Η ασκητική φιγούρα του Παναγιώτη Τέτση, το σμιλεμένο από τον βοριά και καμένο από τον ήλιο περίγραμμα του ανθρώπου που ζωγραφίζει με μακρόσυρτες και αδρές χειρονομίες στον εξώστη του Ιστορικού Αρχείου –
Μουσείου Υδρας, δεν έπαψε ποτέ να πλανάται στις κλίμακες της πολιτείας. Ενα, δύο, τρία, διακόσια σκαλιά μέχρι το αρχοντικό μητρικό σπίτι του, που τώρα από κατοικία και ατελιέ μετουσιώθηκε σε εστία από όπου εκπορεύονται οι μνήμες για τον σπουδαίο ζωγράφο.
Μουσείου Υδρας, δεν έπαψε ποτέ να πλανάται στις κλίμακες της πολιτείας. Ενα, δύο, τρία, διακόσια σκαλιά μέχρι το αρχοντικό μητρικό σπίτι του, που τώρα από κατοικία και ατελιέ μετουσιώθηκε σε εστία από όπου εκπορεύονται οι μνήμες για τον σπουδαίο ζωγράφο.
Το «ορεινό» σπίτι του άνοιξε ξανά τις πόρτες του και λειτουργεί ως μουσείο από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο –έως τα τέλη Οκτωβρίου, καθημερινά, 10.00-16.00 –παράλληλα με το αρχοντικό Λαζάρου Κουντουριώτη.
Η οσιοπρεπής φιγούρα ταιριάζει φανταστικά με το τοπίο της Υδρας, την τραχύτητα των τεθλασμένων γραμμών της γης και τη γλυκύτητα των καμπύλων του φωτός, το ηλιοβασίλεμα που χαϊδεύει τα λιμανάκια, την ομιλητικότητα της λίθινης αγκαλιάς της πολιτείας και τη σιωπή των βράχων –όλα αυτά που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τόσους και τόσους ζωγράφους. Ομως τον Παναγιώτη Τέτση δεν τον ενέπνευσε η Υδρα. Τον γέννησε. Οπως έκανε και για τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Οταν κοιτάζεις τη ζωγραφική του, θαρρείς ότι περιδιαβάζεις στην κάτοψη του οικισμού, γραμμοσκιασμένη από τις ψηλές μάντρες των αρχοντικών. Και η ζωγραφική του Παναγιώτη Τέτση μοιάζει να είναι φτιαγμένη κατ’ αρχάς από βράχους, θάλασσα, σπίτια και βάρκες της Υδρας.
Η ησυχία, το φως, ο χώρος που εργαζόταν, όλα συνέβαλαν στη ζωγραφική του. Και κυρίως οι μνήμες του: «Στην Υδρα ήταν το σπίτι των γονιών της μάνας μου, ένα ευρύχωρο οίκημα, όχι αρχοντόσπιτο, αλλά μεγάλο, και η μια πτέρυγα ήτανε μπακάλικο. Υπήρχε εκεί μια ρεκλάμα, η οποία διαφήμιζε το μπράντι Μπαρμπαρέσου, μιας από τις πολλές ποτοποιίες του Πειραιά. Ηταν πολύ ωραία φτιαγμένη. Μια κυρία της εποχής εκείνης, κομψή, φαινόταν απογοητευμένη από τον έρωτα. Είχε αγκαλιάσει το βαρέλι και κρατούσε ένα ποτήρι γεμάτο μπράντι. Αυτήν τη ρεκλάμα, ατυχώς, δεν την ξαναβρήκα στο σπίτι. Φαίνεται κι αυτή είχε φθαρεί και την πετάξανε. Πρέπει να ήτανε του Παύλου του Μαθιόπουλου. Αυτός ο ζωγράφος έκανε τέτοιες ρεκλάμες, πολύ ωραίες, ζωγραφικές. Τότε και οι ρεκλάμες ήτανε έργα τέχνης».
