Πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο Μιχάλης Σπετσάκης αγόρασε το πρώτο του συλλεκτικό αυτοκίνητο, με την αγάπη του για αυτό το αντικείμενο να εντείνεται στο πέρασμα του χρόνου. Οι αγοραπωλησίες σε πολυτελείς αντίκες διαδέχονταν η μία την άλλη, με αποτέλεσμα πέντε Rolls-Royce και τρεις Mercedes να απαρτίζουν σήμερα την ιδιαίτερη συλλογή που κοσμεί το γκαράζ του.
Τον συναντήσαμε ένα καλοκαιρινό απόγευμα στην παραλιακή λεωφόρο όπου έφτασε με μια λευκή Rolls-Royce του 1972. Κάπου στα Λιμανάκια, εκεί όπου συχνά οι οδηγοί κοντράρονται μεταξύ τους με ένταση, τα βλέμματα όλων τράβηξε το καλογυαλισμένο αυτοκίνητο. Προχωρούσαμε αργά, στην άκρη του δρόμου, αφήνοντας τα υπόλοιπα οχήματα να προσπερνούν, παρατηρώντας τα κεφάλια που γύριζαν να χαζέψουν και να θαυμάσουν το άψογα συντηρημένο τετράτροχο. Ο ήλιος, που λίγο προτού δύσει, έριχνε τις ακτίνες του στο αμάξι κάνοντας το διάσημο σήμα να γυαλίζει, κάτι που μας έδωσε την αφορμή για μερικές φωτογραφίες και για μια κουβέντα με τον συλλέκτη, ο οποίος περιγράφει, σε πρώτο πρόσωπο, το χρονικό της σχέσης του με τα ιδιαίτερα αυτοκίνητα:
«γεννήθηκα και μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας. Από μικρός είχα μανία με τα αυτοκίνητα και ιδιαίτερα με τις αντίκες. Σε αντίθεση με όλους τους φίλους μου που ήθελαν να αποκτήσουν καινούργια σπορ αυτοκίνητα, εγώ ονειρευόμουν παλιά συλλεκτικά. Ετσι, κάπου στα 18 μου, ξεκίνησα να αγοράζω και να πουλάω αντίκες. Πρόκειται καθαρά για χόμπι. Επαγγελματικά ασχολούμαι με μάρκετινγκ, με τις δημόσιες σχέσεις και με τον χώρο της μαζικής εστίασης».
«η πρώτη μου αντίκα ήταν μία Mercedes-Benz 220S του 1964 με την οποία έμαθα να οδηγώ και δέθηκα συναισθηματικά. Μετά ήρθαν μία Alfa Romeo Duetto του ’67, μία Spider του ’74, δύο Alfetta –μία cabrio και μία κλειστή -, μία Mercedes-Benz Americana, σειρά 108, ενώ ακολούθησαν πολλές αγοραπωλησίες στο πέρασμα του χρόνου».
«τα πιο ακριβά κομμάτια μου είναι οι Rolls-Royce Silver Shadow του ’72 και του ’74 που κόστισαν 45.000 ευρώ έκαστη. Στη συλλογή μου, που αποτελείται από οκτώ κομμάτια αυτήν τη στιγμή, προστίθενται τρεις επιπλέον Rolls-Royce, εκ των οποίων οι δύο είναι Silver Spur του ’84 και του ’86 αντίστοιχα, καθώς και μία Corniche».
«τα αυτοκίνητα τα βρίσκουμε από άλλους συλλέκτες είτε μέσω δημοπρασιών, τις οποίες προσωπικά προτιμώ. Οι δημοπρασίες γίνονται και ηλεκτρονικά, αλλά συνήθως πηγαίνω ο ίδιος σε φυσικές. Στην Ελλάδα, όποιος πουλάει συλλεκτικό αυτοκίνητο, σίγουρα θα με πάρει τηλέφωνο».
