Για μια οικονομία η εφαρμογή εργαλείων τόνωσης και ανάπτυξής της αποτελεί ένα σημαντικό εγχείρημα το οποίο θα πρέπει να σχεδιαστεί κατάλληλα για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων.
Η εφαρμογή του μέτρου μείωσης των επιτοκίων δεν απέφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα για την τόνωση και ανάπτυξη της οικονομίας της ευρωζώνης. Ετσι, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τον Μάρτιο του 2015 εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική που ονομάζεται «Ποσοτική Χαλάρωση» (Quantitative Easing – QE), χρησιμοποιώντας την έσχατη λύση για την τόνωση και ανάπτυξη της οικονομίας της ευρωζώνης ενισχύοντας τη ρευστότητα με ποσά 60-80 δισ. ευρώ τον μήνα.
Μέσω της συγκεκριμένης πολιτικής η ΕΚΤ αγοράζει από ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μια συγκεκριμένη ποσότητα κρατικών ομολόγων / χρεογράφων. Με τον τρόπο αυτόν διοχετεύει ρευστότητα στις τράπεζες που πούλησαν τα κρατικά ομόλογα, δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες προκειμένου οι τράπεζες με τη σειρά τους (έχοντας τα πλέον χρηματικά διαθέσιμα) να προχωρήσουν σε δανεισμό επιχειρήσεων και ιδιωτών.
Ωστόσο η ορθολογική σχεδίαση του εγχειρήματος ελέγχεται, δεδομένου ότι η έξοδος από την κρίση που έχει περιέλθει η ευρωζώνη δεν διαφαίνεται να επιτυγχάνεται. Από τη συγκεκριμένη πολιτική επωφελούνται κυρίως οικονομίες που δεν είχαν ανάγκη από ρευστότητα (π.χ. Γερμανία), έναντι άλλων περιφερειακών οικονομιών (π.χ. Ελλάδα). Θέλοντας να κάνουμε μια ρεαλιστική προσέγγιση, ακόμη και αν είχε ενταχθεί η Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση, αυτό θα δημιουργούσε μια πλασματική κανονικότητα καθώς η πλειοψηφία των μικρών και μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων έχουν αποκλειστεί ή έχουν περιορισμένο τραπεζικό δανεισμό λόγω κριτηρίων πιστοληπτικής ικανότητας (τα οποία εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της ποσοτικής χαλάρωσης).
Σίγουρα η ένταξη της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση θα αποτελούσε θετικό πρόσημο για την οικονομία.
Ωστόσο, για να επιτευχθεί μια επωφελής για την αγορά αλυσιδωτή αντίδραση:
α) οι επιχειρήσεις να αναπτύξουν τη δραστηριότητα και τις επενδύσεις τους μέσω δανεισμού,
β) οι νέες επιχειρήσεις να αποκτήσουν κεφάλαιο κίνησης,
γ) να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας,
δ) ο κόσμος να αποκτά χρήματα μέσω της απασχόλησής του και στη συνέχεια να τα ξοδεύει και
ε) το κράτος να εισπράττει φόρους από τις αγορές,
χρειάζεται ιδιαίτερα προσεκτικός, στοχευμένος και ορθολογικός σχεδιασμός.
Μετά τη συμφωνία του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, διαφαίνονται κάποια θετικά σημάδια για την περαιτέρω ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά πρωτίστως της επιστροφής της εμπιστοσύνης.
Ενδεικτικό στοιχείο είναι η απόδοση των 2ετών ομολόγων η οποία διαμορφώνεται στο 4,15%, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο για περισσότερα από επτά έτη. Παράλληλα η μείωση του δανεισμού των ελληνικών τραπεζών μέσω του Μηχανισμού Εκτακτης Ρευστότητας (ELA) αντανακλά τις θετικές εξελίξεις στη ρευστότητα των τραπεζών στο πλαίσιο επιστροφής των καταθέσεων.
Επιπροσθέτως, όπως δήλωσε ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, αναμένεται τις προσεχείς εβδομάδες η κατάθεση πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για έξοδο της Ελλάδας από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτόν τις εντυπωσιακές προσπάθειες της Ελλάδας, λαμβάνοντας υπόψη τα πρωτογενή πλεονάσματα αλλά και τις σταθερές πλέον βάσεις για τη μελλοντική πορεία.
Παράλληλα, νέα εργαλεία τα οποία αποτελούν προϊόν των μεταρρυθμίσεων, όπως ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, η σύνδεση του αφορολογήτου με τη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών και πλαστικού χρήματος αλλά και ο σχεδιασμός για την περαιτέρω χαλάρωση των capital controls, αποτελούν επιπρόσθετα στοιχεία για την αποκατάσταση της κανονικότητας και της εμπιστοσύνης.
Ολα τα παραπάνω δεν αποτελούν παρά ουσιαστικά συμβολικά στοιχεία τα οποία θέτουν τις κατάλληλες βάσεις για σταθερή ανάκαμψη της οικονομίας, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης για επιστροφή των καταθέσεων και των επενδύσεων, αλλά και για την πρόσβαση στις αγορές ακόμη και χωρίς την ποσοτική χαλάρωση.
Ο δρ Αντώνης Ζαΐρης είναι μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων και ο κ. Κυριάκος Αντωνάκος σύμβουλος Τραπεζικής.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