Αν είχε διασωθεί αυτή η πρώτη ζωγραφική παράσταση που μπήκε στον νου του Παναγιώτη Τέτση, θα ήταν ένα από τα πολύ ιδιαίτερα εκθέματα του σπιτιού της Υδρας που ήδη άνοιξε τις πύλες του ως μουσείο αφιερωμένο στον ζωγράφο και στην τέχνη του. Σώθηκαν όμως χίλια άλλα πράγματα, που κρατούν ακίνητο τον χρόνο όταν περάσεις τη μικρή πορτούλα από το υπνοδωμάτιο του ζωγράφου που οδηγούσε στον χώρο του παντοπωλείου.
«Νομίζω ότι αυτά τα νησιά, όπως και η πατρίδα μου η Υδρα, και οι Σπέτσες, επειδή είχαν κάποια ανεξαρτησία την εποχή εκείνη και μια ευημερία, γι’ αυτό φτιάξανε μεγάλα σπίτια. Καλά, οι δικοί μου έκτισαν ανάκτορα. Μην τα κοιτάτε τώρα που έχουνε ξεπουπουλιαστεί. Αλλά, βλέπετε, αν εξαιρέσουμε την Ανδρο, οι κατοικίες στα άλλα νησιά του Αιγαίου είναι μικρά σπίτια, τα οποία κτιζόντουσαν ανάλογα με τις ανάγκες της οικογενείας. Και γι’ αυτό βγήκε αυτή η περίεργη αρχιτεκτονική που θαυμάζουμε. Από τις ανάγκες της καθημερινής ζωής. Εκτιζαν δυο δωμάτια, μετά γεννιόταν ένα παιδί και μετά κι άλλο. Οσο κι αν έμεναν όλοι μαζί στο ίδιο δωμάτιο, κάποια στιγμή δεν χωρούσαν. Εκτιζαν ακόμη ένα δωμάτιο. Είναι βασικό η ανάγκη, η οποία όμως δίνει και μορφές. Ενώ όταν ξεκινάς όχι από την ανάγκη σου αλλά από το πώς θα το κάνεις να φαίνεται ωραίο, στο τέλος βγαίνει ένα ψυχρό πράγμα. Ορα τους αρχιτέκτονες. Λίγοι είναι που ξέρουν να κάνουν ένα σπίτι για να μπορεί να ζήσει κανείς.
Το θέμα τους είναι να κάνουν έργο τέχνης και δεν ρωτάνε αυτόν που θα ζήσει εντός του».
Το θέμα τους είναι να κάνουν έργο τέχνης και δεν ρωτάνε αυτόν που θα ζήσει εντός του».
Τα σπίτια και οι βράχοι είναι τα στολίδια της στεριάς, όπως τα πλεούμενα είναι της θάλασσας. Και στην Υδρα τα σκάφη κινούν το πελαγίσιο τοπίο της. Πάνε κι έρχονται αδιάκοπα μπροστά από το παλαιό σπίτι του ζωγράφου, πηγαίνοντας για το Καμίνι μέσα στο ηλιοβασίλεμα. Ομως το δημιουργικό βλέμμα του Παναγιώτη Τέτση έπεσε επάνω τους τις στιγμές της ηρεμίας τους, όταν χαλάρωναν μετά το έντονο ταξίδι δεμένες στο μουράγιο, ακουμπώντας η μία βάρκα την άλλη, ένα σώμα που λικνίζεται ελαφρά στον ίδιο ρυθμό. Από ψηλά, οι κεραμοσκεπές στο «φρύδι» του λιμανιού και οι αραγμένες βάρκες είναι εμβληματικές εικόνες του δημιουργού και της Υδρας, της τέχνης και της καθημερινότητας.
