Στέλλα Γκρέκα. Τα ομολογημένα από την ίδια με κοριτσίστικη χάρη 95 χρόνια της, η αλλοτινή καλλονή της και η σπάνια σημερινή ομορφιά της, ο Φιλοποίμην Φίνος που την είχε παντρέψει με τον Ορέστη Λάσκο, οι δύο ταινίες της («Ραγισμένες καρδιές» και «Μαρίνα») μέσα στη δεκαετία του ’40, όπως και τα τραγούδια της, η «εξαφάνισή» της στην Αμερική για σαράντα χρόνια, η επιστροφή και η καλλιτεχνική της ανάσταση, η φωτογραφία της στα εξώφυλλα της μυθιστορηματικής τριλογίας του σπουδαίου σκηνοθέτη Γιώργου Μιχαηλίδη «Της επανάστασης, της μοναξιάς και της λαγνείας» (εκδ. Καστανιώτη), ο Στέλιος Καζαντζίδης με τη μοναδική –τη δική της –φωτογραφία τραγουδίστριας που είχε σπίτι του, όπως διαβεβαιώνει η Μαρινέλλα, κάνουν τον καθένα να αισθάνεται ότι συνομιλώντας μαζί της συνομιλεί με την Ιστορία. Κυρίως με το άκουσμα των τραγουδιών της που καβαλάνε τις δεκαετίες (για παράδειγμα, «Χθες το βράδυ» του Κώστα Γιαννίδη, «Γύρισε, σε περιμένω, γύρισε» του Γιάννη Βέλλα, «Πού να ‘σαι τώρα;» του Μιχάλη Σουγιούλ, «Πάμε στο άγνωστο» του Μενέλαου Θεοφανίδη, «Ηρθες σαν την άνοιξη» του Τάκη Μωράκη, «Χθεσινή μου άγνωστη» του Κώστα Καπνίση και τόσα άλλα) σαν να πρόκειται για μήνες, για να μη γράψουμε εβδομάδες. Σαν ένα «απόσπασμα» αυτής της συνομιλίας με την Ιστορία λογαριάζουμε τη σημερινή συνάντηση της Στέλλας Γκρέκα με τον πολυτάλαντο, ηθοποιό και εικαστικό, Αγγελο Παπαδημητρίου. Μαζί μας στην κουβέντα και ο εξαίρετος ποιητής και μεταφραστής Ερρίκος Σοφράς –πρόσωπο και αυτό ενδεικτικό του καλλιτεχνικού χώρου μέσα στον οποίο κινείται σήμερα ο μοναδικός εν ζωή μύθος του ελληνικού τραγουδιού.


Κυρία Γκρέκα, γιατί με τόσους φίλους καλλιτέχνες που έχετε και που σας θαυμάζουν ευοδώθηκε ο συνδυασμός ώστε να συζητήσετε με τον Αγγελο Παπαδημητρίου;
Στέλλα Γκρέκα: «Κατ’ αρχάς θα έλεγα ότι είναι η χημεία. Αλλά, στο μεταξύ, ανακάλυψα ότι έχει καλούς τρόπους, έναν υπέροχο χαρακτήρα, γίνεται πραγματικός φίλος, ένας τζέντλεμαν. Τον αγαπώ, τον εκτιμώ και πιστεύω ότι η φιλία μας θα κρατήσει».
Αγγελος Παπαδημητρίου: «Προσωπικά, δεν μπορώ να πω παρά μόνον ότι αισθάνομαι τυχερός που συναντήθηκα μ’ αυτήν τη μεγάλη προσωπικότητα και την οποία την είχα γνωρίσει, έμμεσα, βέβαια, από παιδί, με τους δίσκους της. Γι’ αυτό ευχαριστώ από καρδιάς τον φίλο μου ποιητή Ερρίκο Σοφρά, ο οποίος με έπιασε κυριολεκτικά από το αφτί και με πήγε πριν από σχεδόν τρία χρόνια, όταν τραγούδησε η Στέλλα Γκρέκα σε ένα πρόγραμμα με τη φίλη της, την καταπληκτική Καλλιόπη Βέττα, και έτσι γνωριστήκαμε. Μου ξανάφερε στη ζωή μου μια Ελλάδα παλιά που η παρουσία της στις μέρες μας είναι πολύ σημαντική. Είναι επιτακτική ανάγκη να ξαναθυμηθούμε τι ήταν η Ελλάδα προκειμένου να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Ενα κομμάτι του παρελθόντος όπως το εκφράζει η Στέλλα Γκρέκα συνιστά έναν υπέροχο κώδικα ζωής».


