Παλμύρα – Ενας αναντικατάστατος θησαυρός
Μετάφραση Ειρήνη Μητούση,
Επίμετρο Τάκης Αναστασόπουλος
Εκδόσεις Εστία, 2017, σελ. 140, τιμή 12 ευρώ
Υστερα από τέσσερις ώρες ταξιδιού προς τα βορειοανατολικά της Συρίας, 200 χιλιόμετρα από τη Δαμασκό, και ενώ ο σημερινός επισκέπτης βρίσκεται κοντά σε μια κωμόπολη –αίφνης! –αναδύεται και φράζει τον ορίζοντά του «ένα εκπληκτικό συναρμολογούμενο παιχνίδι» μισογκρεμισμένων κατασκευών.
«Είναι σαν ένα γιγαντιαίο παιδί να έκτισε για τη διασκέδασή του, με κύβους και κολόνες από λευκό ασβεστόλιθο, ενάμισι χιλιόμετρο μνημειώδη τείχη και κιονοστοιχίες που παρατάσσονται μεγαλόπρεπα, με φόντο την έρημο και τους φοίνικες». Με τα λόγια του Πολ Βεν, ενός ξεχωριστού ξεναγού, «δεν πρόκειται τόσο για ερείπια όσο για μια πόλη σε κατάσταση αποσυναρμολόγησης».
Σύμφωνα με τον κορυφαίο ιστορικό, ο ελληνορωμαϊκός αρχαιολογικός χώρος της Παλμύρας είναι ίσως, μαζί με την Πομπηία κοντά στη Νάπολι και τα τεράστια ερείπια της Εφέσου στα τουρκικά παράλια, «ο μεγαλοπρεπέστερος από όσους έχουν φέρει στο φως οι ανασκαφές».
Ο ίδιος, μολονότι δεν έπαψε σε όλη του τη ζωή να μιλά για την Παλμύρα και το μεγαλείο της, επανήλθε πρόσφατα σε αυτήν, όντας πια σε προχωρημένη ηλικία, ώστε «να εκφράσω την οδύνη μου μπροστά σε αυτή την αδιανόητη καταστροφή» ως άνθρωπος και ως καθηγητής, αναπλάθοντας παράλληλα τη φυσιογνωμία μιας μοναδικής όασης, της περίφημης «Ταντμόρ της ερήμου», την οποία πλέον «μόνο μέσα από τα βιβλία θα γνωρίζουμε», όπως σημειώνει θλιμμένος.
Από τα καραβάνια στη Ζηνοβία
Η βίαιη επικαιρότητα που τον κινητοποίησε ταυτίζεται, εν προκειμένω, με το Ισλαμικό Κράτος. Οι φανατικοί της τρομοκρατικής οργάνωσης διέλυσαν με βαριοπούλες αγάλματα και εκθέματα του μουσείου της περιοχής ενώ ανατίναξαν αρχαίους ναούς με όλμους· πλην όμως, αλίμονο, δεν σταμάτησαν εκεί: έσφαξαν τελετουργικά μπροστά στις κάμερες, μέσα στο μικρό ρωμαϊκό θέατρο της περιοχής, 25 Σύρους του τακτικού στρατού και τέλος, ως συνεπείς υπηρέτες της κτηνωδίας, βασάνισαν και αποκεφάλισαν τον επί δεκαετίες γενικό διευθυντή Αρχαιοτήτων της Παλμύρας, τον γηραιό αρχαιολόγο Χαλέντ αλ Ασάαντ ο οποίος δολοφονήθηκε επειδή «ενδιαφέρθηκε για τα είδωλα».
Στη μνήμη αυτού του αδικοχαμένου ανθρώπου αφιερώνει συγκινημένος ο Πολ Βεν, ειδήμων της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, το σύντομο βιβλίο του Παλμύρα – Ενας αναντικατάστατος θησαυρός που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2015 (Palmyre, l’irremplaçable trésor, εκδόσεις Albin Michel).
