Τι κοινό έχει άραγε ο Μότσαρτ με μια ομάδα χορευτών breakdance; Πολλά και διάφορα σύμφωνα με τον Κρίστοφ Χάγκελ. Πολυπράγμων ο ίδιος –διευθυντής ορχήστρας, σκηνοθέτης, παραγωγός –κάποια στιγμή συνάντησε τους DDC (Dancefloor Destruction Crew) και αμέσως «συνέλαβε» το σόου που ήθελε να δημιουργήσει μαζί τους, βασισμένο στη μουσική του αγαπημένου του συνθέτη. Ετσι γεννήθηκε το «Breakin’ Mozart», ένα εντυπωσιακό και ανατρεπτικό ταυτόχρονα θέαμα σύγχρονου χορού, που έρχεται στην «Τεχνόπολη» του Δήμου Αθηναίων στις 29/6 και την επόμενη ημέρα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Προτού παρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό, το σόου έχει διαγράψει εξαιρετική πορεία διεθνώς η οποία αποτυπώνεται σε αριθμούς: Εκατό sold out παραστάσεις στο Βερολίνο με 100.000 θεατές και αμέτρητες εμφανίσεις σε όλη την Ευρώπη τα τελευταία τέσσερα χρόνια.
Οι DDC έχουν καταγραφεί ως μια από τις καλύτερες ομάδας breakdance διεθνώς. Πρωταθλητές Γερμανίας και Ευρώπης, έχουν παράλληλα στεφθεί παγκόσμιοι πρωταθλητές δύο φορές ως σήμερα. Εμφανίζονται τακτικά στο επιτυχημένο σαββατιάτικο τηλεοπτικό σόου του καναλιού ARD με τη νέα τους παράσταση «Breakdance με δερμάτινα παντελόνια» και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα έχουν καταφέρει να κερδίσουν κοινό εκατομμυρίων ανθρώπων. Στο «Breakin’ Mozart» συνδυάζουν μουσική, χορό και ακροβατικά σε πολύ υψηλό επίπεδο. Τα έργα του συνθέτη ακούγονται πρωτότυπα, παιγμένα «ζωντανά» στο πιάνο από τη Naoko Fukumoto και με τη σύμπραξη της σοπράνο Darlene Ann Dobish αλλά και σε ορχηστρικές εκδοχές, με hip hop διασκευές και techno beats.
Δύο κόσμοι διασταυρώνονται
«Ισως το μεγαλύτερο προτέρημα του «Breakin’ Mozart» είναι ότι το κοινό πολύ σύντομα ξεχνά ότι εν προκειμένω συναντώνται δύο διαφορετικοί κόσμοι» γράφει ο γερμανικός Τύπος. «Η μουσική και ο χορός συνδυάζονται μεταξύ τους από την αρχή σε μια ευτυχή και φυσική ένωση. Οι ήχοι και οι ρυθμοί «ενσωματώνονται» στα σώματα των χορευτών με τρόπο εντυπωσιακό και λαμπερό. Το χαρούμενο αποτέλεσμα δεν «ξεφτίζει» λεπτό, διαρκεί ως το τέλος της παράστασης. Η εισαγωγή των «Γάμων του Φίγκαρο» και της «Συμφωνίας του Διός» μετατρέπονται σε σωματικά καλειδοσκόπια, υπέροχα στο βλέμμα, τα οποία λειτουργούν, ταυτόχρονα, ως «εργαλεία» μουσικής ανάλυσης. Το θέμα στη μουσική του Μότσαρτ περιέχει πάντα τη ζωή όπως πραγματικά είναι. Η αναζήτηση της ευτυχίας, η λαχτάρα της αγάπης, η θλίψη της απώλειας… Και η γνήσια χαρά τού να υπάρχεις απλώς. Οι DDC κατανόησαν πλήρως όλα αυτά και από κοινού με τον Κρίστοφ Χάγκελ δημιούργησαν ένα έργο διαρκούς αξίας».
H επιδίωξη του 58χρονου Κρίστοφ Χάγκελ είναι να φέρει τη λεγόμενη κλασική μουσική κοντά στο κοινό του αύριο. Ορισμένοι θεωρούν ότι αποτελεί κατηγορία από μόνος του αφού εδώ και χρόνια εφευρίσκει νέες πλατφόρμες καλλιτεχνικής έκφρασης με επιτυχία. Από τους πλέον επιδραστικούς ανεξάρτητους παραγωγούς όπερας, παρουσίασε τον «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ στο Εργοστάσιο Εργων Ηλεκτρισμού στο Βερολίνο (Ewerk), τον «Μαγικό Αυλό» στο Μετρό, το «Ορφέας και Ευρυδίκη» στο Μουσείο Bode, το σκηνοθετημένο «Ορατόριο των Χριστουγέννων» και τα «Κατά Ιωάννη Πάθη» του Μπαχ, σε χορευτική εκδοχή, στον Καθεδρικό του Βερολίνου.