Κυρία Γκρέκα, αν και απέχετε δεκαετίες από το τραγούδι, η παρουσία σας παραμένει ζωντανή στη νεοελληνική καλλιτεχνική ζωή. Πώς εξηγείτε εσείς αυτήν τη διάρκεια;
Στ. Γκρ.: «Υπήρξα τυχερή γιατί είπα καλά τραγούδια. Καλοί μουσικοσυνθέτες, καλοί στιχουργοί. Ισως να ήταν και η εποχή που είχε ανάγκη το είδος του τραγουδιού όπως το εξέφρασε η φωνή μου. Για να πω την αλήθεια, δεν μπορώ ούτε εγώ η ίδια να εξηγήσω τη διάρκεια για την οποία μιλάτε. Οπως ξέρετε καλά, η καριέρα μου –ραδιόφωνο, δίσκοι, οι δύο ταινίες που έκανα –κράτησε ενάμιση χρόνο, γιατί δεν μ’ ενδιέφερε να κάνω καριέρα. Με ενδιέφερε να κάνω οικογένεια, είδατε τα αποτελέσματα (δείχνει την εγγονή της) και δεν έχω μετανιώσει καθόλου γι’ αυτό».
Αγγ. Π.: «Το γιατί θα σας το πω εγώ, και δεν έχει σχέση μόνο με τα τραγούδια. Η Στέλλα Γκρέκα δεν έμεινε μόνο γιατί τραγούδησε όπως δεν τραγούδησε καμία άλλη όπως η ίδια, αλλά γιατί όπως όλες οι μεγάλες τραγουδίστριες μας μετέδωσε έναν τρόπο. Οι υπέροχες παλαιότερές της –η Σοφία Βέμπο, η Κάκια Μένδρη –κινήθηκαν μέσα σε μια θέρμη και σ’ ένα πάθος, ίσως γιατί την εποχή τους θα τη χαρακτήριζε κανείς σε μεγάλο βαθμό εμπόλεμη. Η Γκρέκα με τη φωνή της καθόρισε τη νέα Ελληνίδα. Κομψή, απέριττη, δωρική, χωρίς αισθηματολογία ή πολύ πάθος. Σχεδόν αρχαιοελληνική. Σαν να βλέπεις να τραγουδάει μια κόρη του Παρθενώνα. Δεν είχε η Γκρέκα αίματα, τραγουδούσε ακίνητη και οριοθετούσε τη νέα εποχή, το μοντέρνο. Η Γκρέκα έμεινε γιατί είναι από τις πιο μοντέρνες τραγουδίστριες της Ελλάδας».
