Η ουσιαστική διαπραγμάτευση για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, η οποία και θα κρίνει αν οι συνομιλίες στο Κραν Μοντάνα θα έχουν θετική ή αρνητική κατάληξη για την επίλυση του Κυπριακού, ξεκινά το πρωϊ της Δευτέρας 3 Ιουλίου στο ελβετικό θέρετρο. Έπειτα από περίπου μία εβδομάδα που οι εμπλεκόμενες πλευρές αναλώθηκαν σε μάχες χαρακωμάτων επί της διαδικασίας και από τις οποίες φαίνεται ότι τις «ανέσυρε» ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες (σσ. πολλοί εκ των παρευρισκομένων είχαν ενοχληθεί πολύ από την προσέγγιση και στη στάση του Ειδικού Συμβούλου του, Έσπεν Μπαρθ Άιντε), οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι καλούνται πλέον να καταθέσουν εγγράφως και με λεπτομέρειες τις θέσεις τους.
Στο παρασκήνιο διεξάγονται και συζητώνται πολύ περισσότερα από όσα δημοσιοποιούνται. Είναι σαφές, σημείωναν διπλωματικές πηγές, ότι έχουν κυκλοφορήσει πολλές ιδέες και πλέον η συζήτηση θα διεξαχθεί με πολιτικούς όρους. Σε αυτό το πλαίσιο έχει διατυπωθεί από ορισμένους κύκλους η άποψη ότι ίσως να έπρεπε να μεταβούν στην Ελβετία οι Πρωθυπουργοί της Ελλάδος και της Τουρκίας. Ωστόσο, η Αθήνα δεν διάκειται θετικά επί αυτής της επιλογής, τουλάχιστον προς το παρόν. Τούτο δεν πρέπει να εκπλήσσει. Μία εμπλοκή σε επίπεδο κορυφής θα μπορούσε να είναι καταστροφική για όλη τη διαδικασία. Από τουρκικής πλευράς πάντως εκφράζεται, ίσως προς καλλιέργεια κλίματος, σχετική βούληση.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα βλέμματα είναι στραμμένα στον υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Η φράση του επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας ότι αποτελεί «όνειρο» αν η Αθήνα και η Λευκωσία αναμένουν την πλήρη κατάργηση των εγγυήσεων και την πλήρη αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων έδειξε, τις προηγούμενες ημέρες, την «κόκκινη γραμμή» της ‘Αγκυρας. Ωστόσο, ο κ. Τσαβούσογλου δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη του ότι τις τελευταίες ημέρες έχει διαμορφωθεί ένα μέτωπο από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες που, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις ανάμεσά τους, συγκλίνει στο ότι η Συνθήκη Εγγυήσεως του 1960 συνιστά ένα αναχρονιστικό σύστημα που δύσκολα μπορεί να διατηρηθεί.
Την ίδια στιγμή, υπάρχει το συνδεόμενο και ιδιαίτερα περίπλοκο ζήτημα της απόσυρσης των τουρκικών στρατευμάτων. Ο κ. Τσαβούσογλου έκανε τις τελευταίες ημέρες αναφορά σε «δραστική μείωση στρατευμάτων» (drastic reduction of troops), χωρίς όμως να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη, ο οποίος τον κάλεσε να γίνει πιο συγκεκριμένος τόσο σε ό,τι αφορά στον αριθμό όσο και σε ό,τι αφορά στον χρόνο αποχώρησης. Η ελληνική πρόταση, δια στόματος Νίκου Κοτζιά, για ένα μηχανισμό παρακολούθησης όπως αυτοί που υπάρχουν ήδη στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών θα ήταν μία καλή λύση, αλλά δεν παύει να είναι περίπλοκη στην εφαρμογή της. Η Αθήνα εργάζεται τα τελευταία 24ωρα για την εξεδίκευσή της.
Η Άγκυρα, επικαλούμενη ουσιαστικά τη «νέα κατάσταση πραγμάτων» που θα διαμορφωθεί στο νησί εφόσον υπάρξει μία ομοσπονδιακή Κύπρος, εμφανίζει ως υποχώρηση τον περιορισμό των εγγυήσεών της στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο και την εγκατάσταση εκεί τουρκικού στρατηγείου. Είναι εμφανής η «διχοτομική λογική» μίας τέτοιας ρύθμισης. Παράλληλα, δύσκολα θα μπορούσε η Λευκωσία (αλλά και η Αθήνα) να δεχθεί την παραμονή κάποιων τουρκικών στρατευμάτων στο νησία για μία μεταβατική περίοδο χωρίς σαφή ημερομηνία αποχώρησης αλλά απλώς υπό τη «δαμόκλειο σπάθη» της επανεξέτασης στο μέλλον του αν θα αποχωρήσουν ή όχι. Υπάρχει επίσης και η πτυχή της φύσης των στρατευμάτων που θα παραμείνουν, πχ τι οπλισμό θα φέρουν.
Παράλληλα με την ασφάλεια και τις εγγυήσεις θα συζητηθούν στο άλλο «διαπραγμαυτευτικό τραπέζι» οι εσωτερικές πτυχές (εδαφικό, περιουσιακό, διακυβέρνηση). Ωστόσο, «σημείο κλειδί» φαίνεται ότι αποτελεί η στάση της ΕΕ στο επίμονο αίτημα της Άγκυρας για χορήγηση των τεσσάρων ελευθεριών στους τούρκους υπηκόους της στο νησί. Το ζήτημα αυτό όμως, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ελεύθερη διακίνηση προσώπων, είναι πολύ ευαίσθητο πολιτικά και δύσκολα να μπορούσε να περιοριστεί στην Κύπρο. Τούτο θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να διευρυνθεί και να αφορά σε όλη την κοινοτική επικράτεια, άρα θα απαιτούσε έγκριση από όλα τα κράτη – μέλη. Στην παρούσα συγκυρία, μία τέτοια έγκριση μοιάζει απίθανη. Αυτός είναι και ο λόγος που όλοι στο Κραν Μοντάνα αναμένουν με ενδιαφέρουν τι έχει επί αυτού του ζητήματος να πει ο Πρώτος Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Φρανς Τίμερμανς που εκπροσωπεί στις συνομιλίες την Ευρωπαϊκή Ένωση.