Υπόθεση αρχείου
Μετάφραση Αννα Παπασταύρου
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 461, τιμή 19,08 ευρώ
Δεν πρωτοτυπεί ασφαλώς κανείς λέγοντας πως ο Κλάουντιο Μάγκρις είναι σπουδαίος συγγραφέας. Αρκεί μόνο η ανάγνωση του εξαίσιου χρονικού του Δούναβης και των γοητευτικών Μικρόκοσμων (και τα δύο βιβλία έχουν εκδοθεί στα ελληνικά) για να διαπιστώσει το αυτονόητο. Αλλά τώρα, με την έκδοση του μυθιστορήματός του Υπόθεση αρχείου, αυτός «ο ιδιοφυής και απαρασάλευτος Τριεστίνος» (για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λόγια) μας προσφέρει ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα υψηλής συγκινησιακής φόρτισης και ανάλογης γοητείας.
Δεν είναι εύκολο βιβλίο η Υπόθεση αρχείου. Δεν διαβάζεται απνευστί. Ομως παγιδεύει τον αναγνώστη από τις πρώτες ακόμη σελίδες. Και τον οδηγεί σε έναν απίστευτο λαβύρινθο ονομάτων, τόπων και γεγονότων. Ούτε πρόκειται ακριβώς για ιστορικό μυθιστόρημα –αν και θα μπορούσε κάποιος να το εκλάβει ως τέτοιο. Και δεν είναι καθαρή μυθοπλασία γιατί, πέραν των ιστορικών περιστατικών που περιέχει, τον κεντρικό του ήρωα (ο οποίος στο βιβλίο δεν κατονομάζεται) ο Μάγκρις, όπως μας λέει σε σχετικό σημείωμά του, τον εμπνεύστηκε από ένα πραγματικό πρόσωπο, τον καθηγητή Ντιέγκο ντε Ενρίκες.
Μουσείο Πολέμου
Ο καθηγητής είχε θέσει έναν μεγάλο στόχο: να δημιουργήσει ένα Μουσείο Πολέμου που θα συγκέντρωνε οποιοδήποτε πολεμικό «αντικείμενο» υπήρχε. Θα ήταν βεβαίως το μεγαλύτερο στον κόσμο. Ο ίδιος ζούσε σε μια αποθήκη, ανάμεσα στα αντικείμενα που είχε συγκεντρώσει, και κοιμόταν μέσα σ’ ένα μεγάλο φέρετρο. Το 1974 μια πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο μέρος από τα αντικείμενα αυτά και ο ίδιος βρήκε τον θάνατο. Το έργο του ανέλαβε να φέρει σε πέρας η Λουίζα (πρόσωπο φανταστικό) με πατέρα μαύρο και μητέρα Εβραία.
Ο «καθηγητής» όμως υπηρέτησε μεταξύ του 1943 και 1945 στο κρεματόριο της Ριζιέρα ντι Σαν Σάμπα της Τεργέστης, το οποίο υπήρξε κατά το παρελθόν εργοστάσιο αποφλοίωσης ρυζιού, όπου έχασαν τη ζωή τους χιλιάδες ιταλοί πατριώτες, γιουγκοσλάβοι αντάρτες και εβραίοι αντιφασίστες με τις πιο βάρβαρες μεθόδους. Οχι μόνο σε θαλάμους αερίων με τη χρήση του αερίου Zyklon B (που οι ναζιστές το χρησιμοποίησαν και σε άλλα στρατόπεδα θανάτου) αλλά και με τη χρήση ενός σιδερένιου κλομπ (που και σήμερα μπορεί να το δει κανείς στο μουσείο της Ριζιέρα).
Πολλοί κρατούμενοι επίσης μεταφέρθηκαν από εκεί και σε άλλα στρατόπεδα θανάτου, όπως του Αουσβιτς.
Στους τοίχους των κελιών αρκετοί από τους κρατούμενους έγραφαν τα ονόματα όσων τους πρόδωσαν, τους βασάνισαν, ήταν συνεργάτες των κατακτητών ή διπλοί πράκτορες. Οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου σκέπαζαν με ασβέστη τα ονόματα αλλά ο «καθηγητής» φρόντισε να τα αντιγράψει στα ιταλικά, στη διάλεκτο της Τεργέστης και στα σλοβενικά, σε ειδικό σημειωματάριο το οποίο όμως κάηκε και το περιεχόμενό του παρέμεινε ένα μυστήριο.
