Ο
Διονύσης Σαββόπουλος το τελευταίο διάστημα για δύο πράγματα είναι στην επικαιρότητα. Για τη συναυλία του στο Καλλιμάρμαρο στις 12 Ιουλίου με τίτλο «ΖΗ το ελληνικό τραγούδι» αλλά και για το γεγονός ότι το τραγούδι του «Συννεφούλα» «κόπηκε» από την ύλη των Θρησκευτικών στα σχολεία, όπως εισηγήθηκε ο Μητροπολίτης Υδρας, Εφραίμ, στην έκτακτη συνεδρίαση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Οσον αφορά το δεύτερο, πολλά γράφτηκαν, πολλά ακούστηκαν –ήταν και άλλα δύο τραγούδια του Ασιμου και της Rihanna. Ο δημιουργός της στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Βήμα της Κυριακής» απαντά τόσο λιτά και αφοπλιστικά με νεανική… αφοπλιστική ωριμότητα. Κάτι άλλωστε που τον διακρίνει σε όλες τις εκφάνσεις του έργου του όλα αυτά τα χρόνια.
Αυτή τη νεανικότητα θα την κάνει πράξη και στη συναυλία της προσεχούς Τετάρτης σε μια γιορτή του ελληνικού τραγουδιού όπου για μία ακόμη φορά «Του Νιόνιου οι κοινότητες φτιάχνουν άλλους γαλαξίες». Το ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ τον κάλεσε να ηγηθεί του στόχου για τη συγκέντρωση τροφίμων. Με ένα συμβολικό εισιτήριο ολίγων ευρώ και προσφορά τροφίμων από τους θεατές. Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ένας παραμυθάς που λέει αλήθειες. Και για αυτό κάποιες φορές ενοχλεί.
Ποια είναι η αιτία και αφορμή της συγκεκριμένης συναυλίας: Πώς προέκυψε;
«Μου το ζήτησαν οι εθελοντές τού Ολοι Μαζί Μπορούμε και το δέχτηκα με ενθουσιασμό. Είναι ευγενής σκοπός. Το κάνουν κάθε χρονιά με τεράστια συμμετοχή, πέρυσι στου Ξαρχάκου λύγισαν τα κοντέινερ από τις προσφορές του κόσμου. Είναι ελπιδοφόρο. Υπάρχουν βέβαια και μερικοί που λένε ότι η αλληλεγγύη δεν αρκεί. Προφανώς δεν αρκεί, αλλά αυτό δεν πρέπει να είναι άλλοθι για να μη δίνει κανείς ποτέ τίποτε από τον εαυτό του. Το καλό πάντα πιάνει τόπο».
Τα κριτήρια επιλογής των συμμετεχόντων καλλιτεχνών;
«Κάλεσα με τη σειρά μου εκλεκτούς συναδέλφους, καλύτερους από εμένα. Το λέω σοβαρά. Τους έχω αγαπήσει, με έχουν εμπνεύσει κατά καιρούς. Αλλοι ευκαιρούσαν, άλλοι όχι. Σχεδίασα τη συναυλία λοιπόν σκεπτόμενος μόνον αυτούς που μπορούσαν να συμμετάσχουν. Μετά προσφέρθηκαν κι άλλοι, αλλά το πρόγραμμα είχε συμπληρωθεί. Δεν τραγουδούν ο καθένας ντε και καλά τα δικά του σουξέ, όχι. Τραγουδούν κυρίως τραγούδια που ήθελα εγώ πολύ να έχω ακούσει από αυτούς. Τη «Θαλασσογραφία» από την Ελεωνόρα Ζουγανέλη π.χ., το Ζεϊμπέκικο από τον Γιάννη Χαρούλη. Τη «Μαύρη θάλασσα» από την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Θα δοκιμάσω να πω το «Σιγά μην κλάψω» του Αγγελάκα να δω πώς θα ακουστεί».
Το «ΖΗ το ελληνικό τραγούδι» με παραπέμπει στο «ΖΗΤΩ το ελληνικό τραγούδι» του 1986 – 1987. Μια εκπομπή-ορόσημο. Τριάντα ένα χρόνια τι έχει αλλάξει –αν έχει –και τι έχει μείνει ίδιο;
«Πολλά έχουν αλλάξει. Πρώτα-πρώτα, δεν έχουμε λεφτά και ζητιανεύουμε, αλλά ζητιανεύουμε με τουπέ, σε αυτό δεν έχουμε αλλάξει. Και το τραγούδι δεν είναι πια το ίδιο. Κάποτε το τραγούδι ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και τώρα είναι ένας καθησυχαστικός ήχος στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου. Ενα με την ταπετσαρία. Πάει και η δισκογραφία. Για να βρεις αληθινό τραγούδι πια πρέπει να ψάξεις. Υπάρχουν. Πήγατε στην Ταράτσα του Φοίβου; Εντοπίσατε τη Μαρίνα Σάττι στο Διαδίκτυο; Ετυχε να ακούσετε το συγκρότημα ΑΛΚΜΑΝ; Τα απολαμβάνω όλα αυτά».
Από το «Φορτηγό» και τη «Συννεφούλα», από το 1966 έως το 2017 έχουν γίνει πάρα πολλά λοιπόν και ακόμη περισσότερα έχουν αλλάξει. Γιατί πιστεύετε ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας έκοψε το τραγούδι σας; Για τον έρωτα μιλά.