Το σύμπλεγμα της διαφορετικότηταςΜολονότι το σημείο εκκίνησης του σπουδαίου γάλλου επιστήμονα είναι η τωρινή βαρβαρότητα που προκαλεί ένα κομβικό ερώτημα – γιατί το Ισλαμικό Κράτος καταστρέφει ή μεταπωλεί τα αθώα μνημεία ενός μακρινού παρελθόντος; – δεν μπορούμε παρά να κλείσουμε την ελληνική έκδοση της «Εστίας» σε μια κατάσταση αναγνωστικής ευφορίας. Σκέφτεται κανείς πως αυτή είναι απλοχεριά της κατασταλαγμένης γνώσης που μεταφέρεται ως βίωμα πια στους άλλους.
Διότι ακολουθούμε με αμείωτη προσήλωση τον Πολ Βεν σε αυτήν την «τουριστική περιήγηση στον χρόνο», περιεργαζόμαστε μαζί του τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του εμβληματικό Ναού του Βάαλ που εγκαινιάστηκε το 32 μ.Χ., έχουμε την αίσθηση ότι περπατάμε μαζί του στην ξακουστή Λεωφόρο των Κιόνων, διασχίζοντας όλη την τοποθεσία ως τα απομεινάρια των «λουτρών του Διοκλητιανού».
Εκτός από τοπογραφική, είναι και διανοητική η περιήγηση αυτή, είναι η εγγραφή σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο ιδεών. Ο Πολ Βεν όχι μόνο αναδεικνύει την πολυδιάστατη «ιδιαιτερότητα» της αραμαϊκής και ρωμαϊκής και εξελληνισμένης Παλμύρας – η οποία «δεν ήταν μια συριακή πόλη σαν τις άλλες» – αλλά, επιπροσθέτως, μας προσφέρει ένα εκπληκτικό σεμινάριο για το πώς οφείλουμε, μέσω του παρελθόντος, να σκεφτόμαστε το παρόν και το μέλλον.
Ετσι, για παράδειγμα, ολοκληρώνει το πόνημά του: «Μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι το να μη γνωρίζουμε, να μη θέλουμε να ξέρουμε παρά μόνο μία κουλτούρα, τη δική μας, είναι σαν να αυτοκαταδικαζόμαστε να ζούμε κλεισμένοι σε ένα σκοτεινό κουκούλι».
Με τη φράση αυτή που θα έπρεπε, κανονικά, να την έχουμε προ πολλού τοιχοκολλήσει στα σχολεία μας, ο Πολ Βεν αναφέρεται εμμέσως πλην σαφώς σ’ ένα είδος συμπλεγματικής διαφορετικότητας που φαίνεται να διακρίνει στους ακραίους ισλαμιστές, οι οποίοι έκαναν ό,τι έκαναν «για να μας αποδείξουν ότι είναι διαφορετικοί από εμάς και δεν σέβονται ό,τι εκθειάζει η δυτική κουλτούρα», προέβησαν σε ό,τι προέβησαν «μόνο για να κόψουν τους δεσμούς μαζί μας, να δείξουν ότι είναι άλλοι».
Μια υβριδική ταυτότηταΠάντως, ασχέτως αν είναι αναμενόμενος στην περίπτωσή του, παραμένει εντυπωσιακός ο τρόπος – επειδή ακριβώς είναι απλός – με τον οποίο ο συγγραφέας μεταβαίνει από το ειδικό στο γενικό: αποβαίνει τούτο το βιβλίο ένα αξέχαστο μάθημα για το πόση σχέση μπορεί να έχει η ελληνορωμαϊκή εποχή με τα σημερινά προβλήματα.
«Στην εποχή μας», γράφει λ.χ. ο Πολ Βεν, «γίνεται πολύς λόγος για πολιτιστικό ιμπεριαλισμό και για ταυτότητα, αλλά ξεχνάμε ότι στην ιστορία ο εκσυγχρονισμός μέσα από την υιοθέτηση ξένων ηθών διαδραματίζει μεγαλύτερο ρόλο από τον εθνικισμό», ή λίγο πιο κάτω, στη σελίδα 57, υπογραμμίζει με σαρωτική διαύγεια πως «οι πολιτισμοί δεν έχουν πατρίδα και αγνοούσαν πάντα τα πολιτικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά σύνορα που χωρίζουν τα ανθρώπινα σύνολα».
