Μετά από σειρά μαζικών δολοφονικών τρομοκρατικών επιθέσεων από τον ISIS σε ευρωπαϊκό έδαφος εδώ και πολύ καιρό, καθώς και μετά από μία επί της ουσίας αποσπασματική και αποτυχημένη διαχείριση του μεταναστευτικού, η Ε.Ε. προχωρά σήμερα σε σύνοδο κορυφής στην οποία τα δύο αυτά μείζονα ζητήματα κυριαρχούν στην ατζέντα.
Ένα ακόμα ζήτημα, που δεν διατυπώνεται φυσικά ακριβώς όπως στην πραγματικότητα είναι, αφορά στην αμυντική συγκρότηση της Ενωσης – ζήτημα που η Ευρώπη σύρθηκε επιτέλους να αντιμετωπίσει μετά την ανάληψη της εξουσίας στις ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, κάτι που, όσο κι αν δεν της αρέσει, του το χρωστάει…
Όλα τα παραπάνω αποτελούν τους άξονες στους οποίους, θέλει δεν θέλει, οφείλει να βαδίσει πλέον η Ευρώπη, αν επιθυμεί να επιβιώσει ως τέτοια. Επί πολύ καιρό κάνει ότι δεν βλέπει αυτά τα προβλήματα και επιμένει να μονοπωλεί τις δραστηριότητές της με το να τρώει τις σάρκες της. Τώρα, όμως, δεν έχει πλέον άλλα περιθώρια. Ή κάνει ουσιαστικά βήματα μπροστά, ή, αδυνατώντας να δώσει λύσεις, αρχίζει να ξεφτίζει.
Ο λόγος που όλα αυτά δεν έχουν μέχρι στιγμής τύχει ουσιώδους αντιμετώπισης είναι πολύ συγκεκριμένος: οφείλεται στην παρατεταμένη κρίση ταυτότητας που περνά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα καθώς και στις εσωτερικές φιλοδοξίες ισχύος που ουδείς επισήμως τις ομολογεί αλλά κυριάρχησαν τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην περίοδο της κρίσης, με κύριο φυσικά κέντρο το Βερολίνο το οποίο επικέντρωσε ολόκληρη την Ενωση περίπου αποκλειστικά στα ζητήματα δικού του ενδιαφέροντος και προνομιακής θέσης.
Λόγοι τέτοιας φύσης έχουν οδηγήσει την Ευρώπη του 2017 να μην ξέρει στην πραγματικότητα ούτε τι είναι, ούτε, το κυριότερο, τι θέλει να γίνει. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι αν δεν απαντήσει επιτέλους αληθινά στα υπαρξιακά της ερωτήματα δεν θα αντέξει στις προκλήσεις που έχει μέσα της, μπροστά της, δίπλα της.
Για να το κάνει πρέπει πρώτα να ξεφύγει από το επίπεδο της de facto ηγεμονίας μιας χώρας και να οργανώσει το μέλλον πιο τίμια και ισότιμα από ότι σήμερα. Βαθύτερη και πληρέστερη ένωση δεν μπορεί και δεν πρόκειται να επιτευχθεί αν πρώτα δεν φύγει από τη μέση ο κυρίαρχος ηγεμονισμός του ενός ισχυρού επί των πολλών άλλων. Και τα δύο μαζί δεν πάνε.
Τα ερωτήματα είναι συνεπώς δύο: το πρώτο είναι αν θα το πει επιτέλους κανείς αυτό στους Γερμανούς. Και, το δεύτερο, είναι αν εκείνοι θα το κατανοήσουν. Η εμπειρία δείχνει, δυστυχώς, ότι δύσκολα θα μπορούσε να συμβεί και το ένα και το άλλο.
Η μόνη ελπίδα για να διαψευστεί αυτή η εμπειρία έρχεται από τη Γαλλία. Τη μοναδική χώρα της Ε.Ε. η οποία είναι σε θέση να επιβάλλει έναν συνολικό πλην απολύτως απαραίτητο επανακαθορισμό της ευρωπαϊκής πλεύσης.
Ο νέος πρόεδρός της έχει την εξουσία, την ισχύ αλλά, όπως όλα δείχνουν και τη βούληση να προκαλέσει αυτή την αλλαγή πορείας, κάτι που η Γαλλία έως τώρα δεν έχει επιχειρήσει. Και όσο πιο γρήγορα φέρει την Ε.Ε. μπροστά σε αυτό το ερώτημα, τόσο το καλύτερο για όλους.
Εκεί, φυσικά, θα φανεί ξεκάθαρα ότι το Βερολίνο ξέρει πολύ καλά τι θέλει. Αλλά θα φανεί και ότι αυτό δεν οδηγεί πουθενά…