«Η τέχνη ως καθημερινότητα είναι αυτό. Ζεις σε ένα μέρος και λες: «Αχ τι ωραία που είναι, αχ τι ωραία είναι αυτή η πλατειούλα, αυτός ο δρόμος». Πέστε μου, δεν είναι ένα μέρος της τέχνης αυτό;
Η επίσημη τέχνη είναι δυσπρόσιτη, δεν είναι για όλους, ενώ αυτά τα σπίτια για τα οποία μιλούσαμε πριν, οι πόλεις, το σοκάκι, η πλατεία ή η μεγάλη λεωφόρος, είναι για τους πολλούς. Ενώ η τέχνη, η ζωγραφική, η γλυπτική… Βεβαίως, όλα θα άλλαζαν αν επιτελούσαν τον προορισμό τους, όπως στην παλιά Ελλάδα. Η γλυπτική ήταν δημόσια, υπαίθρια. Ολα τα ελληνικά γλυπτά, όλη η γλυπτική, πρέπει να βρίσκεται στο ύπαιθρο και όχι κλεισμένη στο μουσείο. Εγινε για να πέφτει το φως πάνω τους. Τα έργα γίνονται άλλο πράγμα. Το Μουσείο της Ακροπόλεως, ασχέτως αν σας αρέσει το κτίριο ή δεν σας αρέσει, έχει μερικές καλές ιδέες. Ο υαλόφρακτος τελευταίος όροφος όπου στεγάζεται η φρίζα του Παρθενώνα, τα αυθεντικά γλυπτά, αυτά που είχαν απομείνει πάνω στο μνημείο και τα κατεβάσανε, ή άλλα που είναι εκμαγεία, ή άλλα που περιμένουνε να επιστρέψουν. Εκεί, κάπως έτσι το έχουνε προσεγγίσει και αφήνουν το φυσικό φως να πέφτει πάνω τους. Αλλά τότε, στο ύπαιθρο, τα έλουζε το φως του ήλιου, που αλλάζει συνεχώς όλες τις ώρες της ημέρας. Αυτά τα έργα, τελικά, δεν έγιναν για να κλειστούν σε μουσεία».
Η επίσημη τέχνη είναι δυσπρόσιτη, δεν είναι για όλους, ενώ αυτά τα σπίτια για τα οποία μιλούσαμε πριν, οι πόλεις, το σοκάκι, η πλατεία ή η μεγάλη λεωφόρος, είναι για τους πολλούς. Ενώ η τέχνη, η ζωγραφική, η γλυπτική… Βεβαίως, όλα θα άλλαζαν αν επιτελούσαν τον προορισμό τους, όπως στην παλιά Ελλάδα. Η γλυπτική ήταν δημόσια, υπαίθρια. Ολα τα ελληνικά γλυπτά, όλη η γλυπτική, πρέπει να βρίσκεται στο ύπαιθρο και όχι κλεισμένη στο μουσείο. Εγινε για να πέφτει το φως πάνω τους. Τα έργα γίνονται άλλο πράγμα. Το Μουσείο της Ακροπόλεως, ασχέτως αν σας αρέσει το κτίριο ή δεν σας αρέσει, έχει μερικές καλές ιδέες. Ο υαλόφρακτος τελευταίος όροφος όπου στεγάζεται η φρίζα του Παρθενώνα, τα αυθεντικά γλυπτά, αυτά που είχαν απομείνει πάνω στο μνημείο και τα κατεβάσανε, ή άλλα που είναι εκμαγεία, ή άλλα που περιμένουνε να επιστρέψουν. Εκεί, κάπως έτσι το έχουνε προσεγγίσει και αφήνουν το φυσικό φως να πέφτει πάνω τους. Αλλά τότε, στο ύπαιθρο, τα έλουζε το φως του ήλιου, που αλλάζει συνεχώς όλες τις ώρες της ημέρας. Αυτά τα έργα, τελικά, δεν έγιναν για να κλειστούν σε μουσεία».
