Τα παιδιά με υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης είναι πιθανότερο να ζήσουν περισσότερα χρόνια, καθώς έχουν μικρότερη πιθανότητα να πεθάνουν από καρδιοπάθεια, εγκεφαλικό επεισόδιο, καρκίνο λόγω καπνίσματος, πνευμονοπάθειες και άνοια, σύμφωνα με βρετανική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο British Medical Journal.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, με επικεφαλής τον καθηγητή Ψυχολογίας Ίαν Ντίρι, ανέλυσαν στοιχεία για 33.536 άνδρες και 32.229 γυναίκες που είχαν γεννηθεί την ίδια χρονιά (1936) και είχαν κάνει τεστ νοημοσύνης στην ηλικία των 11 ετών.
Όσο μεγαλύτερος ήταν ο δείκτης νοημοσύνης που είχε προκύψει από το τεστ στην παιδική ηλικία, τόσο μικρότερος ήταν ο κίνδυνος θανάτου πριν την ηλικία των 79 ετών. Για κάθε 15 μονάδες μεγαλύτερου IQ, υπήρχε μείωση κατά 28% του κινδύνου θανάτου από νόσο των πνευμόνων, κατά 25% από στεφανιαία νόσο και κατά 24% από εγκεφαλικό επεισόδιο.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ένας άνθρωπος με δείκτη νοημοσύνης 115 είναι 28% λιγότερο πιθανό να πεθάνει έως τα 80 έτη από ασθένεια των πνευμόνων, σε σχέση με κάποιον που έχει δείκτη ευφυΐας 100.
Οι εξυπνότεροι άνθρωποι ήταν επίσης λιγότερο πιθανό να πεθάνουν πρόωρα από τραυματισμούς, άνοια και γαστρεντερικές παθήσεις. Δεν προέκυψε, όμως, συσχέτιση ανάμεσα στη νοημοσύνη και στον θάνατο από καρκίνους, πλην αυτών που σχετίζονται με το κάπνισμα.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι οι πιο έξυπνοι άνθρωποι συμπεριφέρονται και πιο έξυπνα, δηλαδή τρώνε πιο υγιεινά, ασκούνται περισσότερο, δεν καπνίζουν, είναι προβλεπτικοί και πάνε σε γιατρό εγκαίρως.
Από την άλλη, δεν αποκλείουν ότι κάποιο ρόλο παίζουν και τα γονίδια στο να ευνοούν όσους έχουν υψηλότερη νοημοσύνη, καθώς η ευφυΐα έχει συσχετιστεί με καλό γενετικό υπόβαθρο. Γι’ αυτό, άλλωστε, ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο δείκτης νοημοσύνης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μαζί με άλλους παράγοντες, όπως το οικογενειακό ιστορικό, όταν αξιολογείται η κατάσταση της υγείας ενός ανθρώπου.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, όπως έχουν δείξει άλλες μελέτες, ο δείκτης νοημοσύνης εμφανίζει κατά μέσο όρο αύξηση διαχρονικά τις τελευταίες δεκαετίες (περίπου 20 μονάδες από το 1950, σύμφωνα με μια εκτίμηση), ενώ παράλληλα αυξάνεται και το προσδόκιμο ζωής του ανθρώπου.