Για ποιον ή για ποιους από τους συνθέτες, τους στιχουργούς και τους τραγουδιστές με τους οποίους συνεργαστήκατε διατηρείτε τις πιο ζωηρές, γλυκές αναμνήσεις;
Στ. Γκρ.: «Για τους στιχουργούς τουλάχιστον θα έλεγα ότι τους διάλεξα η ίδια. Ημουν κυριολεκτικά ερωτευμένη με τα τραγούδια του Χρήστου Χαιρόπουλου. Τα ήξερα όλα. Οταν ένας φίλος μας, ο Τάσος Μελετόπουλος, με πήγε να τον γνωρίσω, δεν μπορώ να σας περιγράψω πόσο ενθουσιασμένη αισθάνθηκα που ήρθα σε επαφή με αυτόν τον μύθο. Ενιωσα μεγάλη ικανοποίηση ή μάλλον κολακεύτηκα αφάνταστα που τον ενέπνευσα κι έγραφε τραγούδια για μένα. Υπήρξε ένα μεγάλο δώρο στη ζωή μου. Τώρα, σε σχέση με τους τραγουδιστές, τον καθένα τον συμπάθησα για τον τρόπο με τον οποίο τραγουδούσε. Δεν θα έλεγα ότι υπήρξε κανείς που να με ξετρελάνει. Βέβαια, είχα κι εγώ τις ιδιοτροπίες μου και υπήρχαν πράγματα που με ενοχλούσαν, όπως λόγου χάρη με τη Δανάη που, μολονότι τη θαύμαζα γιατί ήταν πολύ φίνα τραγουδίστρια, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε φίλες. Οχι πως έκανε τίποτε κακό η γυναίκα, αλλά ήταν πιο μποέμ, πιο χίπισσα, εγώ τα ήθελα πιο καθαρά τα πράγματα, μ’ άρεσε όμως ο τρόπος με τον οποίο εκφραζόταν. Ξέχασα επίσης να πω ότι μου άρεσε η Κάκια Μένδρη, ήταν η μόνη που πραγματικά είχε φωνή».
Κύριε Σοφρά, με την ιδιότητα του ανθρώπου που τον πιστώνει ο Αγγελος Παπαδημητρίου τη γνωριμία του με τη Στέλλα Γκρέκα, αλλά και την ιδιότητα του ευαίσθητου ποιητή, τι θα είχατε να πείτε γι’ αυτήν;
Ερρίκος Σοφράς: «Υστερα από τόσες δεκαετίες, τα τραγούδια της Στέλλας Γκρέκα είναι σαν να ηχογραφήθηκαν σήμερα, είναι αρυτίδωτα σαν κλασικά. Τραγούδια σαν εξομολόγηση και σαν χάδι, συγκινούν ακόμη, όπως τα τραγούδια της Ελλα Φιτζέραλντ ή της Πέγκι Λι. Η φωνή της έχει τη δροσιά ενός κοριτσιού και τη λύπη μιας ερωτευμένης γυναίκας. Μια φωνή τέλεια, που μέσα στα αίματα του ’46 και του ’47 τραγούδησε τον έρωτα και τη νύχτα. Με μια καλά κρυμμένη ένταση, με ένα πάθος που δεν επιτρεπόταν να φανερωθεί, η Στέλλα Γκρέκα τραγούδησε τα κομψοτεχνήματα του Γιαννίδη και του Χαιρόπουλου. Εντελώς αποδραματοποιημένα. Ο πάγος που καίει. Η αλήθεια και το βάθος του αισθήματός της μετέτρεψαν τα είκοσι αυτά τραγούδια σε έναν μικρό, κατάδικό της αστερισμό που ακόμη μας συντροφεύει και μας παρηγορεί».
Κυρία Γκρέκα, το γεγονός ότι τα τραγούδια σας, αν και γραμμένα τη δεκαετία του ’40, δεν μετέφεραν κάτι από μια δραματική για τη χώρα μας δεκαετία, θεωρείτε ότι συνετέλεσε στη διάρκειά τους;
Στ. Γκρ.: «Παρά το γεγονός ότι δεν είχαν σχέση με το κλίμα μιας εποχής, είχαν μέσα τους μιαν αλήθεια, αλλιώς πώς θα μπορούσε να εξηγηθεί η απήχησή τους; Αλλωστε, και ο τρόπος με τον οποίο τα τραγούδησα ήταν επίσης αληθινός. Δεν υποκρινόμουν κάτι, ούτε προσπάθησα να μιμηθώ οποιονδήποτε. Εκφραζόμουν όπως αισθανόμουν. Κι όταν είσαι αληθινός, επικοινωνείς με τον άλλο».
