Στο τελευταίο και βαθύτερα φιλοσοφημένο μουσικό του δράμα, τον «Πάρσιφαλ», ο συνθέτης, ποιητής και φιλόσοφος Ρίχαρντ Βάγκνερ (επηρεασμένος, ασφαλώς, και από τον Σοπενχάουερ) περιγράφει την κατάκτηση της σοφίας μέσω της συμπόνιας, της βίωσης, δηλαδή, του αλλότριου πόνου.
Η ιδέα, αν και αληθινά ελκυστική από φιλοσοφική άποψη, αποτελεί προϊόν αφαιρετικής εξιδανίκευσης αφού δεν λαμβάνει υπόψη, στο βαθμό που θα έπρεπε, την αμφίδρομη δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων. Προϋποθέτει, δηλαδή, έναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στον ρόλο του «πάσχοντος» και εκείνον του «συμπάσχοντος», τοποθετώντας υπεμφατικά τον δεύτερο σε θέση σχετικής ισχύος. Τι συμβαίνει, όμως, όταν καλούμαστε να συμπάσχουμε με εκείνους που ευθύνονται για μέρος των δικών μας δεινών;
Δεν ξέρω πόσο σοφότεροι γίναμε (με την «Παρσιφαλική» έννοια) ακούγοντας πρόσφατα τους απεργούντες συμβασιούχους στην καθαριότητα των δήμων να μιλούν με αγωνία για το αβέβαιο εργασιακό τους μέλλον και ό,τι σκοτεινό απορρέει από την ανασφάλεια αυτή. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, αν, δηλαδή, δεν βιώναμε από κοντά και για μία ακόμα φορά τη φρικιαστική εμπειρία πόλεων που μοιάζουν με απέραντους σκουπιδότοπους, ίσως κατορθώναμε να υπερβούμε για μια στιγμή τα τείχη του «εγώ» μας και να βιώσουμε τις καταστάσεις μέσα από τα μάτια της ψυχής του συνανθρώπου μας. Ίσως ακόμα και να κατεβαίναμε στους δρόμους διαδηλώνοντας πλάι του. Και δεν αποκλείεται ακόμα και να βγαίναμε σοφότεροι από αυτή τη συμπόρευση (για να θυμηθούμε τον Βάγκνερ).
Όμως, η υπέρβαση του «εγώ» σταματά εκεί που αρχίζει η τυραννία που επιβάλλει το «εγώ» του άλλου. Και οι «τύραννοι» στην περίπτωση που συζητούμε, όπως και σε πολλές ανάλογες, δεν είναι άλλοι από τις οργανωμένες ομάδες συμφερόντων που χρησιμοποιούν την κοινωνία ως όμηρο και μέσο εκβιασμού στην αντιπαράθεσή τους με την (όχι λιγότερο ένοχη) πολιτεία. Αυτές που – δόκιμα ή όχι – αποκαλούνται συχνά «συντεχνίες» του δημόσιου τομέα.
Αν κάποιον οφείλουμε, έτσι, να συμπονέσουμε είναι ο ανώνυμος, συνδικαλιστικά ανοργάνωτος, μη-προνομιούχος μέσος άνθρωπος της καθημερινότητας, σε ένα κράτος που αποδεικνύεται διαχρονικά και διακομματικά ανίκανο να προστατέψει τα πλέον θεμελιώδη και αυτονόητα δικαιώματα του πολίτη. Όπως το αίσθημα της ασφάλειας απέναντι στην εγκληματική δράση εισαγόμενων κακοποιών και ανεξέλεγκτων εγχώριων περιθωριακών ομάδων. Ή, η πρόσβαση σε μία σύγχρονη, αξιοκρατική και ποιοτική παιδεία. Ή ακόμα, η αδιάλειπτη παροχή κοινωνικών αγαθών όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες, το δημόσιο σύστημα υγείας και – εν προκειμένω – η καθαριότητα στους δρόμους των πόλεων.
Ο άνθρωπος της γειτονιάς, που με κάθε «κινητοποίηση» (sic) των εργαζομένων στους δήμους πνίγεται στα σκουπίδια και απειλείται από τα τρωκτικά και τα βλαττοειδή, λίγο ενδιαφέρεται, εν τέλει, αν η οριστική (όχι εμβαλωματική, ως συνήθως) λύση του προβλήματός του – στο βαθμό που αυτή δεν θα υπερβαίνει τις οικονομικές του δυνατότητες – θα έρθει από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Ήδη, μάλιστα, κάποιοι δήμοι ξεπέρασαν τέτοια διλήμματα και γκρέμισαν τα σχετικά ταμπού. Γιατί, τους τοπικούς άρχοντες τους εκλέγουν πολίτες, όχι συνδικαλιστές. Και στα συμφέροντα και τις ανάγκες των πρώτων θα πρέπει οι άρχοντες αυτοί να δίνουν προτεραιότητα. Εξ άλλου, από το υστέρημα, συχνά, των πολιτών προέρχονται οι αναγκαίοι πόροι που εξασφαλίζουν θέσεις εργασίας.
Δεν μου είναι δύσκολο, λοιπόν, να προβάλω την αντίδραση μιας μερίδας αναγνωστών, που θα μπορούσε κάλλιστα να εκφράζεται με λόγια όπως τα παρακάτω:
«Καλός είναι ο Βάγκνερ σου και η συμπόνια που μας ζητά να δείξουμε στον εργαζόμενο συνάνθρωπο. Όμως μεγαλώνω παιδιά σ’ αυτή τη βρώμικη γειτονιά, τη γεμάτη σκουπίδια που σαπίζουν. Και έχασα κι εγώ πρόσφατα τη δουλειά μου. Τώρα με τρώνε οι δρόμοι στο ψάξιμο, και είμαι μόνος στον αγώνα για επιβίωση. Είναι κι αυτή η απαίσια μυρωδιά παντού, να πάρει…»