Κάποιοι, ενδεχομένως, να αγνόησαν την πρόσφατη ανάρτηση ενός βίντεο στο Twitter από τον Ντόναλντ Τραμπ, στο οποίο εμφανίζεται ο ίδιος να γρονθοκοπεί έναν άνθρωπο, το κεφάλι του οποίου έχει αντικατασταθεί από το λογότυπο του CNN, θεωρώντας πως αποτελεί ακόμα ένα παράδειγμα της χυδαίας και βλακώδους συμπεριφοράς του προέδρου των ΗΠΑ. Αλλά κάποιοι άλλοι διέκριναν κάτι πιο απειλητικό.
O Τραμπ δυσφημεί συστηματικά τα ΜΜΕ κάνοντας λόγο για τη μετάδοση «ψευδών ειδήσεων» ενώ προσπάθησε να υπονομεύσει το κύρος της ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας, χαρακτηρίζοντας όλους όσοι τον δυσαρεστούν «κατ’ επίφασιν» δικαστές.
Εχει τη συνήθεια να αναρτά στο Twitter αυτά τα προσβλητικά μηνύματα, αποστέλλοντάς τα κατευθείαν στον «λαό», στο πλαίσιο μιας «σύγχρονης μορφής» επικοινωνίας, όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος. Στην πραγματικότητα όμως η υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών, μέσω της κατάχρησής τους, ενώπιον του όχλου που αλαλάζει είναι κάθε άλλο παρά μια σύγχρονη πρακτική. Πρόκειται περί αυτού που έκαναν ανέκαθεν όλοι οι επίδοξοι δικτάτορες.
Αυτό αποτελεί ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο, δυνητικά πολύ χειρότερο. Υπό κανονικές συνθήκες, η βίαιη συμπεριφορά περιορίζεται από τους νόμους και τους κανόνες της κοινωνίας. Αλλά ούτε οι νόμοι ούτε οι κανόνες αυτοί είναι τέλειοι. Η ενδοοικογενειακή βία δεν αποκαλύπτεται, όπως δεν αποκαλύπτονται και πολλοί βιασμοί. Και πάντα θα υπάρχουν βίαιοι άνθρωποι που παραβιάζουν τους νόμους. Αυτό που είναι εντυπωσιακό και ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το πόσο γρήγορα μπορεί να εδραιωθεί η ακραία βία μεταξύ ανθρώπων που έχουν ζήσει ειρηνικά μαζί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι Γερμανοί δεν ενοχλούσαν τους Εβραίους ως τη στιγμή που οι ναζιστές ηγέτες άρχισαν να υποκινούν τα πλήθη μετά το 1933.
Αρκεί να διαβάσει κανείς τα διαδικτυακά σχόλια σε απόψεις που εκφράζονται σε απόλυτα ευυπόληπτα Μέσα για να διαπιστώσει τον βαθμό του μίσους που υπάρχει στα μυαλά των ανθρώπων. Και είναι επίσης εύκολο να φανταστεί κάποιος πώς, μέσω της επίσημης ενθάρρυνσης, τα συναισθήματα θα μπορούσαν να γίνουν πράξεις.
Αυτού του είδους η ενθάρρυνση μπορεί να είναι έμμεση, ή αόριστα διατυπωμένη, αλλά άμεσα κατανοητή από τους ανθρώπους που αδημονούν να κινητοποιηθούν. Κατά την προεκλογική του εκστρατεία ο Τραμπ έκανε ένα βήμα παραπάνω, όταν ενθάρρυνε τους οπαδούς του να επιτίθενται λεκτικά κατά του Τύπου, χαρακτηρίζοντας τους δημοσιογράφους «καθάρματα». Τώρα τους αποκαλεί συστηματικά «εχθρούς του λαού», και ζητάει από τους υποστηρικτές του να μην επιτρέψουν στις «ψευδείς ειδήσεις» να ανακόψουν την πορεία του η οποία είναι –κατ’ επέκταση –και δική τους πορεία.
O Ρεπουμπλικανός Γκρεγκ Τζιανφόρτε έλαβε τοις μετρητοίς την προτροπή του Τραμπ και χειροδίκησε κατά δημοσιογράφου του «Guardian» όταν ρωτήθηκε για τις απόψεις του όσον αφορά το σύστημα υγείας. Πιο πρόσφατα, εκπρόσωπος της Εθνικής Ενωσης Οπλων παρότρυνε τους Αμερικανούς να πολεμήσουν τα «ψέματα» των παραδοσιακών Μέσων με τη «σφιχτή γροθιά της αλήθειας».
Για ακόμη μια φορά, η απειλή είναι κεκαλυμμένη όσο χρειάζεται ώστε να εμπίπτει στις διατάξεις του συντάγματος περί της προστασίας της ελευθερίας του λόγου. Αλλά οι αυτοαποκαλούμενοι πατριώτες μπορούν να καταλάβουν το νόημα.
Ως τώρα μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στους σημερινούς δεξιούς λαϊκιστές της Ευρώπης και των ΗΠΑ και τους φασίστες και τους ναζιστές της δεκαετίας του 1930 αποτελεί η απουσία των Ταγμάτων Εφόδου καθώς δεν υπάρχουν άτομα που να έχουν λάβει επίσημη άδεια να χειροδικούν κατά των αντιπάλων τους.
Αλλά και αυτό μπορεί να αλλάξει. Ο Τζέιμς Μπίκαλ, ένας Ρεπουμπλικανός πολιτικός από το Ορεγκον, δήλωσε τον περασμένο Μάιο ότι οι Ρεπουμπλικανοί θα πρέπει να προβούν στη σύσταση δεξιών πολιτοφυλακών ασφαλείας τα μέλη των οποίων θα εκτελούν χρέη σωματοφυλάκων κατά τη διάρκεια πολιτικών συγκεντρώσεων. Αυτοί οι οπλοφόροι εξτρεμιστές, ο πατριωτισμός των οποίων έγκειται στην ιδέα ότι ο εχθρός είναι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση, διαφέρουν από τους γερμανούς ταγματασφαλίτες της δεκαετίας του 1930 μόνο κατ’ όνομα. Το μοναδικό που χρειάζεται για την εφαρμογή μιας πολιτικής της θεσμοθετημένης βίας είναι να λάβουν αυτοί οι άνθρωποι την άδεια να απελευθερώσουν τις πιο κτηνώδεις παρορμήσεις τους.
Αυτός είναι ο λόγος που τα tweets του Τραμπ δεν αποτελούν απλώς χονδροειδή αστεία. Τη στιγμή που οι ανώτεροι εκπρόσωποι μιας δημοκρατίας αρχίζουν να υποδαυλίζουν τη βία, τότε αναλαμβάνει ο όχλος. Οι ΗΠΑ δεν αποτελούν εξαίρεση. Και αν συμβεί αυτό η δημοκρατία θα πεθάνει.
Ο κ. Ιαν Μπουρούμα είναι αρχισυντάκτης του New York Review of Books και καθηγητής Δημοκρατίας, Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημοσιογραφίας στο Κολέγιο Μπαρντ της Νέας Υόρκης

HeliosPlus