Η παράσταση νίκης στις δημοσκοπήσεις δεν λέει όλη την αλήθεια για τα κόμματα. Χρειάζεται να δει κάποιος τα ποιοτικά στοιχεία αλλά και την καθημερινή λειτουργία τους για να διαπιστώσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ, το ΠαΣοΚ και το Ποτάμι είναι κελύφη κλειστά. Το κύμα της κοινωνίας πότε τα αγκαλιάζει και πότε τα αφήνει εκτεθειμένα στις αντιξοότητες· τα δύο συστήματα δεν αλληλεπιδρούν όπως παλιά. Η κοινωνία έχοντας αποσύρει την εμπιστοσύνη της από το πολιτικό σύστημα δεν καθοδηγείται από τα κόμματα και τα κόμματα δεν τροφοδοτούνται από την κοινωνία. Η νέα διαστρωμάτωση που δημιούργησε η κρίση δυσκολεύεται να βρει ανταπόκριση στους παλιούς σχηματισμούς και οι διστακτικές προσπάθειες ανανέωσης που κάνουν οι κομματικές ηγεσίες δεν συγκινούν τους πολίτες, οι οποίοι αναζητούν βαθιές αλλαγές, ριζοσπαστικές προτάσεις, ρήξη με το παρελθόν.

Αυτό το τριήμερο διεξάγεται το συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Ο χώρος αυτός, παρά τις διευρύνσεις και στις συμμαχίες, δεν κατάφερε να ανασυγκροτηθεί και να επωφεληθεί από την πτώση της δημοφιλίας του ΣΥΡΙΖΑ. Τα αίτια είναι πολλά. Το κυριότερο όμως είναι ότι οι εσωτερικές έριδες κομμάτιασαν το ΠαΣοΚ και δεν του επέτρεψαν να υπερασπιστεί το κυβερνητικό παρελθόν του. Σημαντικά στελέχη του έμειναν ανυπεράσπιστα απέναντι σε κατηγορίες για διαπλοκή και διαφθορά, οι οποίες ανασύρονται από τους αντιπάλους, ιδίως από τον ΣΥΡΙΖΑ, κάθε φορά που το κόμμα πάει να σηκώσει κεφάλι. Οι ψηφοφόροι του είναι προφανές ότι επηρεάζονται από αυτό το τοξικό κλίμα και επειδή έχουν χρεώσει στις κυβερνήσεις Παπανδρέου τα μνημόνια και τη φτωχοποίηση. Επιπλέον το ΠαΣοΚ δεν κατάφερε να ανανεωθεί σε θέσεις και πρόσωπα, και η Φώφη Γεννηματά έδωσε την εντύπωση ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για την αναπαλαίωση και τη διατήρηση ενός μικρού και διαχειρίσιμου κόμματος. Αυτό εμπόδισε τη συνένωση των δυνάμεων του χώρου και τη συμπόρευση με το Ποτάμι, το οποίο επίσης δεν κατάφερε να αποκτήσει ευρύ ακροατήριο και είναι αντιμέτωπο με την εξαφάνιση. Ισως η εκλογή αρχηγού από τη βάση αν υλοποιηθεί να αλλάξει τα δεδομένα.

Στη ΝΔ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να κάνει by pass στις παλιές δομές και να ανανεώσει το στελεχικό δυναμικό με πρόσωπα από την κοινωνία και όχι από τον κομματικό μηχανισμό. Παρότι η προσπάθεια γίνεται χωρίς ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες, στο εσωτερικό του κόμματος επικρατεί αναταραχή. Οι παλιοί βουλευτές ετοιμάζονται να βάλουν κάθε είδους εμπόδια στους νεότερους και ορισμένοι δηλώνουν την αντίθεσή τους στους σχεδιασμούς της ηγεσίας κάνοντας λευκή απεργία. Στις τοπικές οργανώσεις, τα οργανωμένα μέλη της ΝΔ έχουν ξεσηκωθεί με την προσδοκία της εξουσίας και ήδη εγείρουν αξιώσεις. Η ηγετική ομάδα δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει στην ανανέωση του κόμματος, αναγνωρίζοντας ότι η κοινωνία θέλει να δει μια αλλαγμένη ΝΔ προκειμένου να την εμπιστευθεί και να δώσει τη θετική της ψήφο, προκειμένου να στηρίξει μετά τις εκλογές τις αναγκαίες και δύσκολες αλλαγές.

