«Μη μιλάς, μη γελάς, κινδυνεύει η Ελλάς»: Οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου απέκτησαν τις προάλλες νέα επικαιρότητα. Ο λόγος γι αυτό ήταν η απαίτηση της Νέας Δημοκρατίας να απολυθεί η Κατερίνα Ακριβοπούλου από την ΕΡΤ επειδή δημοσίευσε στο Facebook μια καρικατούρα του Κυριάκου Μητσοτάκη να ζητιανεύει στο πεζοδρόμιο για εκλογές. Ο πρόεδρος του κόμματος έχει ανακηρυχθεί προφανώς από τους επιτελείς του σε τοτέμ, ιερό τέρας – εν ζωή. Γι αυτό και ερμηνεύουν την προσβολή του, δηλαδή την γελοιοποίηση του βασικού σλόγκαν του (Εκλογές!), ως έγκλημα καθοσίωσης. Η εγκληματίας πρέπει λοιπόν να πληρώσει γι αυτό και επαγγελματικά, με την απόλυσή της από ένα δημόσιο μέσο, την ΕΡΤ (στην οποία η κ.Ακριβοπούλου διευθύνει μια εκπομπή), παρόλο που αυτό δεν έχει καμιά σχέση με το ιδιωτικό Facebook.
Η αντίδραση των φιλελεύθερων μέσων ενημέρωσης ήταν υποτυπώδης. Ακόμα και το Protagon, που ανήκει στους στυλοβάτες της ελευθεροτυπίας, έσπευσε να της συστήσει περισσότερη αυτοσυγκράτηση στο μέλλον. Η ιδιωτική της άποψη, έγραψε, έχει και πολιτικές επιπτώσεις, επειδή και η ίδια είναι δημόσιο πρόσωπο (1). Επομένως, συμπεραίνει, πρέπει να κάνει «μόκο» – δηλαδή αυτολογοκρισία.
Μια προσεχτικότερη ματιά ωστόσο δείχνει, ότι ο παραλογισμός των ιθυνόντων της Νέας Δημοκρατίας έχει βαθύτερη λογική. Κι αυτό επειδή με τη δημοσίευση της γελοιογραφίας η γνωστή δημοσιογράφος έσπασε ένα ταμπού: εκείνο της τελετουργικής παρουσίασης της πολιτικής. Η τελετουργία, ως γνωστό, στηρίζεται σε δυο βασικά στοιχεία, την συνέχεια και την επανάληψη – συνέχεια μέσω επανάληψης. Γελοιοποιώντας το αντικείμενό της κριτικής της, τις εκλογές, η κ.Ακριβοπούλου έθεσε υπό αίρεση την συνέχεια της τελετουργίας. Η επανάληψή της, υπό αυτές τις συνθήκες, θα σήμαινε και επανάληψη της γελοιοποίησης. Κι αυτό δεν το αντέχει ένα τόσο «σοβαρό» κόμμα, όπως η Νέα Δημοκρατία.
Η τελετουργία έχει διάφορες μορφές. Για τον πολύ κόσμο αυτή είναι κυρίως σωματική, εκφράζεται μέσω της συλλογικής επανάληψης φυσικών κινήσεων – στην εκκλησία με τα σταυροκοπήματα, τους ασπασμούς των εικόνων και τις γονυκλισίες, στο γήπεδο με την ανάταση των χεριών, ή με άλλες χειρονομίες, και πάει λέγοντας. Η τελετουργική επανάληψή τους, σύμφωνα με τον γάλλο κοινωνιολόγο Πιερ Μπουρντιέ, δημιουργεί στον άνθρωπο έναν εσωτερικό χώρο, στον οποίο παράγονται θρησκευτικά συναισθήματα – με πρώτο την πίστη. «Ή πίστη είναι μια κατάσταση του σώματος», έλεγε. Όσο συχνότερη η επανάληψη, τόσο βαθύτερη και η πίστη. Δεν είναι ο πιστός, που καθορίζει την τελετουργία, αλλά η τελετουργία τον πιστό.
Στον κόσμο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ η τελετουργία είναι κυρίως πνευματική – συνθήματα, θέσεις, πολιτικά πιστεύω. Ο εσωτερικός χώρος που δημιουργεί είναι ιδεολογικός. Και η ιδεολογία ανανεώνεται και βαθαίνει μέσω της επανάληψης των σλόγκαν – «εκλογές» και δεν συμμαζεύεται. Όσο συχνότερη η επανάληψή του σλόγκαν, τόσο μεγαλύτερη και η σιγουριά, ότι είναι σωστό: Δεν μπορεί να είναι λάθος, αφού επαναλαμβάνεται με τόση ρυθμική μανία από τόσους πολλούς.