«Το είχε κόψει και η χούντα. Πρέπει να υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΤ η απαγόρευση της μετάδοσής του. Θα το είδαν ως «Σόδομα και Γόμορρα», σαν την αξέχαστη Σαπφώ Νοταρά στην ταινία. Ακούστε, σέβομαι την Εκκλησία αλλά δεν συμφωνώ πάντα με τους ιεράρχες της».
Εσείς τι θα λέγατε, είναι κατάλληλη η «Συννεφούλα» για το μάθημα των Θρησκευτικών της Α’ Λυκείου;
«Κάθε τραγούδι που τραγουδιέται ανελλιπώς επί πενήντα χρόνια είναι κατάλληλο για να συζητηθεί μέσα σε μια τάξη δεκαπεντάχρονων και δεκαεξάχρονων. Κι εγώ άλλωστε δεκαέξι χρόνων ήμουν όταν το έγραψα. Μαθητής της τετάρτης εξατάξιου, δηλαδή της Α’ Λυκείου τώρα».
Πόσο λόγο θεωρείται ότι πρέπει να έχει η Εκκλησία; Εννοώ μέχρι πού πρέπει να είναι τα όριά της;
«Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ. Είμαι υπέρ του διαχωρισμού Εκκλησίας – Κράτους. Δεν ξέρω για το Κράτος, αλλά η Εκκλησία θα γίνει σίγουρα καλύτερη. Υπάρχει πάντως ένα λεπτό ζήτημα. Η Εκκλησία είχε τεράστια περιουσία από τους πιστούς που επί αιώνες της άφηναν κληρονομιές, έκαναν δωρεές κ.λπ. για να συγχωρεθούν π.χ. τα πεθαμένα τους. Στις αρχές του περασμένου αιώνα η Εκκλησία χάρισε την περιουσία της στο Κράτος με αντάλλαγμα να πληρώνει το Κράτος τον μισθό των ιερέων. Εγιναν κάπως σαν δημόσιοι υπάλληλοι δηλαδή οι παπάδες. Επομένως ένα τέτοιο διαζύγιο είναι αρκετά δύσκολο και σίγουρα πρέπει να γίνει με σεβασμό, αγάπη και λίγη αρχοντιά, αν είναι δυνατόν».
Είστε από τους πολίτες που δεν έχουν κρύψει τις απόψεις τους ακόμη και όταν ήταν κόντρα στο ρεύμα. Εχετε μετανιώσει για αυτό; Σας έχει κοστίσει;
«Ε, είχα κι εγώ τις ταλαιπωρίες μου. Αν έχω μετανιώσει; Καθόλου. Δεν είναι υποχρεωμένος ο άλλος να συμφωνεί με τις απόψεις μου, ούτε εγώ να λέω αυτό που θέλει ο άλλος να ακούσει».
Τι αξίζει τελικά στη ζωή;
«Μα η ίδια η ζωή. Το δώρο της, το θαύμα της. Είμαστε εμείς που τη μελανιάζουμε, τη ματώνουμε, την απαξιώνουμε. Δεν μαθαίνουμε ούτε από τον πόνο της ούτε από τη χαρά της».
Τα επόμενα σχέδιά σας;
«Μετά το Καλλιμάρμαρο θα παίξουμε το «Φορτηγό» στα εγκαίνια του Μουσείου της Ανδρου. Τι γλυκό νησί! Για τον χειμώνα ετοιμάζω μια συναρπαστική συνεργασία που την έχω καημό από καιρό. Ε, δεν μπορώ να σας πω περισσότερα ακόμη».
Τι θα θέλατε να πάρουν μαζί τους στο τέλος της βραδιάς;
«Εχετε προσέξει που όταν τελειώνει κάτι ωραίο που είδατε, νιώθετε μέσα σας ευγενέστερος; Στη διάρκεια μιας ωραίας συναυλίας έρχεται στην επιφάνεια ένας βαθύτερος εαυτός μας, πιο πλούσιος, πιο μαγικός. Ετσι θα ήθελα να φύγει ο κόσμος από το Καλλιμάρμαρο. Με αυτόν, τον βαθύτερο εαυτό».
Το τραγούδι, αλλά και η τέχνη γενικότερα μπορούν να παίξουν κάποιον ρόλο σε μια κοινωνία που είναι σε κρίση;
«Η τέχνη είναι μεγάλη παρηγοριά, η τέχνη είναι φάρος. Υπέροχα ρεμπέτικα γράφτηκαν αμέσως μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Η πιο ανθηρή γενιά στις τέχνες και τα γράμματα είναι η γενιά του 1930. Σεφέρης, Ελύτης, Εγγονόπουλος, Τσαρούχης, Κόντογλου, Θεοτοκάς, Εμπειρίκος κ.ά. μεγαλούργησαν μέσα σε μια καθημαγμένη Ελλάδα».
Θεσσαλονίκη – Αθήνα: Ποια είναι η πρώτη εικόνα που σας έρχεται στο μυαλό για την κάθε μία πόλη;
«Θεσσαλονίκη: η προκυμαία με τα παλιά βαποράκια που πήγαιναν στο Μπαχτσέ Τσιφλίκι. Αθήνα: η Διονυσίου Αρεοπαγίτου, το Θησείο, η Πνύκα, το Αστεροσκοπείο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