενο είναι να αλληλοϋπονομεύονται προκειμένου να επιβιώσουν. Αυτό επιπλέον έχει ως συνέπεια να αισθάνονται πνευματικά και συνειδησιακά ανέστιοι αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν την καταπίεση, τη βαρβαρότητα και τη σκληρότητα της καθημερινής ζωής.

Ρεαλισμός και εξπρεσιονισμός
Αυτή είναι η πικρή γεύση που μας αφήνει το ρεαλιστικό και εξπρεσιονιστικό ταυτοχρόνως μυθιστόρημα του Χανς Φάλαντα, το οποίο διαβάζεται με τον ίδιο τρόπο που παρακολουθεί κανείς ένα ντοκιμαντέρ όπου αποτυπώνεται ο τρόπος που ζουν οι παρίες: τα μαύρα πρόβατα, όσοι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Μαύρο πρόβατο της γερμανικής λογοτεχνίας ήταν και ο Χανς Φάλαντα, συγγραφέας του μυθιστορήματος Και τώρα, ανθρωπάκο; Ενός χρονικού στο οποίο ο προσεκτικός αναγνώστης δεν θα δυσκολευτεί να ανακαλύψει την ευαισθησία και την τραυματισμένη τρυφερότητα που κρύβεται κάτω από τη σκληρότητά του.
Ο κύριος πρωταγωνιστής είναι ο Γιοχάνες Πίνεμπερκ, γόνος μικροαστικής οικογένειας, ένα από τα αμέτρητα θύματα της ανεργίας, αυτών που βρίσκουν πότε-πότε δουλειά και περνούν τη ζωή τους μέσα στην ανασφάλεια και την κατάπτωση. Ο Πίνεμπεργκ γνωρίζεται με την Εμμα Μέρσελ την οποία ερωτεύεται και παντρεύεται. Την αποκαλεί «Μανάρι» κι εκείνη «Μικρό». Αποκτούν έναν γιο που τον αποκαλούν «Μπόμπιρα». Το παιδί τούς δίνει χαρά αλλά και τους δημιουργεί πρόσθετες υποχρεώσεις. Δίπλα στους δύο αυτούς πρωταγωνιστές έχουμε και πλήθος άλλους χαρακτήρες, με κυριότερο τη μητέρα του Πίνεμπεργκ, μια προαγωγό που δεν έχει κανένα αίσθημα ούτε για τον γιο ούτε για τον εγγονό της. Σκληρή, αδίστακτη και παραδόπιστη, απαιτεί από τον γιο της να της πληρώνει ενοίκιο για το σπίτι της όπου μένει ο τελευταίος.

Οι προϊστάμενοι του Πίνεμπεργκ είναι ανάλγητοι αλλά και οι συνάδελφοί του δεν είναι καλύτεροι. Ο «ανθρωπάκος» Πίνεμπεργκ δεν έχει ούτε τον χαρακτήρα ούτε τα μέσα για να τους αντιμετωπίσει. Ομως υπάρχει ένα πρόσωπο στη ζωή του με πολύ πιο ισχυρό χαρακτήρα από τον δικό του: το «Μανάρι», η γυναίκα του, η οποία όταν ο ίδιος χάνει για μία ακόμη φορά τη δουλειά του και μένει άνεργος, αναλαμβάνει τα έξοδα της οικογένειας μαντάροντας κάλτσες. Και τον αγαπά! Χωρίς να απαιτεί, χωρίς να τον κρίνει. Και είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που του λέει στο τέλος, όταν εκείνος είναι βυθισμένος στη μαύρη απελπισία: «Εμένα μπορείς να με κοιτάς όμως! Πάντα! Πάντα! Είσαι μαζί μου, έχουμε ο ένας τον άλλον. Είμαστε δύο!» Και με αυτά τα λόγια που βάζει στο στόμα της ηρωίδας του ο Φάλαντα μας λέει το απλό αλλά καταλυτικό ταυτοχρόνως: πως ο έρωτας είναι η πιο σημαντική κατάφαση στη ζωή.

