Κάποιους καλλιτέχνες τούς αποκαλούμε μόνο με το μικρό τους όνομα. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Υπάρχει τρυφερότητα και οικειότητα στη χρήση του ονόματος αυτού που τόσο του ταιριάζει, νομίζω όμως πως του αναγνωρίζουμε κιόλας ταυτοχρόνως ότι όπως έχει διατηρήσει κάτι εφηβικό στη φωνή του, έτσι παραμένει προσηλωμένος στην τέχνη του και παθιασμένος μαζί της. Αύριο Δευτέρα, 3 Ιουλίου, ο κύπριος τραγουδιστής και τραγουδοποιός θα δώσει τη μεγάλη καλοκαιρινή συναυλία του στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων, παρέα με τους σπουδαίους μουσικούς (Γιώργος Καλούδης, Μανόλης Πάππος, Φώτης Σιώτας, Δημήτρης Χατζηζήσης, Δημήτρης Τσεκούρας), με τους οποίους συνεργάζεται τα τελευταία τρία χρόνια.
«Ζούμε παλινδρομώντας από τη δημιουργία στην καταστροφή» έχετε γράψει πρόσφατα σε κείμενο που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα σας. Αν θεωρήσουμε ότι η Ιστορία της ανθρωπότητας ταυτίζεται με μια τέτοια παλινδρόμηση, σε τι φάση βρισκόμαστε τώρα; «Το σημείωμα αναφερόταν στη μουσική μας παρέα και στον τρόπο που λειτουργούμε μέσα σε αυτήν. Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τα τραγούδια, αλλά και ο τρόπος που υπάρχουμε όλοι μέσα στην ομάδα, εμπεριέχει πολλή χαρά, ευαισθησία και ένταση. Πιστεύω πως θα το δουν, θα το ακούσουν και θα το ζήσουν όσοι έρθουν στην Τεχνόπολη, στο Γκάζι. Σε ένα γενικότερο επίπεδο, όμως, έτσι όπως το θέτετε, νομίζω πως βρισκόμαστε στο στάδιο της καταστροφής. Χάνονται ελπίδες, σκοτεινιάζει πολιτικά ο κόσμος, κεκτημένα δεκαετιών ή και αιώνων καταργούνται σε μία ημέρα, ανθρώπινες τραγωδίες συμβαίνουν παντού γύρω μας, η αίσθηση πως τα παιδιά μας θα ζήσουν καλύτερα από εμάς πάει περίπατο. Βέβαια, και η καταστροφή είναι συχνά απαραίτητη, και έχει την αξία της όταν προαναγγέλλει έναν νέο κόσμο. Αυτό, όμως, δυστυχώς, δεν το βλέπω να ισχύει για την ώρα. Το μόνο που διαφαίνεται είναι η επιστροφή σε μια βαρβαρότητα από την οποία ελπίζαμε να ξεφύγουμε. Από την άλλη, σε ατομικό επίπεδο, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ήδη βγει από το ποτάμι που μας παρασέρνει και βαδίζουν έναν δρόμο δικό τους. Ψάχνοντας και δημιουργώντας νέα μονοπάτια και καινούργιους τρόπους να τα βαδίσουν. Είναι όμως λίγοι, πολύ ευάλωτοι και πολύ μόνοι».
Στην τελετή παράδοσης του ΚΠΙΣΝ στο ελληνικό Δημόσιο τραγουδήσατε την «Αρχόντισσα» του Τσιτσάνη. Γιατί επιλέξατε αυτό το τραγούδι; «Γιατί αισθάνομαι πως ο Τσιτσάνης, όταν αναφέρεται στην Αρχόντισσα, αναφέρεται στην ίδια τη μουσική. Σε περιπτώσεις όπως η τελετή παράδοσης του ΚΠΙΣΝ τείνουμε συχνά να ξεχνούμε πως αυτά τα μέρη χτίστηκαν για να υπηρετήσουν τον Πολιτισμό. Πρωταγωνιστές τους, λοιπόν, είναι η τέχνη, το κοινό και οι καλλιτέχνες, και όχι οι επιχειρηματίες, οι πολιτικοί και οι τραπεζίτες. Ηθελα, με τον τρόπο του τραγουδιού, σε μια βραδιά γεμάτη κουτσομπολιά, συμφέροντα, «υψηλές» παρουσίες, φωτογραφίες και δημόσιες σχέσεις, να το υπενθυμίσω».