Πρωταγωνιστεί η Ιστορία
Αυτό είναι το γενικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Ωστόσο το βιβλίο του Μάγκρις είναι αφάνταστα πιο περίπλοκο, γιατί στην ουσία πρωταγωνιστής του είναι η ίδια η Ιστορία. Αυτή που συνέβη και τη γνωρίζουμε, και εκείνη που αγνοούμε αλλά την υποθέτουμε. Και εδώ ο αναγνώστης ακολουθεί την περιπέτεια στην οποία τον εισάγει ο Μάγκρις. Ο καθηγητής είναι από την Τεργέστη. Και η Τεργέστη δεν είναι μια πόλη που «βρίσκεται στο πουθενά» όπως είπε κάποτε η Τζαν Μόρις. Αυτή τη «Βιέννη της Αδριατικής», καθώς τη χαρακτήριζαν τον καιρό της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, την πόλη των ασφαλειών, ο Μάγκρις την τοποθετεί στην Ιστορία. Είναι η Τεργέστη όχι μόνο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του Α’ και Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, των Ιταλών, των Σλάβων, των Γερμανών, του στρατού των συμμάχων, των ανταρτών του Τίτο. Ομως ο συγγραφέας την προεκτείνει και αλλού: στην Αφρική, την περίοδο του δουλεμπορίου, στις ΗΠΑ των φυλετικών διακρίσεων.
Τεργέστη του Μάγκρις λοιπόν δεν βρίσκεται «στο πουθενά» αλλά κατά κάποιον τρόπο παντού: στο Μέμφις των ΗΠΑ όπου δολοφονήθηκε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, στο Τσαπούλτεπεκ όπου είχε το ανάκτορό του ο δυστυχής αψβούργος αρχιδούκας Μαξιμιλιανός, όταν μετέβη εκεί από το ανάκτορό του στο Μιραμάρε, στον κόλπο της Τεργέστης ως αυτοκράτωρ, για να τον εκτελέσουν οι επαναστάτες Μεξικανοί. Βρίσκεται ακόμη και στο Βιετνάμ με τον θρυλικό στρατηγό Γκιαπ των Βορειοβιετναμέζων. Βρίσκεται στο Περί πολέμου του Κλαούζεβιτς, στην Τέχνη του πολέμου του κινέζου σοφού Σουν Τζου, στον Μάο Τσετούνγκ. Στην Τσεχία των εκτελέσεων κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής αλλά και πολύ παλαιότερα, του ιερέα Γιαν Χους που καταδικάστηκε τον 14ο αιώνα στον διά πυράς θάνατο από την Ιερά Εξέταση ως αιρετικός. Δεν απορεί επομένως κανείς που αναφέρεται ακόμη και στην «πραγματεία» Malleus maleficarum, το λεγόμενο Σφυρί των μαγισσών που συντάχθηκε από δύο δομινικανούς μοναχούς-ιεροεξεταστές τον 15ο αιώνα και αποτέλεσε το κύριο όργανο για τις διώξεις των μαγισσών.
Αφθονες είναι οι αναφορές στη Βίβλο και στην εβραϊκή Τορά, σε στρατηγούς, σε χριστιανούς ιερείς και σε ραβίνους, σε πολιτικούς (της Ιταλίας και της Κεντρικής Ευρώπης ιδίως), σε Ινδιάνους της Βόρειας και της Κεντρικής Αμερικής, σε σλοβένους αντάρτες, αλλά και σε συνεργάτες των κατακτητών που οι αντάρτες του Τίτο τούς αποκαλούσαν «Λευκούς» (όπως αντίστοιχα οι Μπολσεβίκοι τους αντιπάλους τους στον εμφύλιο πόλεμο).
Υπάρχουν αναφορές στο ιταλικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο οποίο σκοτώθηκαν 500.000 στρατιώτες, στον ποταμό Ιζόντσο, όπως τον λένε οι Ιταλοί, ή Σότσα, κατά τους Σλοβένους, που πηγάζει από το Μπόβετς της Σλοβενίας, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία, διασχίζει τη χώρα από Βορρά προς Νότο και εκβάλλει δίπλα στην ιταλική πόλη Μονφαλκόνε. Στο Κομπαρίντ (ή Καπορέτο), όπου βρίσκεται ένα εξαίρετο μουσείο της καταστροφικής για τους Ιταλούς μάχης του Καπορέτο. Ο –εκτός από εξαίρετος συγγραφέας –και δεινός μελετητής Κλάουντιο Μάγκρις, έχω την εντύπωση ότι είδε και μελέτησε στο παραπάνω μουσείο κάποια από τα όπλα που με χειρουργική ακρίβεια περιγράφει στο μυθιστόρημά του, δίνοντας στον αναγνώστη την αίσθηση ότι αυτά τα αντικείμενα του θανάτου τού «μιλούν».
