Μια χαμηλού κόστους αιματολογική εξέταση ενδεχομένως να αποδειχθεί αποτελεσματική στην πρώιμη πρόγνωση του καρκίνου του παγκρέατος, υποστηρίζουν αμερικανοί ερευνητές σε άρθρο που δημοσίευσαν στο επιστημονικό έντυπο Science Translational Medicine.
Ο καρκίνος του παγκρέατος συνήθως διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο και οι υπάρχουσες διαγνωστικές τεχνικές τον εντοπίζουν όταν πια έχει έκδηλα συμπτώματα και άρα έχει γίνει απειλητικός για την ζωή του ασθενή. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που εντοπίζεται τυχαία, στο πλαίσιο εξετάσεων για άλλα ζητήματα υγείας.
Ο δρ Κέννεθ Ζάρετ, διευθυντής του Ινστιτούτου Αναγεννητικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, εξηγεί ότι όσο πιο επεμβατικές είναι οι διαγνωστικές εξετάσεις, τόσο υψηλότερο και το κόστος τους, ακόμα και για άτομα με υψηλό κίνδυνο παγκρεατικού καρκίνου, όπως αυτοί με οικογενειακό ιστορικό, γενετικές μεταλλάξεις και όσοι μετά τα 50 έτη ζωής εκδηλώνουν διαβήτη.
«Ένα φθηνό, μη επεμβατικό τεστ, όπως αυτό που σχεδιάσαμε, μπορεί να είναι χρήσιμο στον διαγνωστικό έλεγχο ρουτίνας ατόμων με υψηλό κίνδυνο να εκδηλώσουν καρκίνο στο πάγκρεας», σημειώνει.
Η μελέτη
Η επιστημονική ομάδα του αμερικανικού πανεπιστημίου αναζήτησε νέους αξιόπιστους δείκτες του πρώιμου σταδίου του καρκίνου παγκρέατος επαναπρογραμματίζοντας γενετικά τελικού σταδίου καρκινικά κύτταρα ώστε να μοιάζουν με αυτά του πρώιμου σταδίου της νόσου. Έτσι εντόπισαν αρκετούς νέους κυτταρικούς βιοδείκτες που παράγονται από την εκδήλωσης της νόσου.
Στη συνέχεια οι ερευνητές έκαναν τρεις γύρους ελέγχουν σε σχεδόν 700 δείγματα αίματος. Τα δείγματα είχαν ληφθεί από ασθενείς με καρκίνο του παγκρέατος (σε διάφορα στάδια της νόσου) και από υγιή άτομα.
Έτσι κατάφεραν να διαγνώσουν τον πρώιμου σταδίου παγκρεατικό καρκίνου, με ακρίβεια 98%, με επίκεντρο δύο από τους βιοδείκτες που ανακάλυψαν, τους THBS2 και CA19-9.
«Αξίζει να σημειωθεί ότι η ομάδα των βιοδεικτών εκμεταλλεύεται την υπάρχουσα ιατρική τεχνολογία που χρησιμοποιούν τα διαγνωστικά τμήματα. Αλλά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να κάνουμε μεγαλύτερου εύρους μελέτες για να δούμε πως η νέα προσέγγιση μπορεί να εφαρμοστεί στον γενικό πληθυσμό», διευκρινίζει ο δρ Ζάρετ.