Ζούμε εδώ και χρόνια σε μιαπραγματικότητα η οποία μοιάζει να απαιτεί να επιστρέψουμε στην ουσία μας, όμως αυτό δεν γίνεται. Γιατί; «Για να επιστρέψεις κάπου, πρέπει να θυμάσαι τον δρόμο. Στην περίπτωσή μας, οι δρόμοι που θα μπορούσαν να μας πάνε πίσω και ταυτόχρονα μπροστά, έχουν κοπεί, μέσα από δεκαετίες προδοσίας, πολιτικού και πολιτιστικού αχταρμά, τηλεοπτικής αποβλάκωσης, παντελούς έλλειψης καλλιέργειας και εμμονικής αφοσίωσης στη χαζομάρα. Οπότε, μας είναι αδύνατον να βρούμε τον δρόμο. Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, είναι να τον φτιάξουμε από την αρχή. Ομως, δεν φημιζόμαστε για τη γρήγορη κατασκευή τέτοιων μεγάλων δημοσίων έργων. Και όταν επιτέλους τα ολοκληρώνουμε, τα φορτώνουμε με δυσβάσταχτα διόδια. Θα πάρει καιρό συνεπώς, και θα το πληρώσουμε πανάκριβα. Μέχρι τότε, οι περισσότεροι θα επιθυμούν διακαώς την επιστροφή στη φούσκα».
Πόσο σας αγχώνει η φθορά του σώματος; «Παραδόξως, έχω καλύτερη φυσική κατάσταση από ό,τι είκοσι χρόνια πριν. Δεν καπνίζω πια, ούτε και πίνω πολύ. Αθλούμαι μανιωδώς. Παρ’ όλα αυτά, βγάζω διάφορα προβλήματα τελευταίως και ξέρω πως το σώμα αρχίζει να με εγκαταλείπει, όσο κι αν κάνω πως δεν το βλέπω. Δυστυχώς, όμως, νομίζω πως είμαι ακόμη παιδί. Χαζολογάω, χάνω πολύτιμο χρόνο και συμπεριφέρομαι σαν να έχω πολλές δεκαετίες μπροστά μου».
Με ποια όπλα καταπολεμάτε αυτήν την αίσθηση ματαιότητας που μας πολιορκεί όλους μερικές φορές; «Πολλές φορές, η αίσθηση ματαιότητας μπορεί να είναι αποτέλεσμα μεγάλης σοφίας, αλλά συχνά είναι και αποτέλεσμα εγωισμού. Αν όλα αρχίζουν και τελειώνουν στον εαυτό μας, τότε, πράγματι, όλα είναι μάταια. Αν δει κανείς, όμως, τον εαυτό του σαν έναν κρίκο μιας τεράστιας αλυσίδας, τότε ξέρει πόσο σημαντικός είναι μέσα στην ασημαντότητά του. Το να παλεύεις, για παράδειγμα, να αφήσεις ένα τεράστιο προσωπικό έργο πίσω σου, ίσως είναι μάταιο. Το να μη σε νοιάζει τι θα αφήσεις στους επόμενους, είναι μάλλον χειρότερο. Αν αντιληφθείς, όμως, την παράδοση σαν υπόσχεση, δηλαδή σαν εξέλιξη και όχι σαν συντήρηση, αν με λίγα λόγια απλά προσθέσεις στα όσα σου έχουν παραδοθεί και όσα μικρά ή μεγάλα έχεις εσύ να παραδόσεις, τότε ίσως να καταργείται κάθε έννοια ματαιότητας».
