Οι διαδοχικές 25 μειώσεις, που συρρίκνωσαν κατά 45% το επίπεδο των συντάξεων (κύριων και επικουρικών) στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 2010-2017, αφαίρεσαν από το εισόδημα των συνταξιούχων τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ και συνδέονται περισσότερο με την εξυπηρέτηση του χρέους και τα πρωτογενή πλεονάσματα παρά με την αναγκαία ανασύσταση του αποθεματικού κεφαλαίου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Το αδιέξοδο αυτό που συντελείται στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί εσωτερική αντίφαση «του προγράμματος διάσωσης» των δανειστών στην Ελλάδα, με την έννοια της εξυγίανσης (περικοπές) του υποσυστήματος (κοινωνική προστασία) ως προϋπόθεσης του δημοσιονομικού εξορθολογισμού, καθώς και της ανάκαμψης της οικονομίας. Ετσι, με αφετηρία αυτή τη θεμελιώδη αντίφαση, οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010, στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, καθόρισαν (με τι κριτήρια άραγε;) ότι ο δείκτης «δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ» δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το επίπεδο του 16% του ΑΕΠ ως το 2060.
Στην Ελλάδα το 2009 ο δείκτης αυτός ήταν 13,5% του ΑΕΠ και καθορίστηκαν ως ανώτερο περιθώριο αύξησής του οι 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, προκειμένου να προκύπτει αθροιστικά ως ανώτερο επίπεδο των δαπανών συντάξεων προς ΑΕΠ το 16% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα το επίπεδο των συντάξεων να μεταβάλλεται ανάλογα με το επίπεδο του δείκτη «δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ». Επομένως, το ζητούμενο είναι εάν το επίπεδο της συνταξιοδοτικής δαπάνης (αριθμητής) θα διαμορφώνεται, όπως μέχρι σήμερα, με περικοπές των συντάξεων ή με ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και αύξηση του ΑΕΠ (παρανομαστής).
Στην κατεύθυνση αυτή, οι δανειστές και οι ελληνικές κυβερνήσεις και με δεδομένο τις λανθασμένες μακρο-οικονομικές προβλέψεις τους δημιούργησαν, κατά την περίοδο 2010-2017, συνθήκες κατάρρευσης του ΑΕΠ από 237,1 δισ. ευρώ το 2009 σε 175,5 δισ. ευρώ το 2016 (-26,1%), παρατεταμένου υψηλού επίπεδου της ανεργίας και αύξηση του αριθμού των συνταξιοδοτήσεων που προκάλεσαν οι πολιτικές των περικοπών και της ύφεσης, με αποτέλεσμα ο δείκτης «δαπάνες συντάξεων προς ΑΕΠ» από 13,5% του ΑΕΠ το 2009 να αυξηθεί στο 17,1% του ΑΕΠ το 2015, λόγω κυρίως της ραγδαίας μείωσης του ΑΕΠ στη χώρα μας κατά την περίοδο 2010-2016.
Πιο συγκεκριμένα, μελετώντας και αναλύοντας ποσοτικά τα στατιστικά στοιχεία του συστήματος ΗΛΙΟΣ (από το 2013 μέχρι τον Μάιο 2017) και χρησιμοποιώντας μοντέλα μακροοικονομικών και αναλογιστικών προβολών, παρατηρούμε ότι η εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριας και επικουρικής σύνταξης) από 17,1% του ΑΕΠ το 2016 (30,2 δισ. ευρώ συνταξιοδοτικές δαπάνες και 176 δισ. ευρώ ΑΕΠ), σε 16% του ΑΕΠ το 2019 (31,8 δισ. ευρώ συνταξιοδοτικές δαπάνες και 198 δισ. ευρώ ΑΕΠ), προϋποθέτει μια μέση ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 4%. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση που δεν επαληθευτεί η πρόβλεψη αυτή, τότε από το 2018 και μετά θα λειτουργήσει ο «κόφτης» των δαπανών των συντάξεων, προκειμένου να διατηρηθεί το ανώτερο επίπεδο του δείκτη δαπανών συντάξεων προς ΑΕΠ στο 16% του ΑΕΠ, γεγονός που αναδεικνύει ότι το αδιέξοδο των συνεχών μειώσεων των συντάξεων, εφόσον ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ δεν θα είναι 4%, θα παραταθεί και κατά τη δεκαετία του 2020.
Είναι προφανές ότι το εύρημα αυτό αποδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο την αναγκαιότητα εναλλακτικής, από τις επιλογές της σχολής του Σικάγου, επανεξέτασης και επανασχεδιασμού της αναπτυξιακής και οικονομικής πολιτικής (μείζον), όσο και του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (έλασσον), προκειμένου να αποφευχθούν οι μειώσεις της συνταξιοδοτικής δαπάνης από το 2018 και μετά. Παράλληλα, ακόμη και εάν η Ελλάδα δεχθεί τη διατήρηση του επιπέδου των δαπανών συντάξεων προς ΑΕΠ στο επίπεδο του 16%, κατά την περίοδο 2016-2035, τότε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί με την παραδοχή της μέσης ετήσιας αύξησης του ΑΕΠ, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, τουλάχιστον κατά 1,5%. Από την άποψη αυτή, αναδεικνύονται με τον πιο σαφή τρόπο η αναγκαιότητα αλλά και η δυνατότητα ανακοπής του αδιεξόδου των συνεχών μειώσεων των συντάξεων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το επίπεδο των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν μπορεί να είναι υψηλότερο του μακροχρόνιου ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ και η αναδιάρθρωση του χρέους επιβάλλεται να είναι αξιοσημείωτη.
Παράλληλα αναδεικνύεται η αναγκαιότητα μη υλοποίησης των περαιτέρω μειώσεων, όπως αυτές προβλέπονται από τους Ν. 4387/2016 και Ν. 4472/2017 και η λήψη σύγχρονων και τεκμηριωμένων, μακροοικονομικά και αναλογιστικά, μέτρων κοινωνικο-ασφαλιστικής πολιτικής που απομακρύνονται εντελώς από τις συνεχείς μειώσεις των συντάξεων και τις αυξήσεις των εισφορών και απαντούν στα διαρθρωτικά προβλήματα και τις νέες προκλήσεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας. Σε διαφορετική περίπτωση, οι συνεχείς μειώσεις των συντάξεων θα αποτελέσουν το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, χωρίς, όπως μέχρι σήμερα αποδεικνύεται, να επιλύονται ουσιαστικά τα κοινωνικά και οικονομικά του προβλήματα, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού πληθυσμού της χώρας μας.
Ο κ. Σάββας Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο κ. Βασίλης Μπέτσης υποψήφιος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