Δικαιωμένα αισθάνονται –κατά δική τους δήλωση – τα μέλη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, μετά τη γνωμοδότηση του Ε’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, που κρίνει ως αντισυνταγματική την ανάθεση καθηκόντων υποθηκοφύλακα σε ειρηνοδίκες, ακόμη και προσωρινά.
Η γνωμοδότηση αφορά το Προεδρικό Διάταγμα περί «μετατροπής του Ειδικού Άμισθου Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε έμμισθο», που είχε προκαλέσει την αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, καθώς προέβλεπε ανάθεση καθηκόντων υποθηκοφύλακα σε ειρηνοδίκη σε περίπτωση που δεν υπήρχαν υπάλληλοι κατηγορίας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης, με πτυχίο Νομικής.
Σε ανακοίνωσή της, η Ένωση δηλώνει ότι αναμένει πλέον από την κυβέρνηση την κατάλληλη νομοθετική τροποποίηση.
Ολόκληρη η ανακοίνωση έχει ως εξής:
«Στις 23 Ιουνίου 2017 εκδόθηκε η υπ’ αριθμό 113/2017 γνωμοδότηση του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ για την επεξεργασία του ΠΔ περί «μετατροπής του Ειδικού Άμισθου Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε έμμισθο». Από την ψήφιση του νόμου 4456/1-3-2017 διατυπώσαμε αντιρρήσεις σχετικά με την συνταγματικότητα του άρθρου 32 παρ. 2 και την προσθήκη άρθρου 4 στο νδ 811/1971 που προέβλεπε ανάθεση καθηκόντων Υποθηκοφύλακα σε Ειρηνοδίκη σε περίπτωση που δεν υπήρχαν υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ με πτυχίο νομικής. Η Ένωση παραστάθηκε με εκπροσώπους του Προεδρείου σε 6 γνωμοδοτικές Ολομέλειες Πρωτοδικείων καταθέτοντας υπόμνημα με τις θέσεις της. Με το από 21-3-2017 Δελτίο Τύπου με θέμα «Άμεση Ανάγκη Τροποποίησης του άρθρου 32 ν. 4456/17» ζητήσαμε από την Κυβέρνηση να μην αγνοήσει τις γνωμοδοτικές Ολομέλειες των Πρωτοδικείων της Χώρας και να μην προχωρήσει στην έκδοση Π.Δ. Η παραπάνω γνωμοδότηση του ΣτΕ σύμφωνα με την οποία «…μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν μπορούν να ανατεθούν σε δικαστικό λειτουργό ούτε προσωρινώς, διότι δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος» αποτελεί πλήρη δικαίωση των όσων υποστηρίξαμε. Αναμένουμε από την Κυβέρνηση πλέον την κατάλληλη νομοθετική τροποποίηση».

Σχετικά με το θέμα ο ΓΓ του Υπουργείου Δικαιοσύνης κ. Γ. Σάρλης έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Κακής ανάγνωσης έτυχαν τόσο το πρακτικό επεξεργασίας (υπ’ αρ. 113/2017) του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και οι προθέσεις και πρακτικές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με το ζήτημα της εμμισθοποίησης 20 άμισθων υποθηκοφυλακείων που λειτουργούν με αναπλήρωση. Η επιλογή του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Σταύρου Κοντονή να προχωρήσει σε αυτή παραμένει σταθερή. Θα ενισχυθεί δε, από την αξιοποίηση στοιχείων που περιλαμβάνονται στο ίδιο το Πρακτικό Επεξεργασίας του αρμόδιου Τμήματος του ΣτΕ.
»Η πολιτική αυτή του Υπουργείου εκκινούσε από τη διαχρονική ανάδειξη της δικαστικής λειτουργίας στο οικείο πεδίο. Τα υποθηκοφυλακεία επί πολλές δεκαετίες και έως σήμερα συνιστούσαν σημαντικούς θεσμούς για τον νομικό έλεγχο και τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων των πολιτών επί των ακινήτων και αναγκαία βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των δικαστικών αρχών. Εξ ου και η αναπλήρωση υποθηκοφύλακα από ειρηνοδίκη αποτελούσε πάγια, αυτονόητη αντίληψη που μπορεί ο καθένας να τη βρει εκφρασμένη στο οικείο νομοθετικό πλαίσιο, που ισχύει εδώ και περισσότερο από 75 χρόνια και έως σήμερα (ά. 5 παρ. 1 του Κανονιστικού Διατάγματος της 19/07/1941). Η πρωτοβουλία, συνεπώς, άμεσης εμμισθοποίησης υποθηκοφυλακείων, εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης που οδήγησε πολλά από αυτά στο να υπολειτουργούν, δεν συνιστούσε σύγκρουση με τη δικαστική λειτουργία, αλλά προσπάθεια διαφύλαξης κρίσιμων υπηρεσιών που εντάσσονται στον κύκλο λειτουργίας της και έχουν μεγάλη κοινωνική σημασία. Μάλιστα, κατ’ εκτίμηση και των οικείων οικονομικών εκθέσεων, από τα έσοδα των υποθηκοφυλακείων που θα εμμισθοποιηθούν αναμένεται όχι μόνο να καλυφθούν οι αναγκαίες δαπάνες λειτουργίας των ίδιων, αλλά και να αποδοθούν κέρδη στον κρατικό προϋπολογισμό.
»Εξάλλου, το Δικαστήριο σαφώς αναγνώρισε τη δικαιοδοτική, με την ευρεία έννοια, φύση της σχετικής αρμοδιότητας. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης δε, προσδοκούσε ότι αυτή η διαπίστωση θα αρκούσε για την ανάθεση της ευθύνης για πράξεις, εν ευρεία εννοία δικαιοδοτικές και ιδιαίτερης σημασίας για την ασφάλεια των συναλλαγών και την προστασία των εμπράγματων δικαιωμάτων, στους κατεξοχήν έμπειρους, δηλαδή τους δικαστικούς λειτουργούς.
»Τα Προεδρικά Διατάγματα για την εμμισθοποίηση των πρώτων υποθηκοφυλακείων, παρά τα γραφόμενα, δεν κρίθηκαν μη νόμιμα ή αντισυνταγματικά, και θα εκδοθούν σύντομα, ενώ θα ληφθεί κάθε άλλη αναγκαία νομοθετική πρωτοβουλία για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της διαδικασία που έχει επιλεγεί».