Ο Μάγκρις μάς λέει την ιστορία της Λουίζας και μέσα από την ιστορία των μαύρων και των Εβραίων. Και την ιστορία των όπλων που συλλέγονται γι’ αυτό το εξωφρενικό μουσείο, ο εμπνευστής του οποίου όμως είχε ένα όραμα: πως αν έκλεινε εκεί κάθε αντικείμενο πολέμου, καθένα από αυτά τα φετίχ του αίματος και του θανάτου, θα μπορούσε να αναδείξει με τον καλύτερο τρόπο την ιδέα της ειρήνης.
Και βέβαια οι παραλληλισμοί είναι αναπόφευκτοι: της φυγής των Εβραίων από την Αίγυπτο των Φαραώ, λ.χ. με τις διώξεις και την εξόντωσή τους στην Ευρώπη του 20ού αιώνα, όπως και των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες εποχές με τα αντίστοιχα του 20ού αιώνα.
Μια ελεγεία θανάτου
Ενας συγγραφέας με την παρατηρητικότητα και την ευαισθησία του Κλάουντιο Μάγκρις θα προβεί και σε άλλες συγκρίσεις και παραλληλισμούς. Σε τι μοιάζει, για παράδειγμα, ένας κοριός με ένα τανκ; Σε πάρα πολλά. Ενώ ο αναγνώστης διαβάζοντας τις εκπληκτικές περιγραφές των γλάρων και ιδίως τον τρόπο που πετούν θα φέρει στον νου του πτήσεις πολεμικών αεροπλάνων. (Για να μείνω μόνο σε δύο παραδείγματα.)
Ο πολυμαθής Μάγκρις προϋποθέτει πως και ο αναγνώστης του είναι εξίσου πολυμαθής. Γι’ αυτό δεν αναλώνεται στο να εξηγεί ποιος είναι ποιος, τι είναι τι ή πού βρίσκεται ο κάθε τόπος. Για έναν Τριεστίνο είναι λ.χ. αυτονόητο πως η Οπιτσίνα είναι ένα χωριό πολύ κοντά στην Τεργέστη στο οποίο μένουν οι περισσότεροι κάτοικοι της σλοβενικής μειονότητας της περιοχής –όχι όμως και για οιονδήποτε άλλον, ακόμη και αν πρόκειται για τον μέσο Ιταλό. Πολύ σωστά λοιπόν η μεταφράστρια Αννα Παπασταύρου, η οποία έκανε εξαιρετική δουλειά, φρόντισε να εφοδιάσει το βιβλίο με 217 επιγραμματικές σημειώσεις, που σχεδόν η κάθε μια θα μπορούσε να αποτελέσει από μόνη της την αφορμή για ένα νέο μυθιστόρημα.
Η Υπόθεση αρχείου είναι μια περίτεχνη ακροβασία ανάμεσα στη μνήμη και στη λήθη, μια ελεγεία θανάτου, ο αποχαιρετισμός σ’ έναν αιώνα βίας και αίματος όπως ο 20ός που δεν προέκυψε όμως από «το πουθενά». Εχει τις ρίζες του στα βάθη της Ιστορίας, σε μιαν ανθρωπότητα που έχει μάθει να εξολοθρεύει αλλά και να καταφεύγει στη λήθη χωρίς να τιμωρεί και χωρίς να συγχωρεί. Ο θάνατος παρουσιάζεται σαν υπόθεση αρχείου, όπως λέει ο πικρά ειρωνικός τίτλος του μυθιστορήματος, αλλά βεβαίως δεν είναι.
Υπάρχουν ιδιαίτερα σκληρές περιγραφές στην πολυεπίπεδη αφήγηση του Μάγκρις –και ωστόσο δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα νοσηρό βιβλίο. Η μαύρη ποίηση που το διαποτίζει σου αφήνει βέβαια μια πικρή γεύση και ταυτοχρόνως μας υπενθυμίζει, μ’ έναν τρόπο που τον συναντούμε μόνο στη μυθοπλασία υψηλού επιπέδου, ότι δεν πρέπει να ξεχνούμε ούτε τα θύματα ούτε και τους θύτες. Και επιπλέον να μην περιοριζόμαστε στα όσα ζήσαμε οι ίδιοι αλλά να οικειοποιούμαστε και τα βιώματα όσων προηγήθηκαν ώστε η μνήμη τους να μας παρακολουθεί –αν δεν θέλουμε να ζήσουμε και εμείς το δράμα και την τραγωδία που έζησαν εκείνοι.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