Το μεταρρυθμιστικό Κέντρο μένει χωρίς ενιαία εκπροσώπηση, μοιρασμένο σε διάφορα κόμματα ή απέχοντας από τις εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανεπιφύλακτα υπέρ των μεταρρυθμίσεων, όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις, τάσσεται η πλειονότητα των ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ και του Ποταμιού και μόνο ένα κομμάτι της ΝΔ.
Οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ αντιστέκονται στις αλλαγές. Ομως το ακροατήριο του Αλέξη Τσίπρα διαρκώς συρρικνώνεται. Περίπου οι μισοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, του Σεπτεμβρίου 2015, θεωρούν ότι η απόφαση του Eurogroup είναι αρνητική για τη χώρα και ότι η κυβέρνηση δεν πέτυχε τους διαπραγματευτικούς στόχους της. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε το μεγαλύτερό του ατού, το ηθικό πλεονέκτημα, και εξισώθηκε με τους αντιπάλους τους οποίους συνεχίζει να κατηγορεί με την ίδια ξεπερασμένη ρητορική. Αλλά και στο εσωτερικό του διαπιστώνονται εντάσεις, πότε για τα σκληρά μέτρα που διέψευσαν όλες τις προσδοκίες για την πρώτη αριστερή κυβέρνηση και πότε για τον κυβερνητικό εταίρο, τον Πάνο Καμμένο, ο οποίος έχει φέρει σε δεινή θέση τον Πρωθυπουργό.
Η ανάκτηση της πολιτικής εμπιστοσύνης αποτελεί το «κλειδί» για την προώθηση των αλλαγών που χρειάζεται η Ελλάδα. Οσο δεν υπάρχει αυτή η προϋπόθεση δεν θα καρποφορήσει καμία μεταρρυθμιστική πολιτική, επειδή θα λείπει η συναίνεση της κοινωνίας. Η έρευνα που παρουσίασε ο Στράτος Φαναράς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis, στο συνέδριο του e-Κύκλος εντόπισε τη λύση αλλά το πρόβλημα που ανέδειξε είναι εξαιρετικά σύνθετο και πολύπλοκο από μόνο του.
Δύο στοιχεία είναι αρκετά για να περιγράψουν την κατάσταση. Στην Ελλάδα η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα όχι μόνο βρίσκεται στα τάρταρα αλλά είναι η χαμηλότερη σε όλη την Ευρώπη. Στην αρχή της κρίσης ήταν στο 4,9% και τώρα έχει πέσει στο 2,8%. Αντιθέτως, η κοινωνική εμπιστοσύνη παραμένει σταθερή μέσα στην κρίση (5,9% – 5,6%). Ταυτόχρονα διαπιστώνεται ότι στην κοινωνία επιβιώνει ένα σοβαρό στερεότυπο πολιτικού κόστους για όποια κυβέρνηση τολμά να κάνει μεταρρυθμίσεις, το οποίο συνδυάζεται με ένα ευρύτερο αντιμεταρρυθμιστικό ρεύμα που εκδηλώνεται σε άλλα πεδία όπως είναι η σχέση της χώρας με την ΕΕ.
Η παρατήρηση των επιμέρους στοιχείων καταλήγει σε ένα είδος επιμενίδειου παράδοξου, σε μια ατέρμονη αλυσίδα διαπιστώσεων που η επόμενη αναιρεί την προηγούμενη. Μοιάζει σαν να φυλλομετρά κάποιος την αλλοπρόσαλλη επικαιρότητα των τελευταίων επτά ετών. Η ελληνική κοινωνία παρά το άγος της κρίσης δεν κατάφερε να αναγνωρίσει το πρόβλημα και να συμφιλιώσει τους δύο εαυτούς της. Διχάστηκε και πόλωσε το πολιτικό σύστημα, το οποίο στη συνέχεια απέρριψε.