Στην Ελλάδα των μνημονίων, η τελετουργική αυτή ιδεολογία έχει πάρει ψυχωτική μορφή. Αυτή μολύνει όλα τα πολιτικά στρατόπεδα, επομένως και την αντιπολίτευση. Οι πολιτικοί της ρίχνουν όλα τα δεινά της χώρας στον ΣΥΡΙΖΑ – κι αυτό από καταβολής κόσμου, όχι μόνο από τότε που αυτός ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας.
Το ίδιο ισχύει και για πολλούς δημοσιογράφους που κατά τα άλλα διακρίνονται για την νηφαλιότητα και την ευθυκρισία τους. Ξεκινώντας από πραγματικά αρνητικά βιώματα με υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ, ή με άλλα κυβερνητικά στελέχη (αλαζονεία, σκαιά συμπεριφορά, κλπ.) συμπεραίνουν, ότι δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν πιο ζοφερή περίοδος στα χρονικά του ελληνικού τύπου και φοβούνται ότι αυτή θα παγιωθεί με την εμπέδωση του «κράτους του ΣΥΡΙΖΑ» – που θα είναι τύπου Βενεζουέλας, ή ακόμα και Βόρειας Κορέας.
Η ψύχωση δεν είναι καλός σύμβουλος. Μεταξύ άλλων οδηγεί στην συρρίκνωση της πολιτικής επιχειρηματολογίας σε παρόλες και κλισέ – ενίοτε και σε ανοησίες. Στους λόγους του κ.Μητσοτάκη στη Βουλή, για παράδειγμα, προεξέχουν οι όροι «ανίκανος», «ψεύτης», «απατεώνας» και πάει λέγοντας, όταν απευθύνεται στον Αλέξη Τσίπρα και τους υπουργούς του. Για την αντιπαράθεση με την πραγματική κυβερνητική πολιτική μένει έτσι λειψή διάθεση και λίγος χώρος. Στον αντίποδα: Πρόσφατα στο κοινοβούλιο, ο πρωθυπουργός αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ομιλίας του στο να αποδείξει, ότι ο κ.Μητσοτάκης δεν θα γίνει ποτέ πρωθυπουργός. Περισσότερος εκφυλισμός της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν γίνεται.
Παρόμοιο τελετουργικό λεξιλόγιο χρησιμοποιούν και πολλοί δημοσιογράφοι –και όχι μόνο οι παρατρεχάμενοι του κ.Μητσοτάκη. Η χρήση του επιβεβαιώνει, ότι η ιδεολογική τελετουργία γεννά τέρατα. Ένα από αυτά είναι το hate speech, η ρητορική του μίσους. Οι ίδιοι δημοσιογράφοι, που καυτηριάζουν το «ταξικό μίσος» του ΣΥΡΙΖΑ, καταφέρονται με ακόμα πιο απύθμενο μίσος εναντίον του.
Το φαινόμενο δεν πρέπει να ξενίζει. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι επικριτές του, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, βρίσκονται από την αρχή των μνημονίων σε έναν ιδιότυπο ψυχρό πόλεμο. Σε αυτόν, η χρήση και των πιο παράλογων κατηγοριών φαντάζει θεμιτή, αν όχι επιβεβλημένη. Η ιδεολογική τελετουργία απογειώνεται έτσι. Και παίρνει όλο και πιο οξείες μορφές και από τις δυο αντίπαλες πλευρές.
Ο πόλεμος αυτός ήταν όμως εξαρχής ασύμμετρος εις βάρος του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, όντας ακόμα στην αντιπολίτευση, δεν είχε επιρροή στον κρατικό μηχανισμό, ενώ, αργότερα, συγκρότησε μια αδύναμη κυβέρνηση, η οποία ασκεί μόνο μερικό έλεγχο στον κρατικό μηχανισμό (όχι βέβαια μόνο λόγω των περιορισμών που του επιβάλει η τρόικα!) και σχεδόν κανένα στο «βαθύ κράτος» – εκκλησία, δικαιοσύνη, στρατός, αστυνομία. Ταυτόχρονα έχει ελάχιστη πρόσβαση στα «κυρίαρχα» κοινωνικά στρώματα: βιομηχάνους, μεγαλοαγρότες, μεγαλέμπορους, μεγαλογιατρούς, μεγαλοδημοσιογράφους και πάει λέγοντας.