Φάλαντα και Ντέμπλιν
Βεβαίως αυτά δεν αρκούν για να γραφτεί ένα μυθιστόρημα (ρεαλιστικό μάλιστα) πρώτης γραμμής. Η ατμόσφαιρα, η ακρίβεια στις περιγραφές, η προσοχή στις λεπτομέρειες, η οικονομία του λόγου, η αίσθηση της εποχής και πρωτίστως το αφηγηματικό τέμπο είναι αναγκαία –που τα διαθέτει, και με το παραπάνω, αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα. Ο Φάλαντα ξεδιπλώνει από σελίδα σε σελίδα την εικόνα του Βερολίνου εκείνης της εποχής, μιας μεγαλούπολης κομμένης στα δύο, με μια δύναμη που μόνο στο Βερολίνο Αλεξάντερπλατς του Αλφρεντ Ντέμπλιν τη συναντούμε. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να συγκρίνει τον Φραντς Μπίμπερκοφ, κεντρικό ήρωα του Ντέμπλιν, με τον Γιοχάνες Πίνεμπεργκ του Φάλαντα. Και τα δύο μυθιστορήματα περιγράφουν με απαράμιλλη δύναμη τη ζωή των κατώτερων στρωμάτων σε μια εποχή οικονομικής κατάρρευσης και παρακμής. Και στα δύο αναδύεται σαν σκληρή πραγματικότητα και σαν κακό φάντασμα η πόλη του Βερολίνου.


Σαρκασμός και καγχασμός
Ο σαρκασμός, ο καγχασμός και το διαβρωτικό χιούμορ είναι διάχυτα σε όλο το μυθιστόρημα του Φάλαντα, που είναι σαν να γράφτηκε «με μια ανάσα» –και με μια ανάσα σχεδόν διαβάζεται. Ο ρεαλισμός του μπορεί να έχει τις ρίζες του στους γάλλους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα, αλλά το γκροτέσκο στοιχείο, βασικό γνώρισμα του εξπρεσιονισμού, δίνει άλλη διάσταση στην αφήγησή του και τον προστατεύει από τους κινδύνους του μελοδραματισμού στον οποίον μπορεί να πέσει όποιος γράφει για τους «ταπεινωμένους και καταφρονεμένους». Ποιος είναι ο ανθρωπάκος του; Μας το λέει σε λίγες γραμμές στη σελίδα 282:
«Ναι, είναι ένας υπαλληλάκος που του ‘δωσαν να καταλάβει από πολύ νωρίς ότι δεν είναι τίποτε ξεχωριστό, παρά κάτι σαν ζωάκι, που του επιτρέπουν να ζήσει ή να ψοφήσει». Αλλά η ζωή του μπορεί να έχει ακόμη κάποιο νόημα εξαιτίας της γυναίκας του. Γιατί «Από την άλλη», όπως γράφει ο Φάλαντα αμέσως παρακάτω, «ακόμα και στην πιο βαθιά του αγάπη για το Μανάρι, υπάρχει κάτι το προσωρινό, το φευγαλέο. Μαζί της όμως είναι ένας άνθρωπος ολόκληρος, που ξέρει ότι εκείνη είναι το μόνο πράγμα στη ζωή του που έχει νόημα και αξία».


Δαιμονικό μοντάζ
Το δαιμονικό μοντάζ της αφήγησης δεν εμπόδισε τον συγγραφέα να μας δώσει ένα μυθιστόρημα όπου η κίνηση των προσώπων και ο παλμός της πόλης συνδυάζονται αρμονικά, όπου η αδρότητα των περιγραφών επιτυγχάνεται κατά κανόνα με πέντε αράδες, όπου ο αφηγηματικός βηματισμός αντιστοιχεί απόλυτα στα δρώμενα και η κάθε –ακαριαία σχεδόν –περιγραφή είναι από μόνη της κι ένα σχόλιο.
Ιδιον του μυθιστοριογράφου πρώτης γραμμής είναι η ικανότητά του να περιγράφει τους δευτερεύοντες (ό,τι και αν σημαίνει αυτό) χαρακτήρες με την ίδια δύναμη που περιγράφει και τους πρωταγωνιστές. Χαφιέδες, γραμματείς, μάνατζερ, ο μικρόκοσμος της μεγαλούπολης, που γίνεται μεγάκοσμος μέσα στην εκτενή τοιχογραφία του Φάλαντα, στήνουν ένα μικροσύμπαν οικείο και ταυτοχρόνως ξένο –και εδώ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, νομίζω, η γοητεία αυτού του μυθιστορήματος. Ανθρωπάκι δεν είναι μόνο ο Γιοχάνες Πίνεμπεργκ αλλά και όλοι όσοι περνούν στο βιβλίο –με εξαίρεση, θα έλεγα, την Εμμα Μέρσελ Πίνεμπεργκ. Ανθρωπάκια σαν κι αυτά που συναντούμε στη ζωγραφική του Γκέοργκ Γκρος και του Οτο Ντιξ.