Αγγ. Π.: «Τα τραγούδια της Γκρέκα, αν τα δεις ουσιαστικά από μιαν άλλη άποψη, ήταν ένα είδος σαβουάρ βιβρ. Σου λένε πώς πρέπει να συμπεριφέρεται μια νέα, όμορφη κοπέλα μετά τον πόλεμο. Οχι πολλά δάκρυα, όχι κουνήματα, κανένα κόλπο. Δεν θα συμφωνήσω όμως με την άποψή σας, κύριε Νιάρχο, ότι δεν μεταφέρουν κανέναν πόνο. Αντίθετα, ο πόνος είναι παρών την κάθε στιγμή ώστε, για να συνεχίσεις να ζεις, ή για να κάνεις τα πρώτα σου βήματα, οφείλεις να τον ξεχνάς. Μην ξεχνάμε ότι άρχιζε μια εποχή μεγάλων υποσχέσεων. Και ο πόνος, και το δράμα, και ο έρωτας, βέβαια, περιέχονται στον υπέρτατο βαθμό στα τραγούδια της Στέλλας Γκρέκα. Είναι φανερό ότι η γυναίκα αυτή ξέρει, αλλά σιωπά. Αντί να σου αποκαλύψει το έρεβος, σου δίνει ένα κομματάκι φως. Γι’ αυτό μένει τόσα χρόνια η Στέλλα Γκρέκα. Οταν ακούω σήμερα τραγούδια της που τα είχα πρωτακούσει όταν ήμουν 7-8 χρόνων, σε δίσκους 78 στροφών της γιαγιάς μου, αναπηδάω. Γιατί τραγουδάει σαν να μην πονάει. Δεν είναι όμως άμοιρη πόνου η Γκρέκα. Δεν είναι λιγότερο το δράμα της σε σχέση με το δράμα της Κάκιας Μένδρη. Απλώς η Κάκια Μένδρη, που τη λατρεύω, το φωνάζει. Η Γκρέκα δεν καταδέχεται να φωνάξει, η Γκρέκα έχει υποχρεώσεις».


Κυρία Γκρέκα, πόσο διάστημα λείψατε συνολικά από την Ελλάδα; Και πού μείνατε;
Στ. Γκρ.: «Εφυγα τον Σεπτέμβριο του 1947 και επέστρεψα το 1988. Σαράντα ένα χρόνια. Εζησα έξω από τη Νέα Υόρκη, σ’ ένα προάστιο όπως είναι η Εκάλη, δεκαπέντε λεπτά από το Μανχάταν. Το διάστημα αυτό, ή μάλλον για είκοσι χρόνια, δεν άνοιξα το στόμα μου για να τραγουδήσω. Δεν ήθελα να θυμάμαι, γιατί είχα σκεφτεί ν’ αρχίσω κάτι καινούργιο. Δεν είμαι άνθρωπος που ζει με το παρελθόν, τα μνημόσυνα δεν μου αρέσουν. Ο,τι έγινε, έγινε, πάει και τελείωσε. Βέβαια, τα αισθήματα και οι σχέσεις μένουν. Προσπάθησα να προσαρμοστώ στη ζωή της Αμερικής –τρία χρόνια μετά, το 1950, παντρεύτηκα, έκανα οικογένεια και το απολαμβάνω, δόξα τω Θεώ, έως σήμερα».
