Με ρώτησε γιατί δεν γράφω την αλήθεια για το θέατρο.
«Εχεις μια στήλη», μου είπε, «γιατί περιορίζεσαι σε θεωρίες; Και δεν εννοώ τα αυτονόητα: τις αμοιβές των πρωταγωνιστών και τα ψίχουλα των μικρών. Ούτε αναφέρομαι σε αχρείαστες, πανάκριβες παραγωγές των 350.000 ευρώ (!). Και φυσικά ούτε στους τρεις-τέσσερις παράγοντες που κινούν τα νήματα στο αθηναϊκό κουκλοθέατρο του Κλάιστ. Αλλά σε αυτή την υπερδιέγερση, υπό το πρόσχημα του «φρέσκου» ή του «νέου» ή των «δράσεων», που μας έχουν σπάσει τα νεύρα. Αναφέρομαι κυρίως στις φαντασιώσεις μας για το νεοελληνικό θέατρο. Παραμένουν ανεκπλήρωτες, διότι μας δείχνουν το τίποτα από το οποίο είναι φτιαγμένες.
Το ξέρεις. Οσο η ισχύς των τριών-τεσσάρων αναπαράγεται από τους επόμενους τρεις-τέσσερις, τόσο οι παλιές νοοτροπίες θα επανεμφανίζονται. Αλλωστε, τα πρόσωπα δεν έχουν τόσο μεγάλη σημασία, όταν πολιτεύονται συμμορφωμένα. Εχεις συμμορφωθεί κι εσύ;».
Του απάντησα πως δεν γνωρίζω ποια ακριβώς αλήθεια υπαινίσσεται. Γιατί η αλήθεια του θεάτρου στην Ελλάδα, κατά τη γνώμη μου, είναι λιγότερο η παράσταση και περισσότερο η διαδικασία, οι συνεντεύξεις, τα social media και οι ίντριγκες. Μου αντέτεινε πως γι’ αυτόν θέατρο σημαίνει «μια τροπή της ανάσας» και πως εδώ ασφυκτιά.
Του απάντησα: Αν σου πω την αλήθεια, νομίζεις πως θα αναπνεύσεις; Αν εσύ ήσουν οι τρεις-τέσσερις παράγοντες, η μόδα και η συνέντευξη, θα ανέπνεες καλύτερα στην πρώτη σειρά με τους φωτογράφους και τους υπουργούς;
Το θέατρο, που παίζεται εξαντλημένο, παρουσιάζεται ως υπόλοιπο θεάτρου, σε μια κοινωνία-υπόλοιπο του εαυτού της. Σε αυτόν τον μπλοκαρισμένο μηχανισμό, κάνουμε το θέατρο που μας ταιριάζει. Ο,τι κι αν σκεφτόμαστε για το θέατρο –για την ψευδαίσθηση του θεάτρου –δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ορίσουμε το θέατρο ως «άλλη πραγματικότητα», μια που και το θέατρο ανήκει στις «πραγματικότητες» της πολιτικής. Για να μη σου πω ότι το θέατρο, ως μέρος του «θεάματος», δείχνει πως η ζωή του θεατή δεν του ανήκει, διότι ανήκει σε εκείνον που την παρουσιάζει. Ασε λοιπόν να αυταπατόμαστε πως κάνουμε θέατρο για να ψευτοζούμε. Και πρόσεξε: η επανάληψη της ψευτοζωής του θεάτρου από την ίδια την ψευτοζωή μας θα ήταν απελπιστική δίχως όλον αυτόν τον «τζερτζελέ». Γράφοντας θέατρο, μου έτυχε να κατέβω αθόρυβα στις αποθήκες της Ιστορίας όπου οι νεκροί εμψυχώνουν τους ζωντανούς, γιατί οι νεκροί είναι οι μόνοι που μπορούν να μας φέρουν αντίσταση. Παράδειγμα, ο Σαίξπηρ τις προάλλες στον Κορυδαλλό. Οι κρατούμενοι παίζοντας, ένιωσαν «άλλοι» στην καταπράσινη αυλή, ανάμεσα στα κτίρια, που έχουν δικαίωμα μόνο να τη βλέπουν πίσω από τα κάγκελα. Αλλά αυτοί είναι κρατούμενοι. Είμαστε κι εμείς, τον ρώτησα;
Προχθές στην Αγία Σοφία στα Μανιάτικα, όπου ο Νίκος Διαμαντής είχε την ιδέα να με βάλει να ακούσω μοιρολόγια της Μάνης, μέσα στην εκκλησία, με έναν μανιάτη βοσκό να μοιρολογεί τον Δίκαιο Γιατράκο, που σκοτώθηκε στον άτυχο πόλεμο του 1897, το «μήγαρις» του μοιρολογιού, αυτό το μόριο δισταγμού, με οδήγησε κατευθείαν στον Διονύσιο Σολωμό: «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;». Ε, λοιπόν, έχω: τις φαντασιώσεις μου.
Τι θα ‘λεγες, τον ρώτησα, αν το θέατρο ανεβαζόταν στο νεκροταφείο; Ακου τι γράφει ο Ζαν Ζενέ:
«Στις σημερινές πόλεις, ο μόνος τόπος (…) όπου θα μπορούσε να κατασκευαστεί ένα θέατρο είναι το νεκροταφείο. Η επιλογή εξυπηρετεί εξίσου το νεκροταφείο όσο και το θέατρο». Εκεί «ο θάνατος θα είναι ταυτόχρονα πιο κοντινός και πιο ανάλαφρος, το θέατρο πιο βαρυσήμαντο. (…) Πρέπει να βρούμε καταφύγιο, και όχι αλλού, παρά στα φλογισμένα με μεγαλοφυΐα σωθικά μας… Οχι, πλανώμαι, όχι να βρούμε καταφύγιο, αλλά να ανακαλύψουμε ένα απόσκιο δροσερό και καυτό, που θα ‘ναι το δημιούργημά μας».
Και αφού του είπα πως το δικό μας καταφύγιο δεν είναι παρά οι θρηνωδίες, τον ρώτησα τι νομίζει πως είναι οι μοιρολογίστρες; Τι είμαστε εμείς, παρά εκείνοι οι επικήδειοι μίμοι στην αρχαία Ρώμη, που προπορεύονταν της πομπής και αναλάμβαναν να μιμούνται τα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του νεκρού, όταν εκείνος ήταν ζωντανός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