Διάβασα προ ημερών στoν «New Υοrker» ένα κείμενο της 86χρονης αμερικανίδας νομπελίστριας Τόνι Μόρισον. Ομολογώ ότι ο τίτλος ήταν που μου τράβηξε την προσοχή. «The work you do, the person you are» («Η δουλειά που κάνεις, ο άνθρωπος που είσαι»). Μια αυτοβιογραφική αφήγηση από μια ταραχώδη παιδική ηλικία. Το παραθέτω αυτούσιο, με μερικές περικοπές. Λόγια παραμυθίας για τους εργαζομένους και ανέργους στην Ελλάδα του 2017.
«Το μόνο που έπρεπε να κάνω για τα δύο δολάρια ήταν να καθαρίζω το σπίτι Της για λίγες ώρες μετά το σχολείο. Ηταν μάλιστα ένα πανέμορφο σπίτι, με καναπέ με πλαστικό κάλυμμα και καρέκλες, άσπρη μοκέτα από τοίχο σε τοίχο, άσπρο εμαγιέ φούρνο, πλυντήριο και στεγνωτήριο –πράγματα συνηθισμένα στην περιοχή Της, απόντα στη δική μου. Μεσούντος του πολέμου, Εκείνη είχε βούτυρο, ζάχαρη, μπριζόλες και καλτσοδέτες με πίσω τη ραφή.
Ηξερα να τρίβω πατώματα πεσμένη στα γόνατα και να πλένω ρούχα στη σκάφη, αλλά δεν είχα ποτέ δει ηλεκτρική σκούπα Χούβερ ή σίδερο που δεν θερμαίνεται με φωτιά.
Μέρος από το καμάρι που δούλευα γι’ Αυτήν ήταν ότι έβγαζα λεφτά για σκόρπισμα: στο σινεμά, σε καραμέλες, paddleballs, παιχνίδια, χωνάκια παγωτό. Ομως το μεγαλύτερο καμάρι ήταν ότι έδινα το μισό μεροκάματό μου στη μητέρα μου, που σημαίνει ότι κάποια από αυτά που εγώ κέρδιζα πήγαιναν σε αληθινά πράγματα –για να πληρωθεί η ασφάλεια ή το χρέος στον γαλατά ή στον παγοπώλη. Ηταν απέραντη η ευχαρίστηση ότι ήμουν χρήσιμη. Δεν ήμουν σαν τα παιδιά στα παραμύθια: φορτικά στόματα που περίμεναν κάποιον να τα ταΐσει, μπελάδες που ήθελαν συμμάζεμα, σκοτούρες τόσο μεγάλες που αναγκάζονταν να τα εγκαταλείπουν στο δάσος. Είχα αποκτήσει ένα στάτους που δεν μπορούσα να κατακτήσω με τις απλές αγγαρείες του σπιτιού μου, που μου εξασφάλιζε ένα αργό μειδίαμα, ένα επιδοκιμαστικό ενήλικο νεύμα του κεφαλιού… (…)
Σιγά σιγά, έγινα καλύτερη στο καθάρισμα του σπιτιού Της, αρκετά καλή ώστε να μου αναθέτει να κάνω περισσότερα, πολύ περισσότερα. Μου έδινε εντολές να κουβαλώ βιβλιοθήκες στο πάνω πάτωμα και μια φορά μου ζήτησε να μετακινήσω ένα πιάνο από τη μία άκρη του δωματίου στην άλλη. Εφαγα τα μούτρα μου ενώ κουβάλαγα τις βιβλιοθήκες. Και μετά το σύρσιμο του πιάνου τα πόδια και τα χέρια μου πονούσαν οικτρά. Ηθελα να αρνηθώ ή τουλάχιστον να παραπονεθώ, αλλά φοβόμουν ότι θα με απολύσει και ότι θα έχανα την ελευθερία που μου έδινε το δολάριο, όπως και τη θέση που είχα πια στο σπίτι –αν και αμφότερα είχαν σιγά σιγά εκφυλισθεί… (…)
Kαι όμως, δυσκολευόμουν να επιστρατεύσω το θάρρος να διαπραγματευτώ ή να απορρίψω τις αυξανόμενες απαιτήσεις Της. Και ήξερα πως αν έλεγα στη μητέρα μου πόσο δυστυχισμένη ήμουν, θα μου έλεγε να παραιτηθώ. Ωσότου μια μέρα, μόνη στην κουζίνα με τον πατέρα μου, του έκανα λίγες γκρίνιες για τη δουλειά. Του είπα λεπτομέρειες, παραδείγματα όσων με ενοχλούσαν, και ενώ με άκουγε προσεκτικά, δεν είδα στα μάτια μου να με συμπονά. Κανένα «Φτωχή μικρούλα μου». Ισως καταλάβαινε ότι ήθελα μια λύση για τη δουλειά, όχι μια διαφυγή. Σε κάθε περίπτωση, άφησε κάτω το φλιτζάνι με τον καφέ και είπε: «Aκου. Δεν ζεις εκεί. Ζεις εδώ. Με τους ανθρώπους σου. Πήγαινε στη δουλειά. Πάρε τα λεφτά σου. Και γύρνα στο σπίτι».
Αυτό ήταν που είπε. Αυτό ήταν που άκουσα:
1. Ο,τι και να ‘ναι η δουλειά σου, κάνε την καλά. Οχι για το αφεντικό, αλλά για σένα.
2. Εσύ κάνεις τη δουλειά, δεν σε κάνει αυτή.
3. Η αληθινή ζωή είναι με εμάς, την οικογένειά σου.
4. Δεν είσαι η δουλειά που κάνεις· είσαι ο άνθρωπος που είσαι.
Εκτοτε έχω δουλέψει για όλα τα είδη των ανθρώπων, για ιδιοφυΐες και ηλίθιους, εύστροφους και βαρετούς, γενναιόδωρους και μίζερους. Εχω κάνει πολλών ειδών δουλειές, αλλά ύστερα από εκείνη την κουβέντα με τον πατέρα μου ποτέ δεν έγινε η δουλειά το μέτρο αυτού που είμαι, ποτέ δεν έβαλα την ασφάλεια μιας δουλειάς πάνω από το σπίτι μου».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Ιουλίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