Τέτσης, ζωγραφική και Υδρα πάνε μαζί. Οπως και οι συντροφιές. Ο ίδιος μάς έλεγε ότι οι συνδαιτυμόνες του εκτιμούσαν τη μαγειρική του από ευγένεια. Εμείς όμως ξέρουμε ότι ήταν εξαιρετικός μάγειρας. Οι ρεβιθάδες που μαγείρευε με την απλή συνταγή από τον δεύτερο γενέθλιο τόπο του, τη Σίφνο, παραμένουν ανεξίτηλες στη μνήμη όλων όσοι είχαν το προνόμιο να τις γευτούν. Ομως ο ίδιος δεν λησμόνησε ποτέ και τη συνταγή της Υδρας, αλλά και τη γεύση του επίσημου φαγητού της.
«Τα ρεβίθια τα υδραίικα είναι διαφορετικά. Δηλαδή είναι ξεφλουδισμένα. Οχι να τα αγοράσετε ξεφλουδισμένα, αλλά να τα βάλετε στο νερό και να τα τρίψετε για να φύγουν οι φλοίδες οι πολλές. Αυτά βράζονται σε μια χύτρα. Παλιά, τότε που υπήρχανε οι φουφούδες, τα έκαναν σε τσουκάλι πήλινο. Τώρα είναι τα ηλεκτρικά μάτια. Και δεν βάζουνε κρεμμύδι καθόλου οι Υδραίοι. Τα ρεβίθια, το λάδι και στο τέλος λεμόνι. Αλλά λίγο πριν τα βγάλεις από τη φωτιά, ρίχνεις και λίγο μακαρονάκι κοφτό. Αυτή είναι μια άλλη, πιο ελαφριά, εκδοχή του ρεβιθιού. Αλλά το σπουδαίο φαγητό του νησιού μου, το πραγματικά πολύ ωραίο, είναι ο καπαμάς. Εσείς όταν ακούτε καπαμά ο νους σας πάει στο κοκκινιστό. Οχι, σε εμάς δεν είναι αυτό. Ο καπαμάς είναι άσπρος, αβγολέμονο. Παίρνεις το κατσικάκι –λέω πάντα κατσικάκι διότι είναι άπαχο, το αρνί είναι πιο παχύ και μυρίζει -, το κομματιάζεις και τα κομμάτια του τα περνάς από το τηγάνι για να ροδίσουνε στο βούτυρο. Οχι μαργαρίνη και τέτοια. Βούτυρο, βούτυρο. Αλλωστε ο μέγας μάγειρος, ο Γάλλος, ο Πολ Μποκούζ, έλεγε «βούτυρο, περισσότερο βούτυρο». Ηταν το σύνθημά του. Πραγματικά είναι αναντικατάστατο το βούτυρο. Λοιπόν, το περνάς στο τηγάνι με το βούτυρο, και μετά τις πατάτες, σε λογικό μέγεθος, κάπως στρογγυλεμένες. Mετά τα βάζεις και βράζουνε όλα αυτά. Ε, με το ανάλογο νεράκι. Και όταν ετοιμαστεί το φαγητό τού ρίχνεις ένα αβγολέμονο, και αυτό είναι. Μάλιστα, εγώ τελευταία, για μεγαλύτερη σιγουριά, στο αβγολέμονο, για να μην κόψει, βάζω μόνο το ασπράδι».
Μας τα έλεγε όλα αυτά ο σεβαστός δάσκαλος έναν ηλιόλουστο Φεβρουάριο, πριν από μερικά χρόνια, στην τρίτη εστία της ζωής και της τέχνης του, στο ατελιέ του στη Δεινοκράτους, στο Κολωνάκι. Εκεί που ζωντάνεψαν οι θεόρατοι βράχοι της Υδρας αλλά και η λαϊκή αγορά, κάθε εβδομάδα έξω από την πόρτα του.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Ιουνίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