Τους καρπούς των συντονισμένων δράσεων της τελευταίας διετίας για μείωση των λειτουργικών τους δαπανών δρέπουν οι ελληνικές τράπεζες κατά την εφετινή χρήση. Τόσο μέσω των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου όσο και με την αναδιοργάνωση του δικτύου των καταστημάτων τους, οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών ομίλων έχουν καταφέρει να πιάσουν τους περισσότερους στόχους των πλάνων αναδιάρθρωσής τους, έως και δύο χρόνια νωρίτερα σε σχέση με συμφωνηθέντα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρονοδιαγράμματα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε 15 μήνες έκλεισαν στην Ελλάδα περί τα 200 σημεία παρουσίας, από τα 2.500 που λειτουργούσαν στα τέλη του 2015, με τις εργασίες τους να μεταφέρονται σε μονάδες της ίδιας περιοχής ή σε νέους μεγαλύτερους χώρους που μισθώθηκαν για τη συστέγαση δύο ή και περισσότερων καταστημάτων.
Την ίδια περίοδο μέσω προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου, συνταξιοδοτήσεων και πώλησης θυγατρικών ο αριθμός των εργαζομένων στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 4.400, υποχωρώντας από τα επίπεδα των 47.800 περίπου σε 43.400 στα τέλη του α’ τριμήνου του 2017. Κι όλα αυτά χωρίς να διαταραχθεί η εργασιακή ειρήνη στον κλάδο.
Ενίσχυση κερδοφορίας
Μέσω αυτής της ταχείας προσαρμογής οι τράπεζες έχουν καταφέρει να μειώσουν σημαντικά τα κόστη διάθεσης των υπηρεσιών τους, εξέλιξη που έχει ήδη αποτυπωθεί στα αποτελέσματα του 2016 και αναμένεται να ενισχύσει την καθαρή τους κερδοφορία και κατά την εφετινή χρήση.
Ειδικότερα, πέρυσι σε ενοποιημένη βάση οι δαπάνες προσωπικού υποχώρησαν μεσοσταθμικά στον κλάδο κατά 5%, διαμορφούμενες στα επίπεδα των 2,4 δισ. ευρώ. Εφέτος ωστόσο οι ρυθμοί μείωσης αναμένονται μεγαλύτεροι, καθώς θα ενσωματωθεί πλήρως στα αποτελέσματα η εξοικονόμηση κόστους που προέκυψε από τα προγράμματα οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένων που «έτρεξαν» τα προηγούμενα τρίμηνα.
Στο α’ τρίμηνο του 2017 το κόστος μισθοδοσίας υποχώρησε κατά 7% σε ετήσια βάση, σε επίπεδο ομίλων. Σύμφωνα με αναλυτές, η χρήση αναμένεται να κλείσει με μείωση των συγκεκριμένων δαπανών σε ποσοστό μεγαλύτερο του 5%, εξοικονομώντας για τις τράπεζες περισσότερα από 100 εκατ. ευρώ.
Οι παραπάνω δράσεις, σε συνδυασμό με άλλες πολιτικές περικοπών στα κόστη (γενικά έξοδα, πληρωμές προς τρίτους), διαμόρφωσαν σε χαμηλότερα επίπεδα το σύνολο των λειτουργικών δαπανών σε ποσοστό 4% το 2016 στους τέσσερις συστημικούς ομίλους, ενώ υψηλότεροι είναι οι ρυθμοί μείωσης μέχρι στιγμής εφέτος, διαμορφούμενοι στα επίπεδα του 5%. Από αυτή την πηγή εκτιμάται ότι θα υπάρξει βελτίωση στη λειτουργική κερδοφορία της τάξης των 220 εκατ. ευρώ περίπου το 2017.
Πανευρωπαϊκή πρωτιά
Χαρακτηριστικό της εντυπωσιακής προσαρμογής των ελληνικών τραπεζών στα νέα δεδομένα της κρίσης είναι το γεγονός ότι ο δείκτης «Κόστος προς Εσοδα (Cost/Income Ratio)» έχει υποχωρήσει σε επίπεδα κοντά στο 50%, χαμηλότερα κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον μέσο όρο στην ΕΕ.
Σε σύγκριση με χώρες όπως η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιρλανδία, που επλήγησαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση, η επίδοση των εγχώριων συστημικών ομίλων είναι καλύτερη με βάση τον ίδιο δείκτη.
Πάντως, όπως επισημαίνει έμπειρο τραπεζικό στέλεχος, μπορεί οι παραπάνω προσαρμογές μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα να είναι ικανοποιητικές, ωστόσο το στοίχημα επιστροφής σε βιώσιμη κερδοφορία θα παιχθεί στο «γήπεδο» της πραγματικής οικονομίας και του γενικότερου κλίματος στην αγορά.