Δηλαδή στην Αμερική δεν κάνατε τίποτε απολύτως καλλιτεχνικό;
Στ. Γκρ.: «Είχα την ευκαιρία να μάθω πράγματα που δεν θα τα μάθαινα ποτέ εδώ
–μουσεία, συναυλίες -, να πάρω μαθήματα, να εξελιχθώ. Ομως όταν έγινα 49 ετών αποφάσισα να κάνω κλασικό τραγούδι. Τρέλα, ε; Πώς έγινε αυτό; Είχα μα φίλη Ρωσίδα, δασκάλα, σπουδαία πιανίστα, που έδινε μαθήματα και, αν και πολύ φίλες, δεν της είχα πει ποτέ ότι τραγουδώ. Δεν μιλούσα ποτέ γι’ αυτό. Είχε μαθήτρια μια ρωσίδα πριγκίπισσα ονόματι Ομπολένσκι και μια μέρα που προσπαθούσε να της μάθει μια άρια και έτυχε να είμαι κι εγώ εκεί και η πριγκίπισσα δεν τα κατάφερνε, της είπα: «Ιρίνα, θα ήθελες να το πω εγώ; Το έχω ακούσει τόσες φορές που το έχω μάθει». Οταν άρχισα να τραγουδάω η φίλη μου «έμεινε». Μου λέει: «Τραγουδάς και δεν μου το έχεις πει;». «Δεν έτυχε» της απάντησα. Τηλεφώνησε σε μια φίλη της, επίσης Ρωσίδα, την Ολγκα Ρις, που ήταν η καλύτερη δασκάλα στη Νέα Υόρκη, αλλά όταν έμαθε ότι είμαι 49 χρόνων τής είπε να μην κάνω τον κόπο να πάω. Μόλις μ’ άκουσε όμως –γιατί πήγαμε τελικά –είπε: «Θα σε πάρω. Εχεις τη φωνή κοριτσιού δεκαέξι ετών». Αρχίζω, λοιπόν, μαθήματα, ξετρελαμένη που με δέχτηκε και που είχα μπει σε έναν χώρο που τον λάτρευα. Ελεγα μέσα μου: «Θεέ μου, δεν είναι δυνατόν να κάνω κάτι τέτοιο». Κι ενώ στην αρχή μου είχε πει «Μην αρχίσεις τώρα να μου ζητάς άριες», αμέσως άρχισε να με βομβαρδίζει με άριες από τους «Γάμους του Φίγκαρο», από την «Μποέμ», από την «Τραβιάτα», από τη «Μανόν Λεσκώ». Ηταν ίσως η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου όταν έπαιρνα αυτά τα μαθήματα».
Ενώ ήσασταν ακόμη στην Ελλάδα, πώς έγινε και ξεκινήσατε το τραγούδι;
Στ. Γκρ.: «Είχα γυρίσει την πρώτη μου ταινία, τις «Ραγισμένες καρδιές» με τον Ορέστη Λάσκο. Στην ταινία ακούγονταν δύο τραγούδια που τα τραγουδούσα ενώ γινόταν το γύρισμα και ενώ όλοι με άκουγαν, μπορώ να πω ευχαριστημένοι, ο Λάσκος επέμενε: «Μπα, δεν μ’ αρέσει η φωνή της». Να φανταστείτε όταν πηγαίναμε σε συγγενείς μου, σε κάποια γιορτή ή σε κάποιο τραπέζι –ξέρετε, αυτά τα ωραία, τα ελληνικά –και μου λέγανε «Στέλλα, πες μας ένα τραγούδι», με κλωτσούσε κάτω από το τραπέζι για να μην τον κάνω ρεζίλι. Τέτοιο πράγμα».
Αγγ. Π.: «Μήπως ζήλευε και δεν ήθελε η γυναίκα του…».
Στ. Γκρ.: «Σας διαβεβαιώ ότι δεν ήταν αυτό. Απλά δεν πίστευε στη φωνή μου. Και θα σας πω γιατί. Οταν σκοτώθηκε ο αδελφός του, ο Βασίλης Λάσκος, μαζί μ’ ένα διαμέρισμα που του άφησε, του άφησε και μια οικονόμο που είχε, από το Τιρόλο, που υποτίθεται ότι ήξερε από μουσική. Μια μέρα, λοιπόν, μου λέει: «Για τραγούδησε να σ’ ακούσει η Ελεωνόρα» (Ελεωνόρα τη λέγανε την οικονόμο). Δεν είχαμε αρραβωνιαστεί ακόμη, ήμασταν απλά ερωτευμένοι. Αρχισα λοιπόν κι εγώ να τραγουδάω και η Ελεωνόρα τού έκανε νόημα πίσω από την πλάτη μου: «Οχι, όχι»».
Τελικά τι έγινε και τραγουδήσατε;
Στ. Γκρ.: «Γινόταν η ηχοληψία για τις «Ραγισμένες καρδιές» στο στούντιο της Φίνος Φιλμ, όταν μου λέει ο Φίνος: «Στέλλα μου, έχουν έρθει ένα σωρό τραγουδίστριες και καμιά δεν ταιριάζει με τη φωνή σου. Μήπως να τραγουδήσεις εσύ, βαρέθηκα να περιμένω». Παίρνω δειλά δειλά το μικρόφωνο, γιατί αισθανόμουν ότι δεν είμαι καλή, κι ότι δεν με θέλουνε, κι αρχίζω να τραγουδάω. Δεν είχα προχωρήσει πολύ όταν έβγαλε τα ακουστικά του ο Φίνος και ήρθε και με αγκάλιασε φωνάζοντας: «Γιατί δεν μιλάς τόσον καιρό πως έχεις τέτοια φωνή;»».