Τις αφορμές για αυτά τα σημαντικά σχόλια πάνω στη ρευστότητα αλλά και την υστερία του δικού μας κόσμου, ο Πολ Βεν τις παίρνει από την ιστορική διαδρομή, την ανθρωπογεωγραφία, την οικονομία, την τέχνη, τη θρησκεία αλλά τα ήθη του αρχαίου πολιτισμού της Παλμύρας, απ’ όλα όσα διαχρονικά συνδιαμόρφωσαν εκεί τη δημιουργία μιας υβριδικής, «μεικτής κουλτούρας», απ’ όλα όσα συνετέλεσαν στην «πρωτιά της, όσον αφορά την ποικιλία των διαφόρων στοιχείων στην πολιτισμική αυτή ανάμειξη».
Η Παλμύρα, λοιπόν, δεν έμοιαζε με καμία άλλη πόλη της Αυτοκρατορίας, διατήρησε την αυτόχθονα πολιτισμική της ταυτότητα ενώ συγχρόνως συγχρωτιζόταν με τον κυρίαρχο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, «παρέμεινε ο εαυτός της μέσα στην πολυπλοκότητά της», δεν απορροφήθηκε μέσα σ’ έναν απόλυτο εξελληνισμό ή εκρωμαϊσμό.
«Χάρη στη διαφορετικότητά του, κάθε πολιτιστικό patchwork, αντί να καταλήξει στην παγκόσμια ομοιομορφία, ανοίγει την οδό της επινοητικότητας» καταλήγει χαρακτηριστικά στον επίλογό του ο Πολ Βεν. Στην Παλμύρα «φυσούσε ένας άνεμος ελευθερίας, αντισυμβατικός και «πολυπολιτισμικός»».
Διότι αυτό συμβόλιζε η Παλμύρα στην πρώτη παγκοσμιοποίηση του ελληνορωμαϊκού κόσμου, με τέτοια ευημερία και τέτοια πνευματικότητα καταμεσής της ερήμου κατάφερε να ενώσει με το εμπόριο των καραβανιών της τη Ρώμη με την Περσία και την Ινδία με την Κίνα.
Η εποποιία μιας γυναίκας
Ασφαλώς, από ένα τέτοιο βιβλίο δεν θα μπορούσε να λείπει «το εγχείρημα της Ζηνοβίας» σε μια ευάλωτη περίοδο για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τότε που είχε ανοιχτά πολεμικά μέτωπα σε Ανατολή και Δύση.
Ο Πολ Βεν, με αφηγηματική δεξιοτεχνία, ανασυστήνει το απρόβλεπτο επεισόδιο που προήγαγε την Παλμύρα στο επίπεδο της μεγάλης ιστορίας: το έπος της κατάκτησης της πόλης της ερήμου μεταξύ 259 και 274 μ.Χ.
Αυτή η ταραγμένη δεκαπενταετία χάρισε την αιωνιότητα στο όνομα του Οδαίναθου και της χήρας του Ζηνοβίας, της (όχι και τόσο παράτολμης εν τέλει) βασίλισσας της Παλμύρας, η οποία αποπειράθηκε να σφετεριστεί τον ρωμαϊκό θρόνο αλλά έπεσε επάνω στον αυτοκράτορα Αυρηλιανό, μια γυναίκα που, κατά τα λοιπά, περιβαλλόταν από λογίους όπως ο Καλλίνικος και είχε τον δικό της φιλόσοφο, τον πλατωνιστή Λογγίνο.
Οι αρχαίοι ιστορικοί κατέλιπαν τρεις διαφορετικές εκδοχές για το τέλος της. Ο μεγάλος σύγχρονος ιστορικός Πολ Βεν επιλέγει την πιο πεζή εκδοχή απ’ όλες: η Ζηνοβία να πεθαίνει από ασθένεια ή μαρασμό στο πλοίο που τη μετέφερε στη Ρώμη για τη δημόσια επίδειξή της. Γιατί; Διότι, έτσι είναι και η ίδια η ζωή συνήθως, πεζή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