Μία σχεδόν εβδομάδα μετά την επιτυχημένη δοκιμή ενός διηπειρωτικού βαλλιστικού πυραύλου (ICBM) από τη Βόρεια Κορέα, η διεθνής κοινότητα εξακολουθεί να παρακολουθεί ανήσυχη τις εξελίξεις. Ωστόσο, παρά την αρχικά σκληρή ρητορική εκ μέρους της αμερικανικής κυβέρνησης, το θέμα λίγο συζητήθηκε στη σύνοδο του G20 στο Αμβούργο.

Σε συνάντησή του με τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας Σίνζο Αμπε στο περιθώριο της συνόδου, ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποκάλεσε τη Βόρεια Κορέα «πρόβλημα και απειλή», ενώ απευθυνόμενος προς τον κινέζο ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ επανέλαβε την ανάγκη για συνεργασία της Κίνας στο ζήτημα, μετριάζοντας ωστόσο τους τόνους του. Σε κάθε περίπτωση, οι αρχικές δηλώσεις του προέδρου και άλλων στελεχών της αμερικανικής κυβέρνησης, που έκαναν λόγο για απάντηση «με κάθε δυνατό τρόπο», συμπεριλαμβανομένης της χρήσης στρατιωτικής ισχύος, φαίνεται πως δεν είναι κάτι άλλο παρά κενές απειλές αφού ακόμη και ο Τραμπ δύσκολα θα ρίσκαρε έναν πόλεμο στην κορεατική χερσόνησο –πόσω μάλλον έναν πυρηνικό όλεθρο με παγκόσμιες συνέπειες.

Η εκτόξευση του βαλλιστικού πυραύλου Hwasong-14 ήταν η πρώτη επιτυχημένη του είδους για το βορειοκορεατικό καθεστώς. Οσοι παρακολουθούν το πυραυλικό πρόγραμμα της χώρας δεν εξεπλάγησαν από το γεγονός. Τον Μάιο ένας μικρότερου βεληνεκούς πύραυλος εκτοξεύθηκε σε ύψος 2.111 χιλιομέτρων και διήνυσε 787 χιλιόμετρα για 30 λεπτά.

Ο Hwasong-14 σε 37 λεπτά διήνυσε απόσταση 933 χιλιομέτρων και έφτασε σε ύψος 2.800 χιλιομέτρων προτού πέσει στη Θάλασσα της Ιαπωνίας. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία (ο πύραυλος εκτοξεύθηκε υπό τέτοια γωνία ώστε να ακολουθήσει απότομη τροχιά και να μη φθάσει πολύ μακριά) ειδικοί εκτιμούν ότι το βεληνεκές του μπορεί να ξεπερνά τα 6.500 χιλιόμετρα. Οι υπόλοιπες χώρες που διαθέτουν ICBM είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, η Βρετανία και η Γαλλία (οι δύο τελευταίες μόνο από υποβρύχια).

Και παρά τη συμβολική ημερομηνία, την 4η Ιουλίου, την Ημέρα Ανεξαρτησίας για τις ΗΠΑ, που επέλεξε ο Κιμ Γιονγκ Ουν για να προβεί σε επίδειξη ισχύος, το γεγονός ότι το καθεστώς φέρεται πια να διαθέτει πυραύλους που μπορούν να φέρουν πυρηνικές κεφαλές και να πλήξουν αμερικανικό έδαφος και συγκεκριμένα την Αλάσκα, μόνο συμβολικό δεν είναι.

Πλέον η Ουάσιγκτον καλείται να αποδεχθεί μία άβολη πραγματικότητα: ότι η Βόρεια Κορέα δεν αποτελεί απειλή μόνο για τους συμμάχους των ΗΠΑ στη Βορειοανατολική Ασία αλλά και για τις ίδιες. Και η Κίνα, ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Βόρειας Κορέας, στην οποία μέχρι τώρα οι ΗΠΑ πετούσαν το «μπαλάκι», δεν δείχνει διατεθειμένη να συνετίσει το καθεστώς –μάλιστα το εμπόριο μεταξύ των δύο κρατών γνώρισε αύξηση το πρώτο τρίμηνο του 2017.

Παρότι η Πιονγκγιάνγκ δεν θα είχε λόγο να πλήξει πρώτη τις ΗΠΑ, κανείς δεν γνωρίζει πώς θα απαντούσε σε μια προληπτική αμερικανική επίθεση, έστω και αν επρόκειτο για «χειρουργικά» χτυπήματα. Ιδιαίτερα ευάλωτη είναι η Νότια Κορέα, αφού σχεδόν ο μισός πληθυσμός της χώρας ζει σε απόσταση 80 χιλιομέτρων από την Αποστρατικωποιημένη Ζώνη, συμπεριλαμβανομένων των 10 εκατομμυρίων κατοίκων της Σεούλ.

