Εν αναμονή του αποτελέσματος των γερμανικών εκλογών του προσεχούς Σεπτεμβρίου, το Βερολίνο, το Παρίσι και οι Βρυξέλλες επεξεργάζονται σχέδια για την επανεκκίνηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης με έμφαση στην άμυνα, στην ασφάλεια και στην ολοκλήρωση της ευρωζώνης, και με ορίζοντα το 2025.
Η εκλογή του Εμανουέλ Μακρόν στην προεδρία της Γαλλίας, η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την ΕΕ, η απειλή του αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού, η αστάθεια στο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ευρώπης και η «αποξένωση» που έχει προκαλέσει στους Ευρωπαίους η ρητορική και η στάση του νέου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ συνιστούν την πεντάδα των αιτιών που τροφοδοτούν αυτή την επιθυμία για βαθιές αλλαγές.
H Λευκή Βίβλος για το Μέλλον της Ευρώπης
Στις Βρυξέλλες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει αποφασίσει να κινηθεί πολιτικά, τόσο με τη Λευκή Βίβλο για το Μέλλον της Ευρώπης όσο και με τα κείμενα προβληματισμού που έχουν ακολουθήσει, ιδιαίτερα αυτά για την Οικονομική και Νομισματική Ενωση και την Ευρωπαϊκή Αμυνα. Παράλληλα, σε πολλά ευρωπαϊκά think tanks διεξάγονται απόρρητες συζητήσεις και διακινούνται ιδέες. Οπως φαίνεται, αυτό που προκρίνεται από τον γαλλογερμανικό άξονα είναι μια μορφή «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων». Στον πυρήνα της ΕΕ άλλωστε, η άποψη που διαμορφώνεται είναι ότι πλέον οι ανισορροπίες δεν περιορίζονται αποκλειστικά στον άξονα Βορρά – Νότου αλλά και στον άξονα Δύσης – Ανατολής, με την προσφυγική κρίση να έχει φέρει στην επιφάνεια σοβαρές πολιτικές διαφορές. Ιδιαίτερα δε σε ό,τι αφορά τις αλλαγές στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης, το δίλημμα που θα κρίνει το μέλλον τους αφορά στην ισορροπία που θα βρεθεί ανάμεσα στις υποχρεώσεις και στη μείωση και στο μοίρασμα του κινδύνου (risk reduction versus risk sharing). Η απάντηση στο δίλημμα αυτό θα είναι καθοριστική για το αν η Γερμανία θα αποδεχθεί αλλαγές που θα σημάνουν ότι πρέπει να επωμισθεί ένα κόστος που μέχρι σήμερα έχει αρνηθεί να σηκώσει.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Αθήνα εμφανίζεται αδύναμη ή ακόμη και απρόθυμη να προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση. Εγκλωβισμένη και απορροφημένη από την οικονομική κρίση, η ελληνική κυβέρνηση αναλίσκεται σε μάχες οπισθοφυλακών. Εχουν διεξαχθεί ελάχιστες συζητήσεις για το Μέλλον της Ευρώπης και σχεδόν η παραμικρή ανάλυση για τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει για την Ελλάδα η προώθηση ενός μοντέλου πολλών ταχυτήτων.
Στο υπουργείο Εξωτερικών πνέει, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, μάλλον ευρωσκεπτικιστικός άνεμος και η έμφαση δίνεται σε άλλα μέτωπα, όπως η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή. Και αν η Αθήνα δεν είναι ακόμη σε θέση να υπερασπισθεί ιδέες σε ό,τι αφορά τη μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ και της ευρωζώνης, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Αμυνας θα μπορούσε, όπως εκτιμούν έμπειροι αναλυτές, να καταθέσει ιδέες που άπτονται τόσο της προστασίας των εξωτερικών συνόρων (αν και προς το παρόν η Αθήνα προτιμά να παίξει με τον αμερικανικό παράγοντα στο πεδίο της ασφάλειας) όσο και κρίσιμων ζητημάτων ασφαλείας π.χ. για τα Βαλκάνια (όπου σύμφωνα με τις μυστικές υπηρεσίες δυτικών χωρών υπάρχουν ενεργά δίκτυα εμπορίας μικρών όπλων και ναρκωτικών, ενώ οι ελληνικές κινήσεις είναι σπασμωδικές) ή για τη Μεσόγειο. Ανάλογη ήταν και η εκτίμηση υψηλόβαθμου ευρωπαίου παράγοντα με τον οποίο συνομίλησε πριν από μερικές ημέρες «Το Βήμα» στην Αθήνα.
