Ίσως το όνομά του να παραπέμπει στο μαύρο πρόβατο, αλλά με το κοτόπουλο αυτού του χρώματος συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Πρόκειται για ένα σπάνιο είδος πουλερικού που απαντάται σε χώρες της Ανατολής, όπως η Κίνα και η Ιαπωνία και ονομάζεται Silkie, λόγω του πολύ απαλού τους-σαν μετάξι-φτερώματος. Η βασική του διαφορά με τα κοινά κοτόπουλα είναι, όπως υποδηλώνει και το όνομά του, το μαύρο χρώμα του, το οποίο δεν περιορίζεται μόνο στο δέρμα και στα πούπουλα αλλά και σε όλα τα εσωτερικά όργανα, το κρέας, το ράμφος και τα οστά, αποτέλεσμα μιας αβλαβούς γενετικής που προκαλεί τη διαρροή επιπλέον μελανίνης μέσα στον ιστό του πουλιού.
Όπως είναι αναμενόμενο, πολλοί διατροφικοί μύθοι υπάρχουν γύρω από το όνομά του. Αποκαλείται «Lamborghini των πουλερικών» και οι Κινέζες το καταναλώνουν μετά τη γέννα για να ανακτήσουν τη χαμένη τους ενέργεια, ενώ θεωρείται ότι κάνει καλό στο αίμα, τα πνευμόνια και το στομάχι. Ωστόσο τίποτα από αυτά δεν επαληθεύεται επιστημονικά. Όπως αναφέρει η διαιτολόγος – διατροφολόγος Βικτωρία Κονά, η θρεπτική του αξία είναι περίπου ίδια με του λευκού κοτόπουλου. «Το κρέας του παρέχει την ίδια ποσότητα πρωτεϊνών και απαραίτητων αμινοξέων, ωστόσο είναι χαμηλότερο σε λίπος. Υπάρχουν όμως στοιχεία που το αναδεικνύουν σε μία από τις καλύτερες πηγές καρνοσίνης, ενός πολύτιμου διπεπτιδίου που αποτελείται από τα αμινοξέα β-αλανίνη και ιστιδίνη. Η καρνοσίνη προάγει την ανάπλαση και την ανάπτυξη των μυών, ιδιαίτερα σε άτομα που γυμνάζονται, έχει αντιοξειδωτικές ιδιότητες, όπως η μείωση των ελεύθερων ριζών και η προστασία των κυτταρικών μεμβρανών».
Στην Ελλάδα, μαύρα κοτόπουλα εκτρέφει η εταιρεία Νιτσιάκος. Η διάρκεια εκτροφής τους υπερβαίνει τις 90 ηµέρες και το ειδικά διαµορφωµένο σιτηρέσιο, µε το οποίο τρέφονται, είναι 100% φυτικής προέλευσης και αυξηµένο σε κυτταρίνες, σύμφωνα με την εµπορική διευθύντρια της εταιρείας, Μαριλένα Νιτσιάκου. Λόγω αυτών των ιδιαίτερων συνθηκών η κυρία Νιτσιάκου σημειώνει πως τα κοτόπουλα της εταιρείας τους έχουν «αυξηµένη πρωτεΐνη, λιγότερο νερό, λιγότερα λιπίδια, καλά επίπεδα σε ανόργανα άλατα, καθώς και υψηλή περιεκτικότητα σε κάλιο και φώσφορο, γεγονός που το καθιστά ιδανικό και για την παιδική διατροφή».