Ο ίδιος διαθέτει ένα απόλυτα «στέρεο» μουσικό υπόβαθρο. Σπούδασε κοντά σε μαέστρους όπως μεταξύ άλλων ο Λέοναρντ Μπερνστάιν και ο Σέρτζιου Τσελιμπιντάκε ενώ έχει διευθύνει μουσική του Σένμπεργκ, του Βέμπερν και του Μπουλέζ σε διεθνή μουσικά φεστιβάλ. Εχει επίσης δημιουργήσει καινούργια μιούζικαλ για παιδιά, λιμπρέτα για νέες όπερες και έχει παράλληλα συνεργαστεί με νοτιοαμερικανικές ορχήστρες στην παρουσίαση συμφωνιών της κλασικής και της ρομαντικής περιόδου.
«Η μουσική είναι επικοινωνία. Οι μουσικοί επικοινωνούν μεταξύ τους, ο μαέστρος επικοινωνεί με τα μέλη της ορχήστρας. Από κοινού, επικοινωνούν με το κοινό. Ο μαέστρος αντιδρά σε κάθε παρόρμηση της ορχήστρας με μια δική του παρόρμηση. Ο σκοπός του είναι να αντιδράσει καλά σε κάθε στιγμή της μουσικής. Ο σκηνοθέτης δεν διαφέρει στη δράση του. Αντιδρά στους ηθοποιούς. Η μουσική και το θέατρο ανήκουν στη μεγάλη σχολή του κοινωνικού διαλόγου» σημειώνει ο Κρίστοφ Χάγκελ.
Μπαχ, Μπετόβεν και Βάγκνερ
Η αγάπη για τον Μότσαρτ επανέρχεται σταθερά στον λόγο του Χάγκελ. Θεωρεί πως ο συνθέτης εξακολουθεί να συγκινεί βαθιά το λεγόμενο ευρύ κοινό και το «Breakin’ Mozart» είναι η απόλυτη απόδειξη. Μέσα από αυτό, ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει το πόσο εκρηκτική μπορεί να είναι η συνάντηση του κλασικού με το σύγχρονο. Είναι ένας ακόμη τρόπος να εξερευνήσει κανείς, ακόμη περισσότερο, τον ανεξάντλητο κόσμο του Μότσαρτ. Αλλωστε, η συνύπαρξη της κλασικής κληρονομιάς με την κουλτούρα της νέας γενιάς ήταν η σταθερή επιδίωξη του Χάγκελ από την πρώτη κιόλας σκηνοθεσία του συγκεκριμένου κύκλου παραστάσεων, που ξεκίνησε με το «Flying Bach» για το οποίο απέσπασε το επίζηλο βραβείο Echo το 2010 και συνεχίστηκε με το «Breakin’ Mozart» (2013), το «Beethoven! The Next Level» (2016) και το «Fuck You Wagner» (2016).
Το πρώτο έργο της σειράς κατόρθωσε να δημιουργήσει τεράστια αίσθηση αφού μετά την πρεμιέρα του στη Νέα Εθνική Πινακοθήκη του Βερολίνου παρουσιάστηκε σε ολόκληρο, σχεδόν, τον κόσμο προκαλώντας παραλήρημα σε κοινό και μέσα μαζικής ενημέρωσης. Από κοινού με την ομάδα breakdance Flying Steps –κάτοχο, επίσης, παγκοσμίου πρωταθλήματος –οπτικοποίησε και αναβίωσε το «Καλώς Συγκερασμένο Κλειδοκύμβαλο» του Μπαχ σ’ ένα δημιουργικό υπερθέαμα που συνδύασε την κλασική μουσική με τον αστικό πολιτισμό. Πώς άρχισαν, όμως, όλα αυτά;
«Είδα τους χορευτές σε ένα σόου πριν από μερικά χρόνια και εντυπωσιάστηκα πραγματικά. Υστερα τους συνάντησα και συμφωνήσαμε να φτιάξουμε ένα θέαμα που θα συνδυάζει το breakdance με την κλασική μουσική. Μερικές εβδομάδες αργότερα, έχοντας μελετήσει τις διαφορετικές δυνατότητες του breakdance, πρότεινα τον Μπαχ λόγω της οξύτητας, της φρεσκάδας και της ηρεμίας που αποπνέουν τα πρελούδια και οι φούγκες του. Στην πραγματικότητα, αυτό που ήθελα ήταν να συνεργαστώ με τους χορευτές. Αυτό ήταν όλο…» δήλωνε ο Χάγκελ, με αφορμή έναν ακόμη «σταθμό» της παρουσίασης του έργου.
Ο ίδιος έχει παραδεχθεί πως στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει αντισυμβατικά τα διάσημα έργα του ρεπερτορίου έχει πλεονεκτήματα αλλά και προβλήματα. Από τη μια βγαίνει κανείς από τον «στενό» οπερατικό κύκλο και απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό, από την άλλη υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες σε ό,τι αφορά την ακουστική και όχι μόνο. Ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί ένα ενδιαφέρον πείραμα και αυτό αποδεικνύεται με κάθε νέο εγχείρημα. Στο πλαίσιο αυτό, τα σχέδια για το μέλλον κάθε άλλο παρά λείπουν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