Ο «παράγων Μακρόν» και οι σκέψεις του Βερολίνου
Η πανηγυρική είσοδος του Εμανουέλ Μακρόν στο Μέγαρο των Ηλυσίων στις 7 Μαΐου και η εξαιρετικά φιλοευρωπαϊκή και μεταρρυθμιστική του ατζέντα (ιθύνων νους της οποίας είναι ο σύμβουλός του επί ευρωπαϊκών υποθέσεων και ιδρυτής του γνωστού ινστιτούτου Bruegel Ζαν Πιζανί – Φερί) επανέφερε στο προσκήνιο πολλές από τις ιδέες που είχαν αρχίσει να συζητούνται σε κύκλους των Βρυξελλών ήδη κατά την κορύφωση της κρίσης της ευρωζώνης την περίοδο 2011-2012. Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών ή έστω η δημιουργία θέσης υπουργού Οικονομικών της ευρωζώνης, η υιοθέτηση προϋπολογισμού της ευρωζώνης και η μετατροπή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (EMF) ήταν, ως έναν βαθμό, ιδέες που είχε πρωτοδιατυπώσει ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάι. Τότε όμως το Βερολίνο ήταν απολύτως αντίθετο στην προώθησή τους καθώς έκρινε ότι η εγκαθίδρυση κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας προείχαν.
Σήμερα, η κατάσταση φαίνεται ότι είναι κάπως διαφορετική. Ενας άνεμος συγκρατημένης αισιοδοξίας μοιάζει να έχει φυσήξει έπειτα από την ήττα των ευρωσκεπτικιστικών και αντιευρωπαϊκών δυνάμεων σε Ολλανδία και Γαλλία, αλλά και από τη διαφαινόμενη άνετη επικράτηση της Ανγκελα Μέρκελ στη Γερμανία. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ έγραψε στην επιστολή του προς τους ηγέτες της ΕΕ εν όψει της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής ότι η Ευρώπη γυρίζει σελίδα. Η ατμόσφαιρα αυτή είναι αναμφίβολα διαφορετική από αυτή που επικρατούσε από τον Ιούνιο του 2016, όταν οι Βρετανοί ψήφιζαν υπέρ του Brexit, μέχρι και τον περασμένο Μάρτιο, όταν οι περισσότεροι ανησυχούσαν για μία νίκη του Γκερτ Βίλντερς στην Ολλανδία. «Σήμερα, μοιάζει ολοένα και πιο σαφές ότι είναι προτιμότερο να μεταρρυθμίσουμε την ΕΕ παρά να την εγκαταλείψουμε» υπογραμμίζει υψηλόβαθμη κοινοτική πηγή με γνώση των εσωτερικών διεργασιών σε Βρυξέλλες και Βερολίνο.
Πρόσφατα, η Κομισιόν παρουσίασε το Εγγραφο Προβληματισμού της για την ΟΝΕ. Σε αυτό, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και η ομάδα του έχουν σκιαγραφήσει μια διαδικασία δύο σταδίων για τη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης που χωρίζεται σε βραχυπρόθεσμα μέτρα (τα οποία πρέπει να ληφθούν μέχρι το 2019, άρα μέχρι το τέλος της θητείας της παρούσας Επιτροπής) και σε μεσομακροπρόθεσμα μέτρα (που θα εξελιχθούν την πενταετία 2020-2025). Παράλληλα, σκιαγραφούνται τρεις κρίσιμοι τομείς δράσης: η χρηματοπιστωτική ένωση, η οικονομική και δημοσιονομική ένωση και, τέλος, η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ με έμφαση στη δημοκρατική της νομιμοποίηση.