«είναι ακριβό χόμπι. Μόνο για τη συντήρηση του κάθε αυτοκινήτου απαιτούνται «βασιλικά» έξοδα. Παραδείγματος χάριν, η Rolls-Royce Silver Shadow έχει διπλό υδραυλικό κύκλωμα φρένων. Κάτω από το σασί υπάρχουν δεκαέξι σωληνοειδείς βαλβίδες από όπου περνάει το υγρό φρένων. Πολλοί λένε ότι αυτός που σχεδίασε το σύστημα φρένων πρέπει να είναι ψυχασθενής ή απλώς θέλει να ταλαιπωρεί τον κόσμο. Επίσης, το αυτοκίνητο δέχεται μόνο συγκεκριμένα υγρά φρένων της Castrol, παρασκευασμένα αποκλειστικά για Rolls-Royce. Αν βάλεις οποιοδήποτε άλλο υγρό, σου λιώνει όλα τα σωληνάκια. Ο κινητήρας είναι στα 6.700 κ.ε., κάτι που από μόνο του ανεβάζει το κόστος. Η λευκή Silver Shadow είναι ένα από το ελάχιστα αυτοκίνητα που έχουν κλειδαριές και στις πίσω πόρτες, για λόγους ασφαλείας. Επίσης, διαθέτει και divider (εσωτερικό τζάμι που χωρίζει την καμπίνα στα δύο για να απομονώνονται οι επιβάτες των πίσω θέσεων από τον οδηγό) και ξεχωριστό air condition για εμπρός και για πίσω. Ηρθε στην Ελλάδα το 1973 με ειδική παραγγελία για τον δήμαρχο Πειραιά Αριστείδη Σκυλίτση και είναι ένα από τα 75 αυτοκίνητα που δημιουργήθηκαν για όλον τον κόσμο. Μετά τον Σκυλίτση πέρασε στα χέρια του επιχειρηματία Ξαγοράρη και στη συνέχεια στον Γιώργο Κοσκωτά, την εποχή της κυριαρχίας του σε Τράπεζα Κρήτης και Ολυμπιακό. Επί εποχής Ξαγοράρη, η συγκεκριμένη Rolls-Royce συμμετείχε στην ταινία Τζέιμς Μποντ με τίτλο «Για τα μάτια σου μόνο» που γυρίστηκε στην Κέρκυρα, έχοντας πινακίδες 7007, αν δεν κάνω λάθος. Μετά ήρθε στα χέρια μου μαζί με το αντίστοιχο μαύρο μοντέλο του ’74».
«η rolls-royce spur βρισκόταν στο ξενοδοχείο Peninsula του Χονγκ Κονγκ όταν την έβγαλαν σε δημοπρασία από τον οίκο Sotheby’s και τη «χτύπησα» ευρισκόμενος στο Λονδίνο. Μάλιστα, έπειτα έπρεπε να περάσει από τον ΟΔΔΥ και ήταν μεγάλη διαδικασία μέχρι να την πάρουμε».
«κάποια στιγμή ξεκίνησαν να μου ζητούν πολλοί άνθρωποι από το περιβάλλον μου αυτοκίνητα για διάφορες στιγμές της ζωής τους –γάμους ή βόλτες. Ετσι, από ένα σημείο και μετά, ξεκίνησα να τα νοικιάζω, ιδρύοντας την Golden Dream Cars».
«αυτά δεν είναι αυτοκίνητα για να τα βγάζεις έξω στην καθημερινότητά σου. Δεν θα είσαι ήσυχος όπου και αν τα αφήσεις. Οσες φορές έχω βγει βόλτα με κάποιο από αυτά, είμαι με την ψυχή στο στόμα μην το χτυπήσει κανείς κατά λάθος ή μην το γρατσουνίσουν με κανένα κλειδί. Επίσης, στις μέρες μας είναι και λίγο προκλητικό να κυκλοφορείς με τέτοιο αυτοκίνητο. Παρ’ όλα αυτά, έχουμε δει πολύ θετικές αντιδράσεις όταν βγαίνουμε έξω. Θυμάμαι περιπτώσεις, όπως τότε που ένα Σάββατο βράδυ, επιστρέφοντας από event στη Βουλιαγμένη κομβόι τριών Rolls-Royce, είδαμε ανθρώπους να βγαίνουν στην άκρη του δρόμου και να προσκυνούν φωνάζοντας. Ηταν κάτι πρωτόγνωρο που ωστόσο με έκανε να νιώσω άσχημα».
«mια άλλη μέρα, βρισκόμουν στη Silver Shadow μαζί με έναν οδηγό μου όταν πέρασε ένας ηλικιωμένος και διαμαρτυρήθηκε ότι ο κόσμος πεινάει κι εμείς κυκλοφορούμε με τέτοια αυτοκίνητα. Τότε πετάχτηκε ο οδηγός λέγοντας: «Ο κύριος είναι Σαουδάραβας και δεν μιλάει ελληνικά. Εχει μανία με τα καλά αυτοκίνητα. Μην τον ενοχλείτε, παρακαλώ». Με αυτόν τον οδηγό συνεργάστηκα για αρκετό καιρό και ήταν πολύ χιουμορίστας. Εβρισκε πάντα αφορμή για πλάκες. Καμιά φορά μάς ρωτούσαν γυναίκες στον δρόμο: «Τι αυτοκίνητο είναι αυτό με το πουλί μπροστά;». Κι εκείνος απαντούσε ότι είναι ένα κινέζικο».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Ιουλίου 2017.