Ο Φάλαντα άρχισε να γράφει το Και τώρα, ανθρωπάκο; στις 19 Οκτωβρίου 1931 και το αποπεράτωσε στις 19 Φεβρουαρίου 1932 – με μπαλζακική ταχύτητα, θα έλεγε κανείς. Το βιβλίο σημείωσε παγκόσμια επιτυχία, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και απάλλαξε τον συγγραφέα από τα χρέη του. Ο αυτοκαταστροφικός Φάλαντα όμως «παραδόθηκε και πάλι στα παλιά του πάθη», όπως γράφει στο επίμετρο για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα ο Χέρμπερτ Σβενκ: στις σπατάλες, στο ποτό και στα ναρκωτικά.
Οκτώ και πλέον δεκαετίες μετά την έκδοση του Και τώρα, ανθρωπάκο; (το 2014), βρέθηκε το χειρόγραφο του Φάλαντα, για να διαπιστωθεί ότι ο εκδότης είχε περικόψει 100 σελίδες, δηλαδή το ένα τέταρτο περίπου του βιβλίου. Είχαν αφαιρεθεί σκηνές που περιγράφουν τα καταγώγια και τη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου, άλλες από τη δραστηριότητα μιας ένωσης γυμνιστών και αναφορές «σεξουαλικού ενδιαφέροντος». Ηταν πολύ δύσκολες εποχές, αφού λίγους μήνες μετά την έκδοση του μυθιστορήματος ανέλαβαν την εξουσία οι εθνικοσοσιαλιστές.
Το βιβλίο επανεκδόθηκε στην ολοκληρωμένη του μορφή τον Ιούνιο του 2016 στη Γερμανία. Οι Γερμανοί έχουν την πλήρη εικόνα ενός από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Μεσοπολέμου, όπως τώρα κι εμείς, αφού η ελληνική μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου, που έκανε εξαιρετική δουλειά, βασίστηκε στην πλήρη έκδοση. Η φροντισμένη ελληνική έκδοση συνοδεύεται από μια διεισδυτική εισαγωγή του Κώστα Κουτσουρέλη και ένα διαφωτιστικό επίμετρο του Χέρμπερτ Σβενκ.

Με «μπαλζακική» ταχύτητα

Ο Φάλαντα άρχισε να γράφει το Και τώρα, ανθρωπάκο; στις 19 Οκτωβρίου 1931 και το αποπεράτωσε στις 19 Φεβρουαρίου 1932 – με μπαλζακική ταχύτητα, θα έλεγε κανείς. Το βιβλίο σημείωσε παγκόσμια επιτυχία, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και απάλλαξε τον συγγραφέα από τα χρέη του. Ο αυτοκαταστροφικός Φάλαντα όμως «παραδόθηκε και πάλι στα παλιά του πάθη», όπως γράφει στο επίμετρο για τη ζωή και το έργο του συγγραφέα ο Χέρμπερτ Σβενκ: στις σπατάλες, στο ποτό και στα ναρκωτικά.

Οκτώ και πλέον δεκαετίες μετά την έκδοση του Και τώρα, ανθρωπάκο; (το 2014), βρέθηκε το χειρόγραφο του Φάλαντα, για να διαπιστωθεί ότι ο εκδότης είχε περικόψει 100 σελίδες, δηλαδή το ένα τέταρτο περίπου του βιβλίου. Είχαν αφαιρεθεί σκηνές που περιγράφουν τα καταγώγια και τη νυχτερινή ζωή του Βερολίνου, άλλες από τη δραστηριότητα μιας ένωσης γυμνιστών και αναφορές «σεξουαλικού ενδιαφέροντος». Ηταν πολύ δύσκολες εποχές, αφού λίγους μήνες μετά την έκδοση του μυθιστορήματος ανέλαβαν την εξουσία οι εθνικοσοσιαλιστές.

Το βιβλίο επανεκδόθηκε στην ολοκληρωμένη του μορφή τον Ιούνιο του 2016 στη Γερμανία. Οι Γερμανοί έχουν την πλήρη εικόνα ενός από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Μεσοπολέμου, όπως τώρα κι εμείς, αφού η ελληνική μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου, που έκανε εξαιρετική δουλειά, βασίστηκε στην πλήρη έκδοση. Η φροντισμένη ελληνική έκδοση συνοδεύεται από μια διεισδυτική εισαγωγή του Κώστα Κουτσουρέλη και ένα διαφωτιστικό επίμετρο του Χέρμπερτ Σβενκ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