Αγγ. Π.: «Το τραγούδι «Μαρίνα» σε ποια ταινία το λέτε;».
Στ. Γκρ.: «Στην ομώνυμη ταινία. Το σενάριο το έγραψε ο Αλέκος Σακελλάριος που έκανε και τη σκηνοθεσία, και η μουσική είναι του Κώστα Γιαννίδη. Επαιζαν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Ηλίας Δεστούνης, με εμένα πρωταγωνίστρια, ήμασταν μια ωραία ατμόσφαιρα. Αν μιλώ όμως περισσότερο για τις «Ραγισμένες καρδιές» είναι γιατί γυρίστηκαν μέσα στην Κατοχή. Δεν μπορώ να σας περιγράψω πώς γινόταν το γύρισμα. Πηγαίναμε πάνω στην Πεντέλη με γκαζοζέν. Θυμάμαι, μάλιστα, ότι μια φορά μού έκλεψαν τα ρούχα μου. Δεν μπορούσε να γυριστεί δύο φορές μια σκηνή, δεν υπήρχε υλικό. Μια κι έξω. Τη μουσική την είχε γράψει ένα πολύ καλό παιδί, λεγόταν Γιώργος Μαλλίδης, δεν ακούω πουθενά να γίνεται λόγος γι’ αυτόν».
Κύριε Παπαδημητρίου, για να συζητάμε με τόση συγκίνηση αλλά και με ένα αίσθημα οικειότητας για περιστατικά που έχουν συμβεί πριν από εβδομήντα χρόνια, δεν νομίζετε πως θα συνεχίσουν να ζουν αυτά και στο μέλλον;
Αγγ. Π.: «Θυμήθηκα τώρα που κουβεντιάζουμε κάτι που μου είχε πει ο Κώστας Τσόκλης πριν από τριάντα χρόνια: «Πρόσεχε, για να μείνεις δεν χρειάζεται να σ’ αγαπάνε, χρειάζεται να σε χρειάζονται». Τη Στέλλα Γκρέκα τη χρειαζόμαστε. Δεν είναι η αγάπη που συντηρεί την ανάγκη να την έχουμε. Τη χρειαζόμαστε γιατί μας δίνει κάτι που δεν το βρίσκουμε αλλού. Τα πράγματα είναι μετρημένα κουκιά. Αν το βρίσκαμε αλλού, θα το παίρναμε από εκεί που θα το βρίσκαμε. Ισως η έλλειψη ενός στεγνά προσωπικού ενδιαφέροντος για το αντικείμενό της, ίσως η έλλειψη ιδιοτέλειας, όπως βγαίνει μαζί με τη φωνή της, να είναι αυτό που μας ενθουσιάζει. Δεν υπάρχει άλλη τόσο ανιδιοτελής παρουσία στον χώρο της τέχνης, με εξαίρεση τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Η Στέλλα Γκρέκα είναι η μόνη τραγουδίστρια που δεν έβγαλε ποτέ ούτε ένα πενηνταράκι από τη δουλειά της. Ο,τι έγινε, έγινε ερήμην της. Κι εδώ χρειάζεται να τονίσουμε την παρουσία και τη βοήθεια ενός σπουδαίου ανθρώπου, του Γιώργου Παπαστεφάνου. Αν δεν υπήρχε ο Παπαστεφάνου, πιθανόν να μην είχαμε ξαναανακαλύψει τη Στέλλα Γκρέκα. Ως νεαρός την ανακάλυψε, την πέρασε στις νεότερες γενιές, τη μελετήσαμε, και έτσι διασώθηκε. Δεν φτάνει μόνον ο ίδιος ο καλλιτέχνης, είναι μια συγκυρία πολλών πραγμάτων. Οι ιστορικές συνθήκες, ο περίγυρος, ένας άνθρωπος να συγκινηθεί. Ενα από τα μεγάλα δώρα που μας έχει κάνει ο Γιώργος Παπαστεφάνου είναι η Στέλλα Γκρέκα».
