Την έντονη δυσφορία του κλάδου Φαρμάκου εκφράζει σε επιστολή που απέστειλε την Πέμπτη προς τον υπουργό Υγείας, Ανδρέα Ξανθό, ο Σύνδεσμος Φαρμακευτικός Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ) αναφορικά με τη νέα πολιτική φαρμάκου που υλοποιείται ήδη με αναδρομική ισχύ. Οι φαρμακευτικές εταιρίες προειδοποιούν ότι πλήττεται η πρόσβαση των ασθενών στα καινοτόμα φάρμακα ενώ απειλείται και η βιωσιμότητα του κλάδου χωρίς στέρεα δημοσιονομικά οφέλη.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ΣΦΕΕ προειδοποιεί ότι η νέα πολιτική φαρμάκου θα επιφέρει πλήγμα στην καινοτομία και την ανάπτυξη του κλάδου Φαρμάκου. Ωστόσο, δεδομένου ότι το υπουργείο Υγείας προωθεί πλέον νέα μέτρα και μοντέλα, οι φαρμακευτικές εταιρείες διαμαρτύρονται ότι αυτά θα έχουν ως αποτέλεσμα τη στοχοποίησή τους χαρακτηρίζοντάς τα «άδικα και αδιαφανή».
Στην επιστολή που κοινοποιείται και προς τους προέδρους του ΕΟΠΥΥ, Σωτήρη Μπερσίμη και ΕΟΦ, Κατερίνα Αντωνίου, ο ΣΦΕΕ χαρακτηρίζει άδικο το ενοποιημένο rebate καθώς «μεροληπτεί κατά συγκεκριμένων καινοτόμων σκευασμάτων και βαρύνει άνισα ορισμένα προϊόντα», με αποτέλεσμα την άδικη αντιμετώπιση και διακριτική μεταχείριση κάποιων προϊόντων έναντι άλλων. Αρνητική στάση τηρεί και έναντι των κινήτρων για τη διείσδυση των γενοσήμων αφού θεωρεί ότι επιβαρύνουν όλες τις φαρμακευτικές εταιρίες και όχι τις εταιρίες που τα διακινούν.
Σε ότι αφορά τα νέα κριτήρια αξιολόγησης των φαρμάκων και την επιβολή εκπτωσης 25% στα νέα φάρμακα, ο ΣΦΕΕ υποστηρίζει ότι δυσχεραίνουν την πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες.
Κάθετα αντίθετες είναι οι φαρμακευτικές εταιρείες και στον νέο τρόπο υπολογισμού του clawback υποστηρίζοντας ότι «»ποινικοποιεί» την ανάπτυξη, βάλλει την επιχειρηματικότητα και δεν έχει κανένα δημοσιονομικό όφελος. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει δέσμευση για μείωση του clawback κατά 30%, όπως αναφέρεται στο μνημόνιο, ενώ συνεχίζουμε να το καταβάλλουμε σε λιανικές τιμές και όχι στην τιμή που τιμολογούμε (ex-factory, που είναι το 67% της λιανικής τιμής)».
Και η επιστολή του ΣΦΕΕ καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι «στον απόηχο του καταιγισμού των νέων μέτρων, χωρίς να έχει αποτιμηθεί η επίπτωσή τους στη φαρμακευτική δαπάνη και στη βιωσιμότητα του συστήματος Υγείας, χωρίς να υπάρχει κάποια μελέτη σχετικά και χωρίς να έχουν εφαρμοστεί ορθά οι υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις, προωθούνται νέα μέτρα/μοντέλα που απειλούν τη βιωσιμότητα των εταιριών του κλάδου μας, αλλά και τη βιωσιμότητα του συστήματος Υγείας, εγκυμονούν τον κίνδυνο απώλειας θέσεων εργασίας, μηδενίζουν την προβλεψιμότητα και -το κυριότερο- απειλούν ευθέως την πρόσβαση των ασθενών στις νέες θεραπείες. Για όλους τους ως άνω λόγους οι προωθούμενες πολιτικές μας βρίσκουν κάθετα αντίθετους».