Συνέντευξη Σι Κότον: «Η στρατιωτική δράση θα ήταν αδιανόητα κακή επιλογή»

«Η Βόρεια Κορέα είναι μια πυρηνική δύναμη με εξελιγμένο πυραυλικό σύστημα και οι ΗΠΑ δεν μπορούν να κάνουν πολλά για να τη σταματήσουν» είπε στο «Βήμα» ο Σι Κότον, ερευνητικός συνεργάτης του James Martin Center for Nonproliferation Studies στο Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών του Μίντλμπερι, στο Μόντερεϊ των ΗΠΑ.

Σε τι διαφέρει η τελευταία πυραυλική δοκιμή από προηγούμενες, ώστε να κάνει τους αναλυτές να αναφέρονται σε μία νέα και πιο επικίνδυνη κλιμάκωση της βορειοκορεάτικης απειλής προς τη διεθνή κοινότητα;

«Η πρόσφατη πυραυλική δοκιμή είναι διαφορετική γιατί πρόκειται για την πρώτη επιτυχημένη εκτόξευση ενός βορειοκορεατικού διηπειρωτικού πυραύλου (ICBM). Η Βόρεια Κορέα προσπαθεί για αυτό, με κάποια διαλείμματα, από τη δεκαετία του 1980. Και η προσπάθεια των ΗΠΑ να σταματήσει την ανάπτυξη ενός ICBM από την Πιονγκγιάνγκ υπήρξε ένας από τους κεντρικούς στόχους της αμερικανικής πολιτικής στην περιοχή.

Στην πραγματικότητα, από το 2006 και μετά, όταν το καθεστώς έκανε την πρώτη δοκιμή πυρηνικού όπλου, ήταν ο βασικός τους στόχος. Και τώρα αυτός απέτυχε. Ακόμη γίνονται εκτιμήσεις ως προς το βεληνεκές του πυραύλου, αλλά οι περισσότερες λένε ότι άνετα θα έφθανε ως την Αλάσκα. Φαίνεται ότι οι ηπειρωτικές ΗΠΑ είναι ακόμη εκτός βεληνεκούς αλλά αυτό είναι ζήτημα χρόνου. Είναι επίσης πιθανό ο πύραυλος να μην έφθασε τις πλήρεις δυνατότητές του στη δοκιμή, οπότε ήδη αυτές οι Πολιτείες να βρίσκονται εντός βεληνεκούς».

Ποιες είναι οι επιλογές που διαθέτει ο Τραμπ για να σταματήσει τη Βόρεια Κορέα;
«Οι επιλογές που διαθέτει ο Τραμπ για την αντιμετώπιση της Βόρειας Κορέας κυμαίνονται από το κακό στο χειρότερο. Η Πιονγκγιάνγκ κατά πάσα πιθανότητα δεν θα θελήσει να διαπραγματευτεί το πυραυλικό της πρόγραμμα. Στο παρελθόν έχει διαπραγματευτεί πράγματα τα οποία δεν εφάρμοσε ποτέ. Για παράδειγμα, το 1998, έπειτα από μία αποτυχημένη δοκιμή ενός πυραύλου μεγάλου βεληνεκούς, η Βόρεια Κορέα διαπραγματεύτηκε το πάγωμα του πυραυλικού της προγράμματος με τις ΗΠΑ.

Παρ’ όλα αυτά, το καθεστώς δεν διατίθεται να διαπραγματευτεί πράγματα τα οποία ήδη έχει. Δεν θέλει να διαπραγματευτεί το πυρηνικό πρόγραμμα της χώρας για παράδειγμα. Οπότε, το μόνο που θα μπορούσαμε να επιτύχουμε είναι να παγώσει τις δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων. Κάτι το οποίο, δεδομένου ότι το καθεστώς έχει ήδη δοκιμάσει έναν ICBM, δεν θα σήμαινε και πολλά. Ούτε στις ΗΠΑ θα ήταν πολιτικά ευπρόσδεκτη αυτή η εξέλιξη. Η συμφωνία με το Ιράν, για παράδειγμα, ήταν και παραμένει αμφιλεγόμενη στις ΗΠΑ. Μία συμφωνία με τη Βόρεια Κορέα θα ήταν ακόμη χειρότερη.

Η Ουάσιγκτον μπορεί να πιέσει για περαιτέρω κυρώσεις αλλά και αυτές δεν έχουν καταφέρει να χαλιναγωγήσουν τη συμπεριφορά της Πιονγκγιάνγκ μέχρι στιγμής. Η στρατιωτική δράση θα ήταν μία αδιανόητα κακή επιλογή. Με τη Βόρεια Κορέα να είναι μία πυρηνική δύναμη με εξελιγμένο πυραυλικό πρόγραμμα, θα κινδύνευαν εκατομμύρια ζωές. Ακόμη και χωρίς τα πυρηνικά, η Σεούλ βρίσκεται εντός του βεληνεκούς των συμβατικών όπλων της Βόρειας Κορέας, η οποία θα μπορούσε να καταστρέψει την πόλη σκοτώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Κοντολογίς, η μοναδική επιλογή που έχουν οι ΗΠΑ είναι να περάσουν περισσότερες κυρώσεις, που όμως δεν θα επιτύχουν πολλά».

HeliosPlus