Αναφορικά με μια αρμονικότερη χρηματοπιστωτική ένωση, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να ολοκληρωθεί το ταχύτερο η τραπεζική ένωση και για τον λόγο αυτόν πρέπει να επιτευχθεί πρόοδος σε δύο θέματα: α) στη δημιουργία του Κοινού Ταμείου για την Εκκαθάριση Τραπεζών (SRF) και β) στην υιοθέτηση ενός πανευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης καταθέσεων (EDIS). Παράλληλα, είναι αναγκαία η συμφωνία επί της Ενωσης Κεφαλαιακών Αγορών (CMU). Αν αυτά τα μέτρα ληφθούν, τότε θα μπορούσαν να εξεταστούν μετά το 2019 ιδέες όπως η έκδοση ενός είδους ευρωομολόγου (safe asset), με μία μορφή που θα προσεγγίζει τα ομόλογα που αμερικανικού Δημοσίου –χωρίς φυσικά να καλύπτονται και παλαιότερα χρέη των κρατών.
Οι μεταρρυθμίσεις και τα κονδύλια
Σε ό,τι αφορά δε την οικονομική ένωση, απαιτείται ακόμη καλύτερος συντονισμός των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών και η σύνδεσή του με την αξιοποίηση των διαρθρωτικών και επενδυτικών κονδυλίων. Τούτο θα μπορούσε να σημαίνει ότι χώρες που δεν προωθούν μεταρρυθμίσεις δεν θα έχουν πρόσβαση σε αυτά τα κονδύλια. Παράλληλα, η Επιτροπή επαναφέρει την ιδέα για ένα είδος προϋπολογισμού της ευρωζώνης (euro area fiscal capacity), που όμως δεν θα λειτουργεί ανταγωνιστικά προς τον ESM. Η χρηματοδότηση αυτού του «κουμπαρά» θα μπορεί όμως να προέλθει από τα κεφάλαια του ESM ή εναλλακτικά από τον κοινοτικό προϋπολογισμό ή από εισφορές των κρατών-μελών (π.χ. με βάση το ΑΕΠ ή άλλους δείκτες). Δύο είναι τα πράγματα στα οποία θα μπορούσε να βοηθήσει αυτός ο προϋπολογισμός: πρώτον, στην προστασία των επενδύσεων και, δεύτερον, στη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού συστήματος εγγύησης των επιδομάτων ανεργίας.
Αναμφίβολα όμως το πιο «γοητευτικό» σκέλος των προτάσεων της Κομισιόν αφορά στις μελλοντικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική της ΟΝΕ. Παραμένει άγνωστο πώς αυτές οι αλλαγές μπορούν να πραγματοποιηθούν. Αρκούν οι σημερινές Συνθήκες ή θα χρειαστεί αναθεώρησή τους; Θα επικρατήσει και πάλι η διακυβερνητική μέθοδος όπως στην κορύφωση της κρίσης του ευρώ ή όχι; Η Επιτροπή εκτιμά ότι απαιτείται μία νέα ισορροπία μεταξύ αυτής και του Eurogroup. Εκτιμά ότι το τελευταίο μπορεί να αποκτήσει ένανμόνιμο πρόεδρο, ο οποίος θα συγκεντρώνει στο πρόσωπό του και την ιδιότητα του σημερινού επιτρόπου με αρμοδιότητα τις οικονομικές υποθέσεις. Τούτο ίσως αποτελούσε βάση για ένα μελλοντικό υπουργείο Οικονομικών της ευρωζώνης με σαφή αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ενώ το «διαμάντι του στέμματος» θα ήταν η μετατροπή του ESM σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Υψηλόβαθμη κοινοτική πηγή σημείωνε πρόσφατα ότι με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο
«δεν ξέρω αν θα ήθελα να εξαρτώμαι, σε μία μελλοντική κρίση, από το ΔΝΤ».