Ποια είναι η πιο αστεία ιστορία που σας έχει συμβεί τελευταία; «Στο Τόκιο, όπου ήμουν πριν από λίγες ημέρες, απαγορεύεται το κάπνισμα στους δρόμους. Εχοντας, όμως, οι φίλοι μου χαρμανιάσει, αποφασίζουμε οι ελληνάρες να χωθούμε σε κάτι στενά και να καπνίσουμε στη ζούλα. Στριμώχνονται οι υπόλοιποι σε μια γωνιά κι εγώ απομακρύνομαι μερικά μέτρα, κρατώντας τσίλιες. Και βλέπω, σ’ αυτό το άσχετο στενάκι του Τόκιο, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια τους, να κρέμεται μια μεγάλη, ένδοξη, ελληνική σημαία!».
Είστε υπέρ των διαπραγματεύσεων που γίνονται για το θέμα της Κύπρου; Τι θα συνιστούσε, κατά τη γνώμη σας, μια δίκαιη λύση; «Μέσα στα μεγάλα συμφέροντα και ύστερα από τόση αδικία, τόση τραγωδία, τόση αδιαφορία και τόση εκμετάλλευση, δεν πιστεύω πως μπορεί να υπάρξει δίκαιη λύση. Ελπίζω, όμως, αν μη τι άλλο, σε μια λύση με μια Κύπρο αποστρατικοποιημένη, χωρίς στρατεύματα κατοχής και χωρίς εγγυήσεις, δηλαδή χωρίς το δικαίωμα τρίτων χωρών να εισβάλουν όποτε το θελήσουν. Οσοι ζήσαμε το ’74 και τα τραγικά αποτελέσματά του, νομίζω πως δεν πρόκειται να δεχτούμε να δοθεί ξανά το ίδιο παράλογο «δικαίωμα», που χρησιμοποίησε ως δικαιολογία τότε η Τουρκία για να εισβάλει. Ελπίζω σε μια λύση που να εκπαιδεύει τις δύο κοινότητες στην τέχνη της συνύπαρξης, που, ουσιαστικά, είναι η απόλυτη τέχνη αυτογνωσίας.
Για την ελληνοκυπριακή πλευρά, εύχομαι να αποφασίσει πως ήρθε ο καιρός να ταυτιστεί μόνο με τα πολύτιμα στοιχεία της μητέρας Ελλάδας, που ούτως ή άλλως βρίσκονται φυτεμένα μέσα της και την κρατά στην ουσία της ελληνική, και να αποφύγει τα υπόλοιπα. Είναι μικρός ο τόπος κι ευάλωτος, δεν έχει την πολυτέλεια να ακολουθεί σαν χαμένος τη μαμά του, όποτε αυτή δεν ξέρει τι της γίνεται. Αρκετοί Τουρκοκύπριοι φαίνεται να το έχουν πάρει χαμπάρι αυτό, σε σχέση με την Τουρκία. Οι υπόλοιποι, και κυρίως ένα ποσοστό των εποίκων, παραμένουν πειθήνια όργανα μιας χώρας άκρως επικίνδυνης για την περιοχή και απάνθρωπα σκληρής προς όλους και κυρίως προς τους ίδιους τους πολίτες της. Χρειάζεται μεγάλη πίστη και δύναμη για να συμβιώσεις μαζί τους και να προσπαθήσεις να τους αλλάξεις ειρηνικά, ώστε να συνεργαστείς μέσα σε ένα κοινό όραμα. Το ίδιο, τηρουμένων των αναλογιών, ισχύει και για κάποιους λίγους ανεγκέφαλους «δικούς μας»». l
Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, Δευτέρα, στις 9 μ.μ.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Ιουλίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