Οι μεταρρυθμίσεις που σημαίνουν ότι πρέπει να αλλάξουμε «εμείς» –και όχι οι «άλλοι» –δεν συγκεντρώνουν ισχυρή υποστήριξη. Παρά την πολύχρονη κρίση, μόλις το 45% διάκειται θετικά σε αυτές. Παράλληλα το 54% πιστεύει ότι ένα κόμμα που θα προωθήσει συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις θα έχει κόστος και μόνο το 31% θεωρεί ότι θα έχει όφελος.
Στο κέντρο της έρευνας βρίσκονται οι λέξεις «αλλαγή» και «μεταρρύθμιση». Η «αλλαγή» είναι περισσότερο αποδεκτή από τους αριστερούς και από τους δεξιούς, και οι δύο λέξεις αρέσουν στους κεντρώους και στους κεντροαριστερούς, ενώ η «μεταρρύθμιση» ελκύει κυρίως τους κεντροδεξιούς. Η λέξη «αλλαγή» έχει προφανώς μεγαλύτερο ακροατήριο από τη λέξη «μεταρρύθμιση», η οποία έχει συνδεθεί με περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις.
Ωστόσο, όταν η εικόνα μεγεθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας, μόνο το 27% δηλώνει ότι είναι θετικό και στις δύο λέξεις –το ποσοστό αυτό δεν συνιστά μεταρρυθμιστικό ρεύμα. Αρνητικό και στις δύο έννοιες είναι 32%. Δηλαδή το ένα τρίτο της ελληνικής κοινωνίας έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ από τα κόμματα που πλέον είναι δύσκολο να το αγγίξουν και να βρουν σημεία επαφής.

«Αντίθετα με τη συντηρητική εκδοχή, η αριστερή παράδοση και πολιτική κουλτούρα θέλγεται κυρίως από την αλλαγή και δείχνει δυσανεξία στις μεταρρυθμίσεις. Ακριβώς γιατί πίσω από την αλλαγή βρίσκεται η πρωταρχική θέση της για τον ριζικό μετασχηματισμό και η αποστροφή της για διευθετήσεις που κάνουν πιο λειτουργικό το σύστημα»
επισήμανε στην εισήγησή του ο κ. Φαναράς. Εξάλλου, συνέχισε, είναι γνωστό ότι στην ορολογία της Αριστεράς ο όρος ρεφορμιστές είχε ιστορικά αρνητική απαξία. Υπάρχει λοιπόν η παράδοση να αποσυνδέονται οι δύο έννοιες και πολύ περισσότερο να εμφανίζονται ως αντιθετικές. Και η παράδοση αυτή που τις αποσυνδέει αδυνατίζει τη δύναμη τους. Τις καταδικάζει να ηγεμονεύονται η μεν αλλαγή από τις αντισυστημικές δυνάμεις, οι δε μεταρρυθμίσεις από τις συστημικές. Η αποσύνδεσή τους απομακρύνει την κοινωνική διάθεση από την τεχνοκρατική επάρκεια με απογοητευτικά αποτελέσματα για τους πολιτικούς θιασώτες τους. Αντίθετα, οι δύο έννοιες πρέπει να συναντηθούν γιατί η αλλαγή χρειάζεται τους μεταρρυθμιστές και οι μεταρρυθμιστές την αλλαγή σημείωσε.
Παρά την έλλειψη επαφής μεγάλου τμήματος της κοινωνίας με το πολιτικό σύστημα, το 84% πιστεύει ότι πρέπει να γίνουν αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Στην ηλικιακή ομάδα 18-34 ετών φθάνει σε ποσοστό 90%. Οι αλλαγές όμως είναι δύσκολες. Παράδειγμα, ο ισχύων εκλογικός νόμος, ο οποίος είναι αναντίστοιχος με τη σταθερή βούληση του εκλογικού σώματος υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας. Οπως φαίνεται από την έρευνα, το 65% τάσσεται υπέρ των κυβερνήσεων συνεργασίας και το 31% υπέρ των αυτοδύναμων κυβερνήσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