Και αυτό διότι τα δύο μεγαλύτερα «βαρίδια» αυτή τη στιγμή για τις ελληνικές τράπεζες είναι το κόστος των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις, που το 2016 διαμορφώθηκε στα επίπεδα των 3,6 δισ. ευρώ, αλλά και τα έξοδα χρηματοδότησης από τον έκτακτο μηχανισμό στήριξης της Τράπεζας της Ελλάδος (ELA), που σε ετήσια βάση φτάνουν με τα σημερινά δεδομένα τα 600 εκατ. ευρώ.
Προσδοκίες
Μέχρι και πριν από λίγους μήνες η προοπτική κλεισίματος της αξιολόγησης στα τέλη του 2016 ή το αργότερο στις αρχές της εφετινής χρονιάς είχε δημιουργήσει προσδοκίες για δυναμική ανάκαμψη της καθαρής κερδοφορίας του κλάδου στο 1 δισ. ευρώ το 2017.
Ωστόσο, η καθυστέρηση που καταγράφηκε στις διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές ανέτρεψε τα δεδομένα. Η πλειονότητα των αναλυτών έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω τις εκτιμήσεις της για την πορεία του ΑΕΠ φέτος, προβλέποντας μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας έως και 1,5% στην καλύτερη περίπτωση.
Αυτή η επιδείνωση δρα αρνητικά στην πορεία των «κόκκινων» δανείων, γεγονός που αναγκάζει τις τράπεζες να διατηρούν σε υψηλά επίπεδα τις προβλέψεις στα βιβλία τους. Αυτό διαφάνηκε και στα αποτελέσματα του α’ τριμήνου του 2017, με τις σχετικές ζημιές να καταγράφουν αύξηση 13% σε ετήσια βάση. Με αυτά τα δεδομένα ένας ρεαλιστικός στόχος για τα κέρδη της εφετινής χρήσης είναι τα 500-600 εκατ. ευρώ για το σύνολο του συστήματος.
Αισιοδοξίαγια ανάκαμψη στις καταθέσεις Ανάκαμψη των καταθέσεων τους επόμενους μήνες, μετά το κλείσιμο της αξιολόγησης, αναμένουν οι τραπεζικές διοικήσεις. Ατύπως έχει τεθεί στόχος για αύξηση των υπολοίπων κατά 3-4 δισ. ευρώ στο σύνολο της χρονιάς έναντι 10 δισ. ευρώ που προέβλεπαν τα αρχικά πλάνα.
Oπως επισημαίνει έμπειρο τραπεζικό στέλεχος, η διάθεση των αποταμιευτών για επαναφορά των χρημάτων τους στις ελληνικές τράπεζες, υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα θα επανέλθει σταδιακά στην κανονικότητα, διεφάνη τον Μάιο.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ως και τις 22 Μαΐου, ημέρας διεξαγωγής του προηγούμενου Eurogroup, η προσδοκία για ολοκλήρωση της αξιολόγησης συνέβαλε στην αύξηση των καταθετικών υπολοίπων των ιδιωτών κατά 500 εκατ. ευρώ περίπου μέσα σε έναν μήνα, λόγω εισροών που καταγράφηκαν από ρευστοποιήσεις αμοιβαίων κεφαλαίων και από καταθέσεις χαρτονομισμάτων σε αναλογία 2 προς 1.
Βέβαια, μετά τη διάψευση των προσδοκιών για λύση στο Συμβούλιο υπουργών Οικονομικών του Μαΐου οι εισροές σταμάτησαν. Σημαντικό είναι ωστόσο ότι δεν υπήρξαν έκτοτε εκροές υψηλότερες των συνηθισμένων για τη συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, παρά την παράταση της αβεβαιότητας.
Πλέον, μετά τη συμφωνία κυβέρνησης – δανειστών και την εκταμίευση της δόσης, υπάρχει αισιοδοξία για άνοδο των υπολοίπων. Τραπεζικοί κύκλοι εκτιμούν δε ότι μπορεί τα τελικά νούμερα να εκπλήξουν ευχάριστα, αν υπάρξουν καταλύτες που θα συμβάλουν στην ταχύτερη βελτίωση της εμπιστοσύνης, όπως π.χ. η έναρξη της επένδυσης στο Ελληνικό, η άνοδος των τουριστικών εσόδων ή ακόμη και η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής σε υψηλό τίμημα, στοιχείο ενδεικτικό της διάθεσης των επενδυτών για ανάληψη ελληνικού ρίσκου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