Στ. Γκρ.: «Οπως τον ευγνωμονώ κι εγώ, η αγάπη του υπήρξε τελείως ανιδιοτελής. Φεύγοντας για την Αμερική, είπα μέσα μου ότι το κεφάλαιο «τραγούδι» κλείνει και ότι προχωρώ. Εκανα οικογένεια, της αφοσιώθηκα, αν δείτε τα κεντήματα ή άλλα πράγματα που έχω κάνει με τα χέρια μου, δεν θα το πιστέψετε. Εμενα στο σπίτι συνέχεια. Ποτέ τα παιδιά μου δεν έφυγαν από το σπίτι χωρίς να τα πάω στην πόρτα και ποτέ δεν γυρίσανε και να μην είμαι πίσω από την πόρτα. Τους μαγείρευα πάντα και τα τάιζα η ίδια».
Οι γονείς σας είχαν σχέση με την τέχνη;
Στ. Γκρ.: «Ναι, ο πατέρας μου ήταν σκηνογράφος, είχε δουλέψει ακόμη και με την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν το 1898, έχω φωτογραφία του γάμου τους. Το πρώτο τους παιδί γεννήθηκε το 1899, εγώ που ήμουν το ένατο και τελευταίο στη σειρά γεννήθηκα το 1922. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν δεκαοκτώ μηνών, αλλά δεν ένιωσα ποτέ ορφανή γιατί ήμασταν μια μεγάλη οικογένεια. Η μητέρα μου ήταν μια πολύ αυστηρή γυναίκα, δεν θυμάμαι να με φίλησε ποτέ. Μεγάλωνε σοβαρά τα παιδιά της και δεν θυμάμαι ποτέ ένα από τα αδέλφια μου να της είπε «Ασε με ήσυχο» ή κάτι τέτοιο».
Το όνομα του πατέρα σας ποιο ήταν;
Στ. Γκρ.: «Κωνσταντίνος Λαγκαδάς. Ηταν πολύ σωστός, τυπικός άνθρωπος, λάτρευε τη δουλειά του. Αν και σκηνογράφος, ήταν διαρκώς στο θέατρο, σε όλες τις παραστάσεις. Περίμενε να τελειώσει η παράσταση και να μαζέψει τα πράγματα στη σκηνή, δεν υπήρχαν χρήματα για βοηθούς. Γύριζε πολύ αργά στο σπίτι, η μητέρα μου όμως τον περίμενε πάντα. Δούλευε με πολύ μεγάλους θιάσους, θυμάμαι ενώ ήμουν παιδάκι να πηγαίνω στα παρασκήνια του θεάτρου της Μαρίκας Κοτοπούλη».
Να τελειώσουμε, κυρία Γκρέκα, με τον Αττίκ;
Στ. Γκρ.: «Με τον Αττίκ και τη γυναίκα του, τη Σούρα, γίναμε φίλοι στην Κατοχή. Δεν του είχα πει τότε ότι τραγουδάω, ήταν η εποχή της σιωπής, δεν τολμούσα. Η γυναίκα του ήταν ρωσικής καταγωγής, ήταν μια μοντέρνα, λίγο αβανγκάρντ γυναίκα».
Αγγ. Π.: «Οταν κάτι είναι έξω από τα ήθη τα ελληνικά, έξω από τα ήθη που υπαινίσσεται η φωνή της, η Γκρέκα δεν θα πει ποτέ τίποτε κακό, τίποτε αρνητικό, θα πει απλώς πολύ αβανγκάρντ. Πράγμα που μπορεί να σημαίνει, αν πρόκειται για γυναίκα, ότι δεν ήταν καλή νοικοκυρά, ότι έπινε πολύ ποτό, ότι είχε πολλούς εραστές. Η Γκρέκα, όμως, θα πει αβανγκάρντ».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Ιουλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