Οι ισορροπίες στον γαλλογερμανικό άξοναΗ ιστορική στήλη του Βήματος στο inbox σου
Γίνε μέλος του καθημερινού newsletter που αποκαλύπτει όσα συμβαίνουν στο πολιτικό παρασκήνιο και απόκτησε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο. Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποια θα είναι η τελική στάση του Βερολίνου απέναντι στις σκέψεις για μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Θα υπάρξει συντονισμός του γαλλογερμανικού άξονα; Το 2012, η Ανγκελα Μέρκελ δεν ενέδωσε στα αιτήματα του μάλλον ράθυμου Φρανσουά Ολάντ. Σήμερα, τόσο κατά την πρώτη επίσκεψη του προέδρου Μακρόν στο Βερολίνο στις 15 Μαΐου όσο και σε πρόσφατες δηλώσεις της με τις οποίες εμφανίστηκε ανοιχτή στις ιδέες του ακόμη και για έναν προϋπολογισμό της ευρωζώνης, η καγκελάριος μοιάζει να είναι ανοιχτή σε τέτοιου είδους βήματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο συντονισμός του γαλλογερμανικού άξονα θα είναι κομβικός. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι δύο χώρες θα επιδιώξουν τη σύνταξη συγκεκριμένων προτάσεων τόσο για την ευρωζώνη όσο και για την άμυνα/ασφάλεια κατά τη συνεδρίαση του γαλλογερμανικού υπουργικού συμβουλίου περί τα μέσα Ιουλίου. Αυτό συμφωνήθηκε ήδη από την πρώτη συνάντηση των υπουργών Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και Μπρουνό Λεμέρ (θεωρείται φιλικά διακείμενος προς το Βερολίνο). Ο δρόμος όμως δεν θα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.
Η γερμανική πολιτική και οικονομική ελίτ είναι προφανώς ικανοποιημένη που θα συνομιλεί πλέον με τον Μακρόν και όχι με τη Μαρίν Λεπέν, αλλά εξακολουθεί να έχει επιφυλάξεις για τη διακηρυγμένη πρόθεσή του να κινηθεί δυναμικά για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές οι επιφυλάξεις είναι περισσότερες στους κόλπους των συντηρητικών κομμάτων, τόσο στο CDU των Μέρκελ – Σόιμπλε όσο και στους Βαυαρούς του CSU αλλά και στο FDP. Επιπλέον, μερίδα του γερμανικού Τύπου, όπως η εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine» αλλά, προς έκπληξη αρκετών, και το περιοδικό «Der Spiegel» εκφράζουν ανάλογες ανησυχίες. Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής πάντως, οι Μέρκελ και Μακρόν είπαν ότι οι χώρες τους θα παρουσιάσουν κοινές ιδέες για το μέλλον της ΕΕ εντός του προσεχούς τριμήνου.
Αντίθετα στους κόλπους του SPD και στο υπουργείο Εξωτερικών όπου σήμερα προΐσταται ο
Ζίγκμαρ Γκάμπριελ το κλίμα είναι πολύ φιλικότερο. Μάλιστα, σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών προτείνουν ακόμη και μια νέα γαλλογερμανική συνθήκη στο πρότυπα της Συμφωνίας των Ηλυσίων του 1963 που θεωρείται ο «καταστατικός χάρτης» του γαλλογερμανικού άξονα. Το κρίσιμο σημείο είναι αν ο Μακρόν θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί το διάστημα μέχρι τις γερμανικές εκλογές ώστε να πείσει, με συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις, το Βερολίνο ότι είναι διατεθειμένος να λάβει τις δύσκολες αποφάσεις που οι προκάτοχοί του δεν τόλμησαν και έτσι να παρακινήσει τη Γερμανία τόσο να ανοιχτεί σε αλλαγές στην ευρωζώνη όσο και να αποφασίσει να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη στην ΕΕ. Στο Παρίσι, τόσο στο Μπερσί (υπουργείο Οικονομικών) όσο και στο Κε ντ’ Ορσέ (υπουργείο Εξωτερικών) φαίνεται ότι συμμερίζονται την άποψη Μακρόν ότι οι αναιμικές οικονομικές επιδόσεις της Γαλλίας τα τελευταία 5-10 χρόνια έχουν οδηγήσει στην υποχώρησή της στους συσχετισμούς ισχύος της ΕΕ των «28».