Το αποτέλεσμα: Η αντιπολίτευση, σε συνεργία με τη μεγάλη πλειοψηφία των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης, βρίσκεται σε διαρκή επίθεση, η κυβέρνηση σε συνεχή άμυνα, το σύνθημά της έναντι των «αστών» αντιπάλων της: «Θα τους τρελάνουμε στη νομιμότητα» είναι και η καθημερινή της πράξη. Οι λαθροχειρίες και οι αθέμιτες παρεμβάσεις που κάνει κατά καιρούς, για παράδειγμα εις βάρος του ΔΟΛ, δεν φτάνουν για να αλλάξουν τη γενική εικόνα της. (2)
Μια τόσο αδύναμη κυβέρνηση δεν μπορεί, εξ αντικειμένου, να φτιάξει ένα δικό της ισχυρό κράτος. Αυτό είναι προφανώς αποκύημα της φαντασίας των αντιπάλων της – καθώς και της έξαρσης του ιδεολογικού τελετουργικού λόγου.
Με αυτό το φόντο της γενικής παραζάλης, η δημοσίευση της κ.Ακριβοπούλου φαντάζει στα μάτια της Νέας Δημοκρατίας όχι απλώς σαν παραφωνία, αλλά σαν βλαστήμια. Η προσπάθεια της να φωτίσει κριτικά – με τα μέσα της παρωδίας – την συνθηματολογία του κ.Μητσοτάκη, αντιτίθεται πλήρως στην τελετουργική ιδεολογία του επιτελείου του. «Είναι η επανάληψη, ηλίθιε!», θα μπορούσε να αναφωνήσει το τελευταίο. Η κ.Ακριβοπούλου την διέκοψε, έστω και για λίγο. Δημιουργώντας ένα καλό παράδειγμα προς μίμηση και για άλλους στο μέλλον.
—
(1) «Βέβαια και η Ακριβοπούλου οφείλει να γνωρίζει ότι σήμερα είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το δημόσιο από το ιδιωτικό, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πρόσωπα, όπως η ίδια, που απολαμβάνουν προβολή από δημόσιο μέσο και αμοιβή από τον κρατικό προϋπολογισμό. Έδειξε να το αντιλαμβάνεται, αφαιρώντας την επίμαχη φωτογραφία από το προφίλ της» ήταν η ακριβής διατύπωση στο «Protagon».
Η «αφαίρεση» ήταν ίσως το μόνο μεμπτό στη στάση της κ.Ακριβοπούλου. Πολύ πιο «ηρωϊκή» και «ωραία» θα ήταν φυσικά η συνέχιση της ανάρτησης – αν και δεν μπορεί κανείς να ξέρει από μακριά τι πρόσθετες πιέσεις δέχθηκε η ίδια παρασκηνιακά για να το κατεβάσει και τι θα της στοίχιζε επαγγελματικά η περαιτέρω ανάρτηση.
Έκπληξη προκαλεί όμως και η απαξιωτική στάση προς πρόσωπα «που απολαμβάνουν προβολή από δημόσιο μέσο και αμοιβή από τον κρατικό προϋπολογισμό».
Κι αυτό, πρώτον, επειδή εκείνοι που «απολαμβάνουν προβολή από δημόσιο μέσο» συμβάλουν και οι ίδιοι στην προβολή του μέσου – που συχνά είναι μεγαλύτερη εκείνης του μέσου.
Και δεύτερον, επειδή δεν έχει κανείς λέπρα, επειδή «απολαμβάνει αμοιβή από τον κρατικό προϋπολογισμό». Η αμοιβή τους δεν είναι χαριστική, ούτε υπέρμετρη, αλλά ανταπόδοση για τη δουλειά του. Κι αυτή εμπεριέχει κατά κανόνα μη ανταμειβόμενη υπεραξία – όπως ακριβώς εκείνη των εργαζόμενων στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης.
(2) Η κατηγορία, παρεμπιπτόντως, ότι θέλει «να αλώσει τον τύπο εκ των ένδον», μένει μετέωρη. Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και να θέλει να το κάνει, δεν μπορεί. Τέτοια «άλωση» ξεπερνά προφανώς κατά πολύ τις δυνάμεις της.