Σε πρόσφατο σημείωμα με τίτλο «Ο παραλογισμός του αυτονόητου» («BHMAgazino», 4 Ιουνίου 2017), με απασχόλησε η εθνική αδιαφορία μας απέναντι στο φαινόμενο Μαρία Κάλλας, που θαυμάζουμε αλλά δεν τιμούμε. Λίγες ημέρες μετά, τυχαία, βρέθηκα μπροστά σε κάτι διαδικτυακές αναρτήσεις στα ρουμανικά, σχετικές (όπως μπόρεσα να καταλάβω, καθώς δεν μιλάω τη γλώσσα) με μια σπουδαία υψίφωνο που σταδιοδρόμησε πολλά χρόνια πριν από την Κάλλας, τη Χαρικλέα Νταρκλέ (Hariclée Darclée). Με αφορμή την (όχι στρογγυλή) επέτειο των 157 χρόνων από τη γέννησή της (10 Ιουνίου 1860), οι Ρουμάνοι βρήκαν ευκαιρία να επαινέσουν τη σπουδαιότερη λυρική τραγουδίστριά τους, που υπήρξε και η πρώτη «Τόσκα» του Πουτσίνι. Αναρωτιέμαι, όμως, πόσοι όχι μόνο Ρουμάνοι αλλά και Ελληνες, κυρίως Ελληνες, γνωρίζουν πως η Χαρικλέα Νταρκλέ ήταν ελληνικής καταγωγής.
Το θέμα της ελληνικότητας της Νταρκλέ έχει απασχολήσει και την ερευνήτρια της όπερας και του θεάτρου Αύρα Ξεπαπαδάκου στην ομιλία-δημοσίευσή της με τίτλο «Χαρίκλεια Νταρκλέ: Το γαλλικό της ντεμπούτο». Σύμφωνα με την κυρία Ξεπαπαδάκου, στον ελληνικό Τύπο: «Η πρώτη σχετική πληροφορία που ανασύρθηκε από την παρούσα έρευνα ήταν ότι μια ελληνορουμάνα τραγουδίστρια το καλοκαίρι του 1889 είχε ξεσηκώσει το κοινό της Πετρούπολης «διά το κάλλος και την καλλικέλαδον φωνήν αυτής. Η Ελληνίς αύτη εγεννήθη εν Ρουμανία, εκ γονέων Ελλήνων, είναι δε θυγάτηρ του εν Ρουμανία ομογενούς κ. Χαρικλή». Αν και σήμερα θεωρείται Ρουμάνα, τότε «παντού παρουσιάζεται ως Ελληνίς, ομιλούσα και γράφουσα κάλλιστα την ελληνικήν γλώσσαν»».
Η Χαρικλέα Νταρκλέ λοιπόν γεννήθηκε στη Βραΐλα ως Χαρίκλεια Χαρικλέους (Χαρικλή) και ήταν κόρη του πλούσιου κτηματία Ιωάννη (ή Ιωνα) Χαρικλή και της Μαρίας Χαρικλή του γένους των Μαυροκορδάτων. Σύζυγός της ήταν ο αξιωματικός Iorgu Hartulari, το όνομά του οποίου σύμφωνα με την κυρία Ξεπαπαδάκου «δεν ακούγεται και τόσο ρουμάνικο, το πιο πιθανό είναι και ο Γεώργιος Χαρτουλάρης να είναι Ελλην εκ Ρουμανίας». Ελλην ή μη, ο σύζυγος όχι μόνο δεν αντέδρασε στην (επαναστατική εκείνη την εποχή) απόφαση της γυναίκας του να ασχοληθεί επαγγελματικά με το λυρικό τραγούδι αλλά και «παρήτησε το στρατιωτικόν στάδιον, δορυφορών την αιθερίαν αυτού σύζυγον». Κάτι ήξερε, όπως επιβεβαιώνει η πορεία της: η Hariclée D’ Harclée (Χαρίκλεια του Χαρικλή, απ’ όπου και το Darclée) στο ξεκίνημά της συγκινεί μέχρι δακρύων τον Σαρλ Γκουνό και ακολούθως περνά από θρίαμβο σε θρίαμβο, με τον ελληνικό Τύπο να κάνει λόγο για τη «θείαν αοιδόν της Ελλάδος» και να ανακοινώνει ότι «εις την εφετινήν περίοδον του θεάτρου της Σκάλας εν Μιλάνω πρωταγωνιστεί ελληνίς αοιδός, υπό το ψευδώνυμον Δαρκλέ το γένος Χαρέκλη, ανήκουσα εις μίαν των καλλιτέρων οικογενειών της Ρουμανίας και ελληνικωτάτη την καταγωγήν».
Ο Αρτούρο Τοσκανίνι τη διευθύνει στην παγκόσμια πρεμιέρα της «Wally» του Καταλάνι, ο Πιέτρο Μασκάνι την επιλέγει για τις πρεμιέρες των έργων του «I Rantzau» και «Iris» και ο Πουτσίνι την επιβάλλει ως την πρώτη «Τόσκα» του, με τις φήμες να τη θέλουν ερωμένη του συνθέτη. Λέγεται, μάλιστα, πως η ίδια τον έπεισε να προσθέσει στην όπερα το «Vissi d’ arte», που έγινε μια από τις διασημότερες άριες στο ρεπερτόριο της υψιφώνου. Η Νταρκλέ πέθανε στο Βουκουρέστι το 1939. Στην Ελλάδα, ως φαίνεται, δεν τραγούδησε ποτέ, αν και είχαν γίνει προσπάθειες που δεν ευοδώθηκαν λόγω του φορτωμένου προγράμματός της. Εκείνη δεν ήρθε, εμείς δεν μάθαμε ποτέ πως η πρώτη «Τόσκα» ήταν Ελληνίδα!
Χαμένη ψηφίδα, άλλη μια χαμένη ψηφίδα στο μωσαϊκό του ελληνικού πολιτισμού, το όνομά της. Ενός μωσαϊκού φιλοτεχνημένου από τις θολές σήμερα μνήμες των πόλεων και των λιμανιών της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας (σε ένα από αυτά γεννήθηκε η Νταρκλέ) αλλά και της Κωνσταντινούπολης, της Καππαδοκίας, των παραλίων της Μ. Ασίας, του Πόντου, της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας, της Αλεξάνδρειας, της Οδησσού, όλων των περιοχών όπου ο κάποτε ελληνισμός άνθησε. Παιδί μιας Ελλάδας τεράστιας όχι μόνο σε έκταση αλλά σε προσφορά, η Χαρίκλεια Χαρικλέους ανήκει στα ονόματα που κάποια στιγμή πρέπει, και μέσα από την έρευνα, να αποκαταστήσουμε. Επειδή (χιλιοειπωμένο αλλά πάντα επίκαιρο) χάνοντας τη μνήμη μας χάνουμε την ταυτότητά μας. Και ιστορική μνήμη δεν είναι μόνο τα πολεμικά κατορθώματα. Είναι και τα επιτεύγματα των ανθρώπων στις επιστήμες και στις τέχνες. Είναι ο πολιτισμός.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Ιουνίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