Η ισχύς εν τη ενώσεικαι ο απρόβλεπτος ΤραμπΓια πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια αρκετοί αναλυτές, όπως ο έμπειρος Νικ Γουίτνι του European Council on Foreign Relations (ECFR), μιλούν για «ευθυγραμμισμό των αστέρων» για ανάληψη ουσιαστικών πρωτοβουλιών στον τομέα της εξωτερικής άμυνας και της εσωτερικής ασφάλειας. Ο γαλλογερμανικός άξονας είναι και πάλι αυτός που κινεί τα νήματα ενώ παράλληλα η έκδοση της Παγκόσμιας Στρατηγικής από τη Φεντερίκα Μογκερίνι έβαλε το θεμέλιο για την ανάπτυξη μιας «στρατηγικής κουλτούρας» σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Στους διαδρόμους των Βρυξελλών –και όχι μόνο –ελάχιστοι είναι αυτοί που κρύβουν ότι ένας από τους βασικότερους λόγους που έχουν παρακινήσει πολλούς ευρωπαίους ηγέτες να αποφασίσουν να κινηθούν δυναμικότερα στον τομέα της άμυνας είναι η απορριπτική στάση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης υπό τον Ντόναλντ Τραμπ για το ΝΑΤΟ και για την ευρωπαϊκή ασφάλεια. Η επιλογή Τραμπ να μην αναφερθεί στη ρήτρα συλλογικής άμυνας (το περίφημο Αρθρο 5) της Συμμαχίας κατά την πρόσφατη συνάντηση-παρωδία των ηγετών του ΝΑΤΟ τον Μάιο στις Βρυξέλλες ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οδήγησε δε ακόμη και τη συνήθως συγκρατημένη Ανγκελα Μέρκελ να παραδεχθεί ότι η εποχή που η Ευρώπη εξαρτάτο πλήρως από άλλους (δηλαδή τις ΗΠΑ) για την ασφάλειά της έχει μάλλον τελειώσει.
Πέραν του απρόβλεπτου αμερικανού προέδρου όμως, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες. Το περιβάλλον ασφαλείας της ΕΕ, τόσο προς Νότο όσο και προς Ανατολάς, χειροτερεύει διαρκώς από το 2014 και μετά. Επιπλέον, το Brexit αφαιρεί τους «ενοχλητικούς» Βρετανούς που συνήθιζαν να εμποδίζουν κάθε πρωτοβουλία στον τομέα της άμυνας. Η δε προσφυγική κρίση κατέστησε ξεκάθαρο ότι τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ ήταν διάτρητα και ανέδειξε τη σημασία μιας Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής – Ακτοφυλακής, ενώ το μπαράζ τρομοκρατικών επιθέσεων έχει κινητοποιήσει τα αντανακλαστικά για ενίσχυση της εσωτερικής ασφάλειας και της ανταλλαγής πληροφοριών.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Κομισιόν εξέδωσε Εγγραφο Προβληματισμού για την άμυνα στο οποίο περιγράφει τρία σενάρια για το μέλλον. Το πρώτο αφορά σε ένα χαλαρό και «εθελοντικό» μοντέλο συνεργασίας, κυρίως κατά περίπτωση. Το δεύτερο αφορά σε μια «συμμετοχική» (shared) ασφάλεια και άμυνα, με αυξημένη ικανότητα προβολής ισχύος, στενότερη συνεργασία ΕΕ – ΝΑΤΟ κ.ά. Τέλος, το σενάριο μιας Ενωσης Αμυνας και Ασφάλειας που θα περιλαμβάνει ακόμη και μόνιμες κοινά στρατιωτικές δυνάμεις αποτελεί την υψίστη και μάλλον ανέφικτη φιλοδοξία.
Προς το παρόν, αυτό που προκρίνεται, στο πλαίσιο και της ιδέας για μία «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων», είναι αυτό της προώθησης της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) ώστε όσα κράτη-μέλη επιθυμούν να προχωρήσουν ταχύτερα από τα υπόλοιπα. Η σύσταση ενός μικρού στρατιωτικού αρχηγείου και η αναζωογόνηση των battlegroups θα αποτελέσουν τα πρώτα βήματα. Την ίδια στιγμή και με σκοπό τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας και την αύξηση της διαλειτουργικότητας, η Κομισιόν προωθεί πλέον δυναμικά το Σχέδιο Δράσης για την Ευρωπαϊκή Αμυνα (European Defense Action Plan) και τη δημιουργία Ευρωπαϊκού Αμυντικού Ταμείου (European Defense Fund) για την τόνωση των επενδύσεων, την ανάπτυξη κοινών σχεδίων σε συγκεκριμένα συστήματα (π.χ. μεταφορικά αεροσκάφη ή και drones) και την ανάπτυξης της έρευνας και τεχνολογίας στον αμυντικό τομέα αλλά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Για την προμήθεια στρατιωτικού υλικού, η Κομισιόν εκτιμά ότι μπορούν ετησίως να μοχλευθούν ως και 5 δισεκατομμύρια ευρώ σε κοινά projects.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