Η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, η επιστροφή της οικονομίας στην ανάπτυξη και η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι οι τρεις προϋποθέσεις για έξοδο της χώρας από την κρίση και τα μνημόνια, σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα.
Στην έκθεσή του για τη Νομισματική Πολιτική που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη Παρασκευή, ο κεντρικός τραπεζίτης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το ενδεχόμενη η Ελλάδα να χρειαστεί ένα νέο δανειακό πακέτο μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, «εάν οι εταίροι μας δεν συγκεκριμενοποιήσουν σύντομα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους», που βάσει των συμφωνηθένων θα πρέπει να ενεργοποιηθούν το φθινόπωρο της ερχόμενης χρονιάς.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «η παράταση της εκκρεμότητας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζεται την ανάγκη νέας χρηματοδοτικής συνδρομής μετά το 2018, κάτι που απεύχονται τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι».
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος υπογραμμίζει ότι η διασφάλιση του βιωσιμότητας του χρέους θα βελτιώσει το οικονομικό κλίμα και θα διευκολύνει την έξοδο στις αγορές το καλοκαίρι του 2018, ή και νωρίτερα.
Επιπλέον, θα επιτρέψει τη συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, συνθήκη αναγκαία για τη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης της χώρας, την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των αγορών στην ελληνική οικονομία και τη διευκόλυνση της διατηρήσιμης πρόσβασης στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αναπτυξιακή πολιτική
Σε σχέση με το πρόβλημα της ανεργίας, ο κ. Στουρνάρας τονίζει ότι η μόνη απάντηση είναι η ανάπτυξη, η οποία περνά από τον «προσανατολισμό της οικονομίας σε ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης που θα δημιουργεί νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας». Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι αναγκαία μια σταθερή και συνεπής αναπτυξιακή πολιτική με τα εξής κύρια στοιχεία:
¢ Αμεση εφαρμογή ενός μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη, με μείωση των συντελεστών έμμεσης και άμεσης φορολογίας.
¢ Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί και καθυστερούν, καθώς και επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων με χρήση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου – ιδιωτικού τομέα.
¢ Ταχεία αξιοποίηση της μεγάλης αργούσας περιουσίας του Δημοσίου, ιδιαίτερα της ακίνητης, μέσω της κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
¢ Δραστικός περιορισμός των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης και των γραφειοκρατικών δυσκαμψιών στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, οι οποίες συνιστούν από τα μεγαλύτερα προσκόμματα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
¢ Μεταρρυθμίσεις στις αγορές ενέργειας, προϊόντων και υπηρεσιών, και άνοιγμα των επαγγελμάτων που παραμένουν κλειστά, με άμεσο στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Ανησυχία
Σε σχέση με τα «κόκκινα» δάνεια, ο κ. Στουρνάρας καλεί τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την επίτευξη των επιχειρησιακών τους στόχων. Στο πλαίσιο αυτό τονίζει πως «οφείλουν να εντοπίσουν τις επιχειρήσεις με προοπτικές βιωσιμότητας, να ενθαρρύνουν και να στηρίξουν έμπρακτα επενδύσεις σε καινοτόμες δραστηριότητες και στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ιδίως με εξαγωγικό προσανατολισμό, αξιοποιώντας τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της χώρας».
Σύμφωνα με τον ίδιο, για τις περιπτώσεις αυτές, «οι τράπεζες θα πρέπει να εφαρμόσουν μακροπρόθεσμες λύσεις, επιβραβεύοντας έτσι την υπεύθυνη επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να γίνουν αυστηρές με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, καθώς και να προωθήσουν οριστικές λύσεις για τις μη βιώσιμες επιχειρήσεις οι οποίες διατηρούνται τεχνητά στη ζωή».
Πάντως, ο κ. Στουρνάρας χαρακτηρίζει ανησυχητικό το ότι σημαντικό ποσοστό δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης (ιδίως βραχυπρόθεσμου τύπου) εμφανίζει εκ νέου καθυστέρηση. Το πρώτο τρίμηνο του 2017, ο τριμηνιαίος δείκτης αθέτησης (default rate) παρουσίασε περαιτέρω επιβράδυνση, παραμένοντας όμως σε επίπεδα άνω του 2% και υψηλότερος από τον ρυθμό αποκατάστασης της τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate).
Νέα ανοίγματα
Η διαφορά ανάμεσα στον ρυθμό αθέτησης και στον ρυθμό αποκατάστασης είναι υψηλότερη στο επιχειρηματικό και το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο. Εν τούτοις, σε αντίθεση με την τάση που παρατηρήθηκε τα προηγούμενα τρίμηνα, οι τράπεζες ανέφεραν σημαντικές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο στεγαστικό τους χαρτοφυλάκιο.
Προβληματισμό δημιουργεί και το γεγονός ότι στο α’ τρίμηνο αύξηση εμφάνισε και το ποσοστό των δανείων με καθυστέρηση μεταξύ 30 και 90 ημερών. Την ίδια περίοδο, οριακή μείωση εμφάνισε το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφούμενο σε 105 δισ. ευρώ, μείωση που εν μέρει οφείλεται στη διενέργεια υψηλότερων του αναμενομένου διαγραφών.
Σύμφωνα με τους επιχειρησιακούς στόχους των τεσσάρων συστημικών ομίλων, επιδιώκεται μείωση του δείκτη των δανείων σε καθυστέρηση από 36,2% τον Δεκέμβριο του 2016 σε 20,4% τον Δεκέμβριο του 2019 ή κατά 36 δισ. ευρώ περίπου.
Ωρα για νέα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα
Σε ειδική μελέτη που περιλαμβάνεται στην ίδια έκθεση επισημαίνεται ότι το απόθεμα των προβληματικών χορηγήσεων παραμένει πολύ υψηλό και εξακολουθεί να δρα, μέσω ποικίλων διαύλων, ανασχετικά για την πιστοδοτική δραστηριότητα των τραπεζών.
Ωστόσο, επισημαίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι ενισχυτικά για τη δυνατότητα των τραπεζών να δανειοδοτήσουν την πραγματική οικονομία λειτουργεί το γεγονός ότι οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειάς τους διατηρούνται υψηλοί.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ίδιας έρευνας, η σωρευτική αύξηση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών συν τις προβλέψεις που παρατηρήθηκαν κατά το διάστημα α’ τρίμηνο 2013 – δ’ τρίμηνο 2016 (21% σε πραγματικούς όρους) δικαιολογεί μια αύξηση κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες στη σωρευτική μεταβολή της χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα έναντι μείωσης κατά 4,8% που καταγράφηκε το ίδιο διάστημα.
Με βάση άσκηση προβολής, διαπιστώνεται ότι είναι υπό προϋποθέσεις δυνατή η ενίσχυση του σωρευτικού ρυθμού πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα το διάστημα δ’ τρίμηνο 2016 – δ’ τρίμηνο 2019, μέχρι και κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες.
Αυτό σημαίνει ότι την ακόλουθη τριετία το υπόλοιπο της χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα μπορεί να αυξηθεί σωρευτικά κατά ένα υψηλό ποσοστό άνω του 11%. Δηλαδή η καθαρή αύξηση των δανείων είναι δυνατό να ξεπεράσει ακόμη και τα 20 δισ. ευρώ